Ο φιλόσοφος Βίκινγκ


Ο Γιοστέιν Γκάαρντερ, ο νορβηγός συγγραφέας του φιλοσοφικού μυθιστορήματος «Ο Κόσμος της Σοφίας», είχε φιλοσοφικές απορίες από πολύ μικρός. Κάποια μέρα, θα ήταν επτά – οκτώ ετών, έτρεχε να προλάβει ένα λεωφορείο. Το μυαλό του ταξίδευε. Αναρωτήθηκε: «πώς είναι δυνατόν τα πόδια μου να τρέχουν ενώ το μυαλό μου να είναι αλλού;». Από τότε αυτό δεν έπαψε ποτέ να τον απασχολεί, μαζί με χιλιάδες άλλα ερωτήματα που γεννιόνταν κάθε τόσο στο ανήσυχο μυαλό του. Πρόσφατα, περπατώντας ένα πρωί στο Καρτιέ Λατέν, το μυαλό του έτεκε νέο φιλοσοφικό ερώτημα: «Αν οι μετεωρίτες δεν είχαν εξαφανίσει τους δεινόσαυρους, τι θα είχε γίνει;». Και η, κατά Γκάαρντερ, φιλοσοφική απάντηση με λογικά άλματα, καταλυτικό χιούμορ και κινηματογραφική, α λα Σπίλμπεργκ, φαντασία: «θα είχαν συνεχίσει να αναπτύσσονται, το ίδιο και το μυαλό τους, θα γίνονταν όλο και πιο έξυπνοι και σήμερα θα παρακολουθούσαν μαθήματα στη Σορβόννη!».


Δεν είναι τυχαίο που το μυθιστόρημά του «Το μυστήριο της τράπουλας» ξεκινά με την εισαγωγή: «Οι ανθρώπινες υπάρξεις πάντα έθεταν διδακτικά ερωτήματα». Και ο ίδιος προτιμά τις ερωτήσεις από τις απαντήσεις ­ ένδειξη, ίσως, της χαμένης για άλλους παιδικότητάς του.


«Το ανθρώπινο μυαλό είναι κατασκευασμένο για ιστορίες» πιστεύει ο Γκάαρντερ, για αυτό και έγραψε ένα φιλοσοφικό βιβλίο με μυθιστορηματική μορφή. Οταν αποφάσισε να γράψει τον «Κόσμο της Σοφίας», που έμελλε να γίνει μπεστ σέλερ και να αλλάξει τη σχέση του αναγνωστικού κοινού με τη φιλοσοφία, ήταν ανυποψίαστος για την επιτυχία που επρόκειτο να αλλάξει τη ζωή του. Είχε προειδοποιήσει μάλιστα τη σύζυγό του πως δεν πρόκειται να κερδίσουν χρήματα και ευχαρίστησε με ευγνωμοσύνη τον εκδότη του που το εξέδωσε, αψηφώντας με γενναιότητα το κέρδος.


Φαίνεται όμως πως η Σοφία Αμούνδσεν, η δεκατετράχρονη ηρωίδα του μυθιστορήματος που μέσα από τις ανώνυμες επιστολές, σύμφωνα με την ευρηματική μυθοπλασία του συγγραφέα, βρήκε απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης με τρόπο απλό και εύληπτο, εκπροσωπούσε ένα πολύ μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού ­ άοπλου ενώπιον του «επιθετικού», απρόσιτου και δυσνόητου κόσμου των φιλοσοφικών ιδεών. Το βιβλίο ­ γράφτηκε το 1992 ­ πούλησε περισσότερα από επτά εκατομμύρια αντίτυπα, μεταφράστηκε ήδη σε σαράντα μία γλώσσες, εκδόθηκε σε εκατό χώρες και κυκλοφορεί σε CD σε τρεις γλώσσες, κατακτώντας την πρώτη θέση στις πωλήσεις στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κορέα. Προάγγελος της επιτυχίας αυτής ήταν το Βραβείο Κριτικών Λογοτεχνίας της Νορβηγίας, το 1991, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βιβλίο της χώρας του, για το προγενέστερο, μυθιστόρημά του, «Το μυστήριο της τράπουλας».


