Δεν ήταν τυπική. Δεν ήταν συνήθης. Δεν καθορίστηκε από τα κλισέ που χρησιμοποιούν οι ποινικολόγοι. «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει». Ηταν οι πρώτες της φράσεις. Τα πρώτα λόγια της απολογίας της. Ετσι έχουν καταγραφεί. Η αιτιολόγηση του εγκλήματός της κράτησε εννιά ώρες. Χρόνος λίγος για να ξετυλίξει το πάθος της, την κορύφωσή του και το τέλος. Ο ανακριτής προσπάθησε να καταλάβει και να εκμαιεύσει. Να βοηθήσει για να μπει μια τάξη στη σκέψη της, για να αποκαλυφθούν γεγονότα, καταστάσεις και πρόσωπα.


Η Κάτια Γιαννακοπούλου, μια γυναίκα της διπλανής πόρτας ως τα χθες, σήμερα έχει υπερβεί το όριο. Εχει σκοτώσει. Τον «επίγειο θεό της», λέει η ίδια, πιστή σε μια εικόνα του εαυτού της και του άλλου που μόνο εκείνη κατασκεύασε και μόνο εκείνη έχει βιώσει. Η απολογία της εξομολόγηση. Εξομολόγηση και κατάδυση στην άβυσσο της ψυχής της. Μιλούσε η ίδια και η «μικρή φωνούλα», όπως αποκάλεσε τη συνείδησή της. Για τον ιερωμένο που ήταν γι’ αυτήν το κρυφό αντικείμενο του πόθου της. Που υπήρξε γι’ αυτήν τα πάντα. Χωρίς αυτόν η ύπαρξή της δεν είχε νόημα.


Με ένα λόγο παραληρηματικό, χειμαρρώδη η δράστις της δολοφονίας που μοιάζει (είναι όμως;) έγκλημα εκδίκησης προσπάθησε να αιτιολογήσει τον φόνο. Τον φόνο του προσώπου που αγάπησε και συνεχίζει, όπως λέει, να αγαπά, ως τη σκληρότερη τιμωρία που επέβαλε η ίδια στον εαυτό της. «Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου. Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου», διερωτάται στην απολογία της δίνοντας εμμέσως την απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν προτίμησε να θέσει τέλος στη ζωή της αλλά να στερήσει τη ζωή σε εκείνον.


Η έλλειψή του, τη απουσία του είναι γι’ αυτήν η βαρύτερη τιμωρία. Η μετάνοιά της και οι τύψεις της αδυσώπητες. Για τον φόνο, για την προδοσία τη δική της προς τον άντρα της και το παιδί της, για την εγκατάλειψή της από τον εραστή, για όσα έζησε και δεν έζησε. Ολα ξεκίνησαν τυχαία. Δεν ήταν θρήσκα, δεν ήταν θεούσα. Είχε να εξομολογηθεί από τα 13 της χρόνια. Πήρε την απόφαση να πάει στον εξομολογητή μετά από 20 χρόνια. Πήγε στον Ανθιμο Ελευθεριάδη, τον αρχιμανδρίτη με τον σαγηνευτικό λόγο που γοήτευε τους συνομιλητές του και το ποίμνιο.


Ο έρωτας


Μαγεύτηκε. Σαν μαγνