Γιατί ο Δημοσθένης Βουτυράς;


Γιατί είναι ένας συγγραφέας του πρώτου μισού αυτού του αιώνα πολύ σημαντικός και σχεδόν άγνωστος. Για να ενισχυθεί λοιπόν η προσπάθεια του εκδοτικού οίκου «Δελφίνι» που ανέλαβε, με την επιμέλεια του ιστορικού Βάσια Τσοκόπουλου, την έκδοση των Απάντων του, σε 14 τόμους (ήδη βρίσκεται στον πέμπτο), θεώρησα σωστό να επιλέξω ένα διήγημά του από τον πρώτο τόμο των Απάντων του, που περιλαμβάνει και την περίφημη νουβέλα του «Ο Λαγκάς», το οποίο αφορά τα γεγονότα του 1897 και το οποίο διαβάζεται σήμερα, εκατό χρόνια μετά, σαν να αφορά το σήμερα.


Γιατί αυτό το συγκεκριμένο διήγημα;


Γιατί μέσα σε αυτό είναι συμπυκνωμένος όλος ο Βουτυράς: η αγάπη του για τους φτωχούς και τους αδικημένους μαζί με το υπερρεαλιστικό στοιχείο της γραφής. Υπάρχει το μυστήριο, η έκπληξη, η αμφισημία· το προδρομικό μιας εποχής που δεν γίνεται ποτέ οπισθοδρομικό μιας άλλης.


Ακόμη ο Βουτυράς αξίζει να μνημονευθεί ως ένας από τους πρώτους στον τόπο μας που θέλησαν να καθιερώσουν το «επάγγελμα συγγραφέας». Εζησε αποκλειστικά από την πένα του, χωρίς να γίνει ποτέ υπάλληλος ή δικηγόρος ή δημοσιογράφος ή μεταφραστής. Στους χαλεπούς καιρούς που του έτυχαν, παρ’ όλα αυτά κατάφερε να ζήσει, φτωχά μεν, πάντως τίμια, με μοναδική πηγή πόρων για την επιβίωση το δημιουργικό του έργο.


Τέλος, είναι ένας συγγραφέας που παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό καθώς η αποτυχία του σε μια παράσταση όπερας ως λυρικού τραγουδιστή (μπασοβαρύτονος) τον έκανε να εγκαταλείψει το τραγούδι από πολύ νέος και να στραφεί προς το γράψιμο για να επουλώσει την πληγή που του άφησε, χαίνουσα, η ανεκπλήρωτη αγάπη του στη μουσική.


Η γενιά του ’30, ελέγχοντας τα μέσα ενημέρωσης και την κριτική της ακολουθία, τον έβαλε στο περιθώριο. Είναι καιρός οι νέες γενιές των αναγνωστών να ανακαλύψουν τον μεγάλο πειραιώτη πεζογράφο που έζησε στο Κουκάκι τα περισσότερα χρόνια της ζωής του και το έργο του οποίου τώρα ξαναγίνεται προσιτό χάρη στον ηρωισμό και στην αυταπάρνηση ενός εκδότη, του Πέτρου Σταθάτου, των εκδόσεων «Δελφίνι», και στη συναρπαστική παρουσίαση αυτού του πολυδαίδαλου έργου (με εισαγωγές, σημειώσεις κλπ.) του επιμελητή Βάσια Τσοκόπουλου.


Κάποτε του Φάρμα τού ερχόντανε και αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι, και μάνα, της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Αλλο τίποτα! Ολα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά τι ήθελε να θυμάται;


Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Οταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα που πρώτη φορά το έβλεπε.


Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανότανε μίσος, το μόνο ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.


Το μόνο, μέσα στο σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε ήτανε το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο φίδι.


Οταν εσχόλαζε, έπινε όσο που μεθούσε, και έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.


Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε, αλλ’ ήταν σ’ αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ’ ό,τι άκουγε, όλα περνούσανε δίχως ν’ αφήσουν ίχνος.


Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Ελεγε για το χέρι κείνο που είχε γράψει στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον τρόμο στον βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.


Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη, ανοίγοντας και τα μάτια του τρομαχτικά. Ητανε το μόνο που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του μαζί με τους κρότους της ρόδας.


Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο συγκάτοικος ήτανε κει και κοιμότανε.


Ενα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ’ ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού συλλογισμένη.


Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε, κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό.


Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω, και απ’ εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά που ήταν απ’ έξω, και απ’ εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ’ αυτό πήγε κοντά του, μετά από ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.


Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα. Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και, αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ’ ένα εργαλείο και άρχισε να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μια λέξη:


«Παραρλάμα».


Ηταν φανταστική η λέξη, του την είχε βγάλει το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.


Εφυγε όπως είχε πάει.


Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του καταστηματάρχη να φωνάζει:


­ Τι είναι αυτό εκεί; Ποιος το ‘γραψε αυτό;


Η φωνή του καταστηματάρχη ήτανε σα φοβισμένη.


Ολοι άφησαν τις δουλειές τους και τρέξανε να δουν.


­ Παραρλάμα!


Η λέξη που έβγαλε το κρανίο του βρισκότανε στα χείλια όλων. Μα ποιος την έγραψε;


Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω από τη σκάλα και κοίταξε. Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.


Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει. Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.


Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο αλλά με χρώμα κόκκινο:


«Παραρλάμα».


Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ’ έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος. Και όμως είπε δυνατά:


­ Πρέπει να βρεθεί!


Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.


Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ τους, μη φροντίζοντας γι’ αυτόν, όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την παράξενη λέξη που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!


Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο, γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.


Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε γράψει.


Ολοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος, κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.


«Παραρλάμα».


Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους μεγαλύτερούς των όρκους, πολλοί έκλαιγαν ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο… Ηθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν τολμούσαν…


Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει. Επειτα τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί κρατώντας το χερούλι της γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!..


* Την ερχόμενη Κυριακή ο Δημήτρης Νόλλας επιλέγει ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.