Η εκπόνηση ενός νέου λεξικού Κλασικής Φιλολογίας, Ιστορίας και Αρχαιολογίας από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις της Οξφόρδης αποτελεί πάντα ένα σημαντικό γεγονός στον τομέα των αρχαιογνωστικών σπουδών. Το γεγονός αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι το λεξικό κάνει την εμφάνισή του σε μια κρίσιμη καμπή για την περαιτέρω πορεία της κλασικής φιλολογίας γενικά, εν όψει κυρίως των νέων τάσεων που έχουν δημιουργηθεί στον χώρο της μελέτης του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στον πρόλογο από τους επιμελητές του τόμου S. Hornblower, λέκτορα Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και Α. Spawforth, λέκτορα Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Newcastle upon Tyne, ένα μεγάλο μέρος της δεύτερης έκδοσης του 1970 δεν είχε αναθεωρηθεί σε σημαντικό βαθμό, ενώ πολλά λήμματα ανατυπώθηκαν αυτούσια από την πρώτη έκδοση του 1949. Συνεπώς η ανάγκη ενός λεξικού που θα περιέκλειε όλες τις νέες εξελίξεις στο πεδίο των κλασικών σπουδών με τρόπο εύληπτο και κατανοητό κρίθηκε παραπάνω από επιτακτική.


Πραγματικά, το νέο λεξικό όχι μόνο πετυχαίνει να είναι ένα πολύτιμο vade mecum στο οποίο μπορεί κάθε στιγμή ο αναγνώστης να προστρέξει για να πληροφορηθεί οτιδήποτε έχει σχέση με τη μελέτη του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, αλλά επίσης η προσθήκη αυτή τη φορά περισσότερων θεματικών ενοτήτων γενικού ενδιαφέροντος, όπως οικονομία, οικολογία, τεχνολογία, μητρότητα κλπ., στις ήδη υπάρχουσες καθιστά το λεξικό πιο χρηστικό για τον μη ειδικό. Θα άξιζε να γίνει ειδική αναφορά στην πολυπληθή ομάδα φιλολόγων, ιστορικών και αρχαιολόγων (364 τον αριθμό!) που δραστηριοποιήθηκαν μέσα σε ένα διάστημα περίπου πέντε ετών και συνέβαλαν στην αρτιότερη και σφαιρικότερη παρουσίαση των λημμάτων.



Ο πολυεθνικός χαρακτήρας των συνεργατών είναι ένα ευχάριστο δείγμα αλλαγής κλίματος σε σύγκριση με τον έντονο αγγλοσαξονικό τόνο των δύο πρώτων εκδόσεων. Βεβαίως, η επιλογή των συνεργατών δεν έγινε με κριτήρια καθεαυτό πολυεθνικά, αλλά οι ίδιες οι εξελίξεις που σημειώνονται ραγδαίες στον τομέα των κλασικών σπουδών κατέστησαν μια τέτοια τακτική αναγκαία. Μόνο στον χώρο της αρχαίας ελληνικής θρησκείας οι πλούσιες και ποικίλες συμβολές προέρχονται από χώρες με διαφορετική και άνιση μεταξύ τους κλασική παράδοση, όπως λ.χ. η Γαλλία, η Ελβετία, το Ισραήλ και ο Καναδάς. Το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει να ξενίζει, αν μάλιστα αναλογισθούμε τις άκρως ενδιαφέρουσες συμβολές στην ελληνική θρησκειολογία και της Γαλλίας και της Ελβετίας την τελευταία εικοσαετία.


Ενα άλλο θετικό σημείο του νέου λεξικού είναι η πολυφωνία στην παρουσίαση των σύγχρονων τάσεων στο πεδίο των αρχαιογνωστικών σπουδών. Πιο συγκεκριμένα, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην υιοθέτηση και εφαρμογή από τους μελετητές του αρχαίου κόσμου θεωρητικών προσεγγίσεων που είτε είχαν ως πρόσφατα έναν περιθωριακό χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της αφηγηματολογίας, του αποδομισμού και της αναγνωστικής θεωρίας, είτε πάλι, ενώ είχαν προ πολλού καθιερωθεί ως πολύτιμοι μέθοδοι ανάλυσης, δεν είχαν περιληφθεί στις δύο προηγούμενες εκδόσεις, όπως λ.χ. η ανθρωπολογία και η μαρξιστική θεωρία. Επίσης αξιοθαύμαστη είναι η προσπάθεια που καταβλήθηκε από τους περισσότερους συνεργάτες του τόμου ως προς τη γόνιμη συνύπαρξη κλασικής φιλολογίας και αρχαιολογίας στη γενικότερη παρουσίαση και μελέτη των διαφόρων πτυχών των πολιτισμών της Αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης. Εχει καταστεί πια αναμφισβήτητο ότι η εποικοδομητική συνεργασία όλων των ερευνητικών προσεγγίσεων και η συνακόλουθη αντιπαραβολή των εκατέρωθεν πορισμάτων ­ κυρίως στην περίπτωση της φιλολογίας και της αρχαιολογίας που δεν φημίζονται για τις ιδιαιτέρως φιλικές τους σχέσεις ­ θα επηρεάσει ανεξίτηλα την εικόνα που έχουμε σχηματίσει ως τώρα για τον αρχαίο κόσμο.


