«Τι λες, φτιάχνουμε εκδοτικό οίκο;». Την πρόταση έκανε στον Μάριο Πλωρίτη ο Αλέκος Πατσιφάς το φθινόπωρο του 1943, όπως μαρτυρεί ο ίδιος ο Πλωρίτης 50 χρόνια αργότερα. Οι δυο τους, μαζί με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, ξεκίνησαν τον Ικαρο τον επόμενο χρόνο μέσα στην Κατοχή, χωρίς πόρους, με χρήματα που «τα βρήκαν από εδώ κι απ’ εκεί», όπως γράφει ο Καρύδης στο Ημερολόγιό του. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Ικαρος θα εξελισσόταν σε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους και το όνομά του θα ταυτιζόταν περίπου με τη νεότερη ελληνική ποίηση στις κορυφαίες στιγμές της. Δεν είναι μόνο ο Σεφέρης και ο Ελύτης που το έργο τους εκδίδει ο Ικαρος. Του ανήκει η τιμή της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης στην Ελλάδα των ποιημάτων του Καβάφη το 1947, αλλά και των ποιημάτων, των πεζών και των ιταλικών του Σολωμού στην κλασική δίτομη έκδοση που επιμελήθηκε ο Λίνος Πολίτης και συμπληρώθηκε αργότερα με έναν τρίτο τόμο, τις μεταφράσεις των ιταλικών. Είναι ο εκδότης του Σικελιανού, του Παπατσώνη, του Εγγονόπουλου.


Εύλογα στη συνείδηση του πληροφορημένου αναγνώστη το όνομα Ικαρος ταυτίζεται με την ελληνική ποίηση, όπως αντίστοιχα η Εστία και ο Κέδρος με την ελληνική πεζογραφία. Οι ανακατατάξεις της τελευταίας δεκαετίας στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν το τοπίο των εκδόσεων ­ και μάλιστα δραματικά ­ όμως αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο της ούτως ή άλλως άγραφης εκδοτικής ιστορίας του τόπου μας.


Από τους τρεις που ξεκίνησαν τον Ικαρο ο Πλωρίτης αποχώρησε σχετικά σύντομα και ο Πατσιφάς αργότερα επικέντρωσε την προσπάθειά του στη δημιουργία και τη στήριξη της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα. Το κύριο βάρος έπεσε στους ώμους του Νίκου Καρύδη, τον οποίον ωστόσο περιστοίχιζαν άτομα με αδιαμφισβήτητο κύρος και ταλέντο. Από τον Ικαρο επιπλέον πέρασαν ως φιλολογικοί επιμελητές ορισμένοι εκ των κορυφαίων της χώρας μας, όπως ο Γ.Π. Σαββίδης, ο Λίνος Πολίτης, ο Ε.Χ. Κάσδαγλης, ο Εμμ. Μοσχονάς, ο Λεωνίδας Ζενάκος. Από το 1957 και για τα επόμενα 27 χρόνια ο οίκος είχε ως μόνιμο επιμελητή των εκδόσεών του τον Παναγιώτη Μέρμηγκα, έναν αφανή ήρωα, γνωστόν όμως σε όσους ξέρουν τα πράγματα, που αποτελούσε εγγύηση ότι κάθε βιβλίο το οποίο θα περνούσε από τα χέρια του και θα πήγαινε στο τυπογραφείο θα ήταν αλάνθαστο ή σχεδόν αλάνθαστο. Με τα γερά του ελληνικά, τη μεθοδικότητα, τη σχολαστικότητα, την αυταπάρνηση και την επιμονή του αποτελούσε εγγύηση για όσους του εμπιστεύονταν το βιβλίο τους.


Τα βιβλία του τυπώνονταν στα καλύτερα τυπογραφεία της Αθήνας και, όπως γράφει στην Προσωπική Ικαρολογία το 1993 ο Γ.Π. Σαββίδης, «σιγά-σιγά, όλες οι εκδόσεις του Ικαρου απόκτησαν ένα διακεκριμένο ύφος, εν μέρει οφειλόμενο στην εικαστική ευαισθησία των δύο παρτσινέβελων (συνιδιοκτητών), και στην προσωπική τους φιλία με τον Μόραλη και τον Τσαρούχη». (Στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε, ασφαλώς, και τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα).