«Η φιλοσοφία είναι το ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’90» διατείνεται ο Γκάαρντερ. Και η απήχηση του βιβλίου του τον δικαιώνει στο έπακρον. Η άποψή του για το New Age, το ατελέσφορον λάιφ στάιλ και τον μυστικισμό είναι πως πρόκειται για «φιλοσοφική πορνογραφία» και η διαφορά τους από την πραγματική φιλοσοφία είναι «η διαφορά του έρωτα από το πορνό». Με την άδολη έκπληξη ενός παιδιού που πρώτη φορά ανακαλύπτει πράγματα άγνωστα σ’ αυτό, διαπιστώνει πως υπάρχουν και άλλοι Jokers που έχουν τις ίδιες με εκείνον ανησυχίες ­ o ίδιος ταυτίζει τον εαυτό του με τον Joker, έναν από τους χαρακτήρες του βιβλίου του «Το μυστήριο της τράπουλας».


Ο Γκάαρντερ διαχωρίζει τη χρήση της γνώσης και ­ κατ’ επέκταση ­ της σοφίας ανάλογα με το φύλο. Για τους άνδρες πιστεύει ότι «είναι πιο σημαντικό να τους καταλαβαίνουν από το να καταλαβαίνουν οι ίδιοι. Χρησιμοποιούν τη γνώση όπως τα ζώα τα κέρατά τους». Δηλαδή ως όργανο επιβολής και εξουσίας, και όχι ως διαδρομή, ως μέσον για τη σοφία. Υιοθετεί την άποψη του Κομφούκιου πως «η γνώση δίχως τη σκέψη δεν έχει αξία. Αλλά και η σκέψη δίχως τη γνώση είναι επικίνδυνη». Αλλωστε αυτός είναι ο φιλοσοφικός άξονας που ορίζει το συγγραφικό του έργο.


Αν ο Γκάαρντερ ανέβαινε στον ουρανό και συναντούσε όλους τους φιλοσόφους θα πλησίαζε τον Σωκράτη «γιατί δεν έχει γράψει τίποτα ο ίδιος και παραμένει μυστηριώδης», τον Ιησού «γιατί μας έμαθε να ζούμε» και τον Βούδα «για όλους αυτούς τους λόγους μαζί». Και αν ήταν να επιλέξει ανάμεσα στον Τζέιμς Τζόις, τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, τον Ιψεν, τη Σίρλεϊ Μακλέιν ή τον Ελτον Τζον για να τον συντροφεύσουν στις διακοπές του θα προτιμούσε τον Ιψεν «γιατί είναι πολύ λίγα πράγματα γνωστά γι’ αυτόν» και, μετά, θα ήθελε να μιλήσει με τον Φρόιντ «για όσα θα του αποκάλυπτε ο Ιψεν». Οι απαντήσεις στις υποθετικές αυτές ερωτήσεις αποκαλύπτουν με σαφήνεια το φιλοσοφικό στίγμα του Γκάαρντερ. Η λογοτεχνική εποχή στην οποία θα αισθανόταν άνετα, λέει, είναι η εποχή του Ρομαντισμού και αγαπημένος του τόπος στην ιστορία της λογοτεχνίας, η Ιένα γύρω στο 1800.