Αξιόλογο παράδειγμα αυτής της τάσης, που προσπαθεί να αντιπαραβάλει τον ποιητικό κόσμο της αρχαίας λογοτεχνίας με την πεζή πραγματικότητα του καθημερινού βίου όπως αυτή απεικονίζεται στα επιγραφικά και λατρευτικά μνημεία, αποτελεί η νηφάλια συμβολή του Α. Henrichs στην καλύτερη κατανόηση ενός ιδιαιτέρως πολυδιάστατου θεού του ελληνικού πανθέου, του Διονύσου. Ο Henrichs αποφεύγει τις υπερβολές του γερμανικού ρομαντισμού, ο οποίος δημιούργησε τη διαστρεβλωμένη εικόνα ενός θεού που η λατρεία του από τη Θράκη και τη Λυδία απλώνεται σαν ανεξέλεγκτη πυρκαϊά σε όλη την Ελλάδα, καθώς επίσης ανασκευάζει τις παλαιότερες θεωρίες των Rohde και Dodds που αγνόησαν εντελώς τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ μύθου και τελετουργίας. Η εικόνα του Διονύσου και της βακχικής λατρείας που προτείνει ο Henrichs αποτελεί ένα συνετό συμβιβασμό μεταξύ της αυστηρά κανονισμένης λατρευτικής πραγματικότητας και της ακραίας εξεικόνισης του θεού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, και ειδικότερα στις Βάκχες του Ευριπίδη.


Ενα άλλο αξιοσημείωτο επακόλουθο των γενικότερων αλλαγών στην κλασική φιλολογία είναι ότι η αρχαία ελληνική τραγωδία έπαυσε να αντιμετωπίζεται σαν ένας αδιάψευστος μάρτυρας του καθημερινού αθηναϊκού βίου και των ποικίλων πολιτικών, κοινωνικών και θρησκευτικών εκφάνσεών του. Σύμφωνα με τη νέα προβληματική, η αρχαία ελληνική τραγωδία προσομοιάζει με τη λειτουργία ενός παραμορφωτικού καθρέφτη που μετασχηματίζει και αναπλάθει κοινωνικά φαινόμενα και πολιτειακά σχήματα με τη βοήθεια του μύθου. Η περίπτωση της διονυσιακής λατρείας, που προαναφέρθηκε, αποτελεί τυπικό δείγμα αυτής της δημιουργικής παραμόρφωσης, που επιτελεί ο τραγικός λόγος· το ίδιο φυσικά ισχύει για όλες τις πτυχές της αθηναϊκής πόλης – κράτους, που μέσω των θεατρικών δρωμένων μετουσιώνει ποιητικά την ίδια την υπόστασή της. Η βαθύτερη γνώση της ιστορίας και της θρησκείας, στηριγμένη πάντα σε σοβαρές αρχαιολογικές μελέτες, βοηθάει αναμφίβολα στην πληρέστερη κατανόηση της παραπάνω μετασχηματιστικής ιδιότητας του αρχαίου θεάτρου, που συχνά λειτουργεί ως όργανο ελέγχου των θεσμών και των κοινωνικών αντιλήψεων. Η πολιτική αυτή διάσταση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και η περαιτέρω πολύπλευρη σχέση της με τον όλο κοινωνικό ιστό της πόλης – κράτους δεν διαφεύγει της προσοχής των Seaford και Easterling, αλλά αντιθέτως υπογραμμίζεται στο σχετικό λήμμα του λεξικού.