Η ποιότητα των σημερινών βιβλίων στη χώρα μας έχει βελτιωθεί θεαματικά, όπως και των εικονογραφήσεων, ωστόσο η αίσθηση της αμεσότητας που σου έδιναν οι εκδόσεις του Ικαρου σπανίζει όλο και περισσότερο. Τα βιβλία δεν σου γεννούν πλέον την εντύπωση της μοναδικότητας όπως εκείνα που εικονογραφούσαν ο Μόραλης, ο Γκίκας ή ο Τσαρούχης, οι οποίοι δεν πρόσφεραν εικονογραφικά σχόλια στα κείμενα αλλά εικαστικές αναφορές στο περιεχόμενο των ποιημάτων, όπως γινόταν στην αρχαιότητα και στους μεσαιωνικούς χρόνους που οι ζωγράφοι αντλούσαν θέματα αποκλειστικά από τη μυθική – ποιητική ή τη θρησκευτική παράδοση. Ετσι και η δύναμη της ποιητικής τέχνης αποδεικνυόταν από την ικανότητά της να κινητοποιεί ή να εμπνέει τη ζωγραφική. Το βιβλίο επομένως ήταν απτό τεκμήριο (έργο τέχνης κι αυτό) της συνομιλίας και της συνύπαρξης των τεχνών.


Η ιστορία του Ικαρου θα αναδειχθεί σε όλες τις πτυχές και τις λεπτομέρειές της όταν δημοσιευθεί στο σύνολό του το Ημερολόγιο του Νίκου Καρύδη, από το οποίο έχει δοθεί ένα πολύ μικρό μέρος στη δημοσιότητα. Ο ίδιος είχε στενούς δεσμούς με όλους τους συγγραφείς του Ικαρου αλλά και με επιφανείς των γραμμάτων που εξέδιδαν αλλού τα βιβλία τους, όπως και με μουσικούς και με ζωγράφους.


Η σχέση του με τον Σεφέρη ήταν εγκάρδια και ειλικρινής και έγινε στενότερη κατά τη δεκαετία του ’60 μολονότι ο Σεφέρης εξέδωσε για πρώτη φορά βιβλίο στον Ικαρο το 1945 (Το Ημερολόγιο καταστρώματος). Υπήρχε άλλωστε διαφορά ηλικίας ­ ως ένα βαθμό και ιδιοσυγκρασίας. Ο Σεφέρης υπήρξε άτομο μοναχικό, με πολύ μικρό κύκλο στενών φίλων στους οποίους εμπιστευόταν τις μύχιες σκέψεις του. Ηταν άνθρωπος πολύ μετρημένος τόσο στα λόγια όσο και στις συναναστροφές του, περισσότερο ρωτούσε παρά αποφαινόταν, ήταν αυστηρός χωρίς να είναι επιθετικός και σχεδόν κατά κανόνα απέφευγε να μιλήσει για πράγματα που δεν έγραψε ή δεν σκόπευε να γράψει. Κρατούσε πολλά πράγματα για τον εαυτό του και λίγοι γνώριζαν την πηγαία αίσθηση του χιούμορ που διέθετε. Προτού αρχίσουν να εκδίδονται τα ημερολόγια και η αλληλογραφία του, η γενική εντύπωση που επικρατούσε για αυτόν σε όσους δεν τον γνώριζαν προσωπικά ήταν πως επρόκειτο για έναν βαρύ και σκυθρωπό άνθρωπο.


Για τον Καρύδη ο Σεφέρης αποτελούσε ένα είδος μέντορα και όταν ο τελευταίος τού εμπιστευόταν κάτι το θεωρούσε μείζον γεγονός. Στις 27.10.1966 σημειώνει στο Ημερολόγιό του ο Καρύδης:


«… μιλά για τα καινούργια του ποιήματα. (Ο Καρύδης εννοεί τα Τρία κρυφά ποιήματα, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου). «Δεν ξέρω αν είναι καλά», μου λέει. «Δηλαδή, δεν ξέρω αν θα υπάρξει η επιμειξία ποιητή – αναγνώστη». Του απαντώ ότι αυτό υπάρχει πάντα· υπήρχε και στον Ομηρο και στον Πίνδαρο. «Ναι, έχεις δίκιο», μου λέει. «Αλλά στον Ομηρο υπάρχει ένα πλαίσιο. Εδώ τι υπάρχει;». Εχει μια αγωνία, μια αμφιβολία για ό,τι κάνει τώρα».


Και δύο ημέρες αργότερα:


«Μιλώ με τον Ελύτη για τις αγωνίες του Σεφέρη με τα καινούργια του ποιήματα. «Είναι τόσο βαρύ λοιπόν το Νομπέλ;» μου λέει».


Οπως μεταφέρεται η συζήτηση, η παρατήρηση του Ελύτη μοιάζει να μην έχει σχέση με τα ουσιαστικά προβλήματα που θέτουν τα Τρία κρυφά ποιήματα τόσο στον αναγνώστη όσο και στον μελετητή της ποίησης του Σεφέρη. Αλλά, βέβαια, ο Ελύτης τότε δεν τα είχε ακόμη διαβάσει.