«Δεν είμαι περήφανος που έγραψα μπέστ σέλερ. Είμαι περήφανος που δούλεψα πολύ για ένα βιβλίο από το οποίο δεν πίστευα ότι θα έχω κέρδος» εξομολογείται με τρόπο που μάλλον πείθει ο Γκάαρντερ. Η ζωή του άλλωστε μετά την απρόσμενη και ασύλληπτη για το συγκεκριμένο είδος επιτυχία άλλαξε μόνο στον βαθμό που οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τού επιβάλλουν να ταξιδεύει πολύ συχνά. Η μεγαλύτερη επένδυση που έκανε με τα χρήματα από τις εισπράξεις είναι η αγορά ενός μικρού διαμερίσματος για να γράφει απερίσπαστος. Τον «Κόσμο της Σοφίας» τον έγραψε τυλιγμένος σε ένα άνορακ μέσα σε μικρό δωματιάκι δίπλα στο γκαράζ. Η μεγαλύτερη όμως ικανοποίηση για τον Γκάαρντερ είναι που η επιτυχία του βιβλίου του, μαζί με εκείνην του βιβλίου τού επίσης Νορβηγού Peter Hoeg «Miss Smilla’s feeling for snow» άνοιξε τον δρόμο για να δεχθεί ο καχύποπτος λογοτεχνικός κόσμος και άλλους σκανδιναβούς συγγραφείς ­ στην έκθεση βιβλίου της Φραγκφούρτης όλοι μιλούσαν για το φαινόμενο Γκάαρντερ – Hoeg.


Τελευταίο βιβλίο του Γκάαρντερ (κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη), το «Vita brevis» που έχει ήδη μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες. Πρόκειται για την ψευδεπίγραφη επιστολή της Φλόριας Αιμιλίας προς τον στον Αυρήλιο Αυγουστίνο, τον ιερό Αυγουστίνο, την οποία ο Γκάαρντερ ανακάλυψε, λογοτεχνική αδεία, τυχαία σε ένα παλαιοπωλείο στο Μπουένος Αϊρες το 1995 και τη μετέφρασε από τα λατινικά ο ίδιος. Το βιβλίο αυτό αποκαλύπτει ένα άλλο συγγραφικό, όχι έξω από τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα, πρόσωπο του Γκάαρντερ. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη» επαναλαμβάνει συνεχώς στο γράμμα η Φλόρια και ο Γκάαρντερ θέτει φιλοσοφικά ερωτήματα γύρω από τη φύση του έρωτα, του καθολικισμού και της ίδιας της ζωής.


Σαράντα πέντε χρόνων σήμερα ο Γιοστέιν Γκάαρντερ ­ γεννήθηκε στο Οσλο το 1952, όπου και ζει ­, καθηγητής φιλοσοφίας, εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη συγγραφή. Μαζί με τη σύζυγό του, θεατρολόγο στο επάγγελμα, συναντήθηκαν στο κολέγιο, όταν εκείνη ήταν 16 και εκείνος 18 ετών. Την ερωτεύτηκε αστραπιαία. Από τότε έχουν περάσει 25 χρόνια και έχουν αποκτήσει δύο γιους, 20 και 13 χρόνων.


Η οικογένειά του παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη ζωή του. Προσπαθεί να είναι συνεπής στον ρόλο του πατέρα και του συζύγου. Στους γιους του αφιερώνει πολύ χρόνο, τον περισσότερο που μπορεί. «Για να αισθάνονται ασφάλεια προτού να αποκτήσουν την ελευθερία τους» όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Η μεγάλη αγάπη που τρέφει για τα παιδιά του τον οδήγησε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων όπως το «Μυστήριο των Χριστουγέννων» και το «Είναι κανείς εκεί;».


Η ξαφνική εισβολή της επιτυχίας στη ζωή του ανέτρεψε τις ισορροπίες του. Νιώθει ότι έχει χάσει τον έλεγχο της ζωής του και αυτό είναι κάτι που τον ενοχλεί. Προσπαθεί να αγνοήσει τη δημοσιότητα και τα χρήματα που αυτή του απέφερε για να μπορέσει να βρει τη γαλήνη και την ηρεμία των άσημων ημερών. Αλλωστε ποτέ δεν είχε πολυτελείς ανάγκες και συνήθειες Κροίσου. Σαν κλασικός Νορβηγός αρέσκεται στο να πίνει και έχει αδυναμία στο κρασί του Μπορντό. Και για αυτό, τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να είναι πλούσιος.