Στην περιοχή της γλωσσολογίας η νέα έκδοση επιφυλάσσει μια ευχάριστη έκπληξη για τους έλληνες αναγνώστες μια που η μακεδονική γλώσσα αναγνωρίζεται για άλλη μια φορά από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα (βλ. Fick, Hoffmann, Hammond) ως αμιγώς ελληνική διάλεκτος ­ κάτι που έλειπε από την προηγούμενη έκδοση και είχε αμφισβητηθεί στο παρελθόν από μερικούς γλωσσολόγους. Οι πολύτιμες συμβολές των ελλήνων ειδικών Χατζιδάκη και Καλλέρη, όπως επίσης και τα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα στην Πέλλα, βοήθησαν αναμφισβήτητα στην αναγνώριση της μακεδονικής ως κατά τα φαινόμενα βορειοδυτικής ελληνικής διαλέκτου. Η λατινική φιλολογία υπηρετείται άξια από τους Don και Peta Fowler, που έγραψαν επίσης το εμπεριστατωμένο λήμμα για τη θεωρία της λογοτεχνίας και τις κλασικές σπουδές. Εκτός του ότι κατάφεραν να συντονίσουν μια πολυάριθμη ομάδα μελετητών στον χώρο των λατινικών σπουδών, συνέδραμαν με ένα διεξοδικό άρθρο για τον Βιργίλιο. Αξιοσημείωτη είναι η έμφαση που δίνεται από τους συγγραφείς στη διακειμενική διάσταση του Αινειαδικού έπους, που συνδιαλέγεται δημιουργικά με άλλα λογοτεχνικά γένη (επική παράδοση, ελληνική και ρωμαϊκή τραγωδία, ελληνιστική ποίηση), με αποτέλεσμα η Αινειάδα του Βιργιλίου να παρουσιάζει ανάλογη διακειμενική ποικιλία με αυτήν που ο ρώσος κριτικός της λογοτεχνίας Μ. Bakhtin αναγνώρισε στο σύγχρονο μυθιστόρημα.


Η παραπάνω παρουσίαση, εξ ανάγκης δειγματοληπτική, ενώ δεν εξαντλεί βεβαίως τον θεματικό πλούτο και την πολυφωνία απόψεων που χαρακτηρίζουν το νέο λεξικό, είναι, ελπίζουμε, ενδεικτική του μόχθου που καταβλήθηκε από τους συντονιστές και συγγραφείς της έκδοσης για την αρτιότερη παρουσίαση όσο το δυνατόν περισσότερων πλευρών του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ελλείψεις φυσικά πάντα υπάρχουν σε ένα έργο ανάλογων διαστάσεων και στόχων. Ισως σε μια μελλοντική έκδοση ο πολλά υποσχόμενος χώρος της θεωρίας της λογοτεχνίας καλό θα ήταν να αντιμετωπισθεί όχι συλλήβδην, αλλά με ξεχωριστά λήμματα για κάθε σχολή. Ειδικότερα, οι αφηγηματολογικές εφαρμογές στο πεδίο των ομηρικών σπουδών (κυρίως των De Jong, Richardson και Peradotto) άξιζαν να έχουν μια εκτενέστερη παρουσίαση στο σχετικό λήμμα, ενώ όσον αφορά την ελληνική θρησκειολογία μια λεπτομερέστερη σκιαγράφηση των Ελευσίνιων Μυστηρίων και γενικότερα των λατρευτικών κέντρων της Αττικής, εν όψει κυρίως του έντονου ενδιαφέροντος στην πολιτική διάσταση αυτών των κέντρων, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη (βλ. κυρίως De Polignac, Clinton, Sourvinou – Inwood). Επίσης αισθητή είναι η απουσία στον τομέα της κλασικής τέχνης του νεοφανούς ρεύματος της εικονολογίας και της ευρύτερης αναθεώρησης της σχολής του Beazley από τους εκπροσώπους της δομιστικής μεθόδου (Lissarague, Hoffmann) και κριτικούς τέχνης που προσδίδουν έμφαση στο ιστορικό περικείμενο των μνημείων (Osborne, Beard). Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν μειώνουν βεβαίως σε τίποτε το εύρος και την αξία του λεξικού, που αποτελεί πολύτιμο εγχειρίδιο αναφοράς για κάθε υπεύθυνο φιλόλογο και φίλο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.


Ο κ. Α. Γ. Μαρκαντωνάτος είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και κάτοχος Master στην κλασική φιλολογία από το ίδιο πανεπιστήμιο.