Ο Σεφέρης ήταν μετρημένος και συγκρατημένος ακόμη και σε περιπτώσεις που διαφωνούσε έντονα με τον συνομιλητή του. Στις απόψεις του ωστόσο, όταν τις διατύπωνε, δεν έκανε παραχωρήσεις. Τον Ιανουάριο του 1967 έλεγε στον Καρύδη:


«Εγώ είμαι δίκαιος με τους ανθρώπους. Δεν έχω φιλίες και συναισθηματισμούς».


Ετσι αντιμετώπιζε και τον εαυτό του και το έργο του. Η εκδοτική συμπεριφορά του άλλωστε είναι χαρακτηριστική όχι μόνο του πώς αντιμετώπιζε το έργο του αλλά και τη γενικότερη κατάσταση πραγμάτων της λογοτεχνίας του καιρού του, όπως την έβλεπε στη χώρα του και στον διεθνή περίγυρο. Την ποίησή του ο Σεφέρης τη θεωρούσε ως ενιαίο όλον, ως ένα έργο, γι’ αυτό άλλωστε από νωρίς άρχισε να εκδίδει το σύνολο της ποίησής του. Το οργανικό αυτό στοιχείο υπάρχει και στην πρόζα του, που με τη σειρά της αποτελεί θεωρητική εμπέδωση της ποίησής του. Το ίδιο ισχύει και με τις μεταφράσεις του. Ηταν δημιουργός παραδειγματικός, με την έννοια αυτή, και τούτο εξηγεί, ως ένα σημείο, το μέγεθος των αντιδράσεων των αντιπάλων του, σε μια φιλολογική Αθήνα που ήταν χωρισμένη σε στρατόπεδα και όπου οι λογοτεχνικοί καβγάδες βρίσκονταν στην ημερησία διάταξη.


Ο Ελύτης ήταν σαφώς διαφορετικός και ως ιδιοσυγκρασία και ως στάση ζωής. Η εκδοτική του στάση επίσης. Δεν επεχείρησε ποτέ συγκεντρωτική έκδοση του έργου του. (Η έκδοση μιας επιλογής του έργου του από τις εκδόσεις Ακμων το 1979 είναι άλλη υπόθεση). Την κάθε ποιητική συλλογή του τη σχεδίαζε ως περίπου αυτόνομο έργο, ώστε να λειτουργεί ανεξάρτητα από το προηγούμενο έργο του. Από το 1959 που πάει στον Ικαρο με το Αξιον Εστί ως το τελευταίο του βιβλίο, το Δυτικά της λύπης, εκδίδει τα ποιητικά του βιβλία στο γνωστό σχήμα 17,5Χ25, στενεμένα ελαφρώς στη μικρή διάσταση. Το σχήμα αυτό κυριαρχούσε τις δύο προηγούμενες δεκαετίες στα ποιητικά βιβλία. Οπως φαίνεται, οι λόγοι για την καθιέρωση του παραπάνω σχήματος ήταν συμπτωματικοί. Γράφει τον Αύγουστο του 1993 ο Ελύτης:


«Το πόσο με συγκινούσε η μικρή φόρμα το είχα αποδείξει με τους «Προσανατολισμούς». Αργότερα, ύστερα από πολλές συζητήσεις με το φίλο μου Νίκο Καρύδη, αναγκάστηκα να προσαρμοστώ στο σχήμα που μου έδινε το χαρτί Canson (χαρτί πολυτελείας σε διάφορα χρώματα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι λόγω της αντοχής του και της δυνατότητάς του να μην «ανοίγει», όπως λένε οι τυπογράφοι) σε οκτασέλιδο. Και αυτό γιατί επηρεασμένος από τη γαλλική παράδοση επιθυμούσα να βγαίνουν παράλληλα με την κοινή έκδοση και ορισμένα αντίτυπα σε χαρτί πολυτελείας. Γρήγορα η φόρμα αυτή έφτασε να αποτελέσει τον σταθερό τύπο ποιητικού βιβλίου, που τον ακολούθησαν πολλοί. Και δεν είναι μόνον αυτό, είναι ότι ο αγαπητός μου φίλος, με την ικανότητά του που είχε να φέρνει σε επαφή ποιητές και ζωγράφους, επέτυχε μερικά επιτεύγματα όπως τα ποιήματα του Σεφέρη και του Καβάφη με τη συνεργασία του Γιάννη Μόραλη και του Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα».


Μολονότι ο Σεφέρης είχε ενθουσιαστεί με τη ζωγραφική του Μόραλη στα Ποιήματά του, από τις ως τώρα μαρτυρίες γνωρίζουμε πως η μεγάλη του αδυναμία ήταν η τυπογραφία. Εκτός αυτού υπάρχουν στο Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’ ποιήματα όπου γίνονται σαφείς αναφορές στην τυπογραφία. Ο ίδιος συνήθιζε να πηγαίνει στο ιστορικό τυπογραφείο των Ταρουσσόπουλων και μάλιστα, όπως λέει ο Αιμίλιος Καλιακάτσος, να στοιχειοθετεί ο ίδιος μερικές αράδες στο χέρι. «Εγώ, αν δεν ήμουν ποιητής, θα ήθελα να είμαι τυπογράφος» είχε γράψει.


Για τον Ελύτη ­ και αυτό έχει να κάνει ασφαλώς και με τις εικαστικές ενασχολήσεις του ­ το βιβλίο ήταν και ένα αισθητικό αντικείμενο, ένα φετίχ, θα λέγαμε, που μετέτρεπε την ποίησή του σε οπτικό αντικείμενο. Παρά το γεγονός ότι η μουσική που έγραψε ο Θεοδωράκης πάνω στο Αξιον Εστί δημιούργησε άλλες εντυπώσεις, στην ελυτική δημιουργία πρυτανεύει το σχήμα ενώ στη σεφερική ο ρυθμός. Αλλωστε ο Σεφέρης βγήκε από τον μοντερνισμό ενώ ο Ελύτης από τον υπερρεαλισμό.


Αυτά βεβαίως είναι κατά κάποιον τρόπο υποθέσεις εργασίας, αλλά και περιπτώσεις αντιπροσωπευτικές του ήθους και του ύφους μιας εποχής. Λ.χ., ο Αλέκος Πατσιφάς με τη δημιουργία της Λύρας και του Διόνυσου έβαλε τη σφραγίδα του όχι μόνο στη δισκογραφία αλλά και στην αισθητική μιας ολόκληρης εποχής. «Ο καλός ποιητής πρέπει να έχει καλό αφτί» διακήρυτταν οι μοντερνιστές διά στόματος Πάουντ και Ουίλιαμς. Το αφτί ωστόσο καλλιεργείται, δεδομένου ότι εκείνος που μπορεί να διαβάζει οφείλει να ξέρει και πώς να ακούει. Η ελληνική ποίηση πέρασε σε δίσκους και άλλαξε το τραγούδι την εποχή που η διάδοση των πληροφοριών ήταν ακουστική. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να υποθέσει πως, αν ζούσε σήμερα ο Πατσιφάς, διόλου απίθανο να επιχειρούσε να μεταφέρει οπτικοακουστικά την ποίηση στο βίντεο, όπως λ.χ. έκαναν το 1987 οι Αμερικανοί σε εκείνη την αλησμόνητη σειρά των 13 ωριαίων επεισοδίων αφιερωμένων σε ισάριθμους κορυφαίους ποιητές τους, με τίτλο Voices and Visions.


Στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων το κατάστημα του Ικαρου στην οδό Βουλής, με το θρυλικό του πατάρι από όπου πέρασαν τόσες φυσιογνωμίες των γραμμάτων μας, έχει την ίδια θέση, κατ’ αναλογίαν, με το θρυλικό βιβλιοπωλείο Shakespeare and Company της Sylvia Beach στο Παρίσι του Μεσοπολέμου, όπου σύχναζαν ο Μπέκετ, ο Τζόις, ο Πάουντ, ο Χέμινγκγουεϊ. Με εύλογη πικρία ο Καρύδης σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Αν βρίσκονταν στο Παρίσι ή στη Ρώμη ή στο Λονδίνο ο «Ικαρος» και ο «Λουμίδης», σήμερα θα είχαν εντοιχισμένες αναμνηστικές πλάκες. Εδώ…». Ωστόσο το γεγονός ότι ο Ικαρος δεν αποτελεί παρελθόν αλλά συνεχίζει, έστω και με δυσκολίες, την εκδοτική του δραστηριότητα (μετά τον θάνατο του Καρύδη ανέλαβαν οι κόρες του Χρυσή και Κατερίνα), σε μια αγορά στην οποία εδώ και 15 χρόνια έχουν έρθει τα πάνω κάτω, δεν είναι ασήμαντο γεγονός, αν μάλιστα σκεφθεί κανείς την περιορισμένη αντοχή που έχουν στην Ελλάδα οι ζωντανές παραδόσεις. Το να εκδίδεις το έργο των δύο ελλήνων νομπελιστών είναι κάτι που θα ζήλευε οποιοσδήποτε εκδότης ανεξαρτήτως του οικονομικού μεγέθους του. Γιατί, όπως γράφει στο κείμενό του που δημοσιεύεται στο λεύκωμα για τα 50 χρόνια του Ικαρου ο Οδυσσέας Ελύτης, «Ο κόσμος να χαλάσει, ακόμη και τα πιο απίθανα γεγονότα να συμβούν, δύο φαινόμενα δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν και να επαναλαμβάνονται. Η παπαρούνα πάνω στην έκρηξη της Ανοιξης και το βιβλίο πάνω στην έκρηξη των Ιδεών».


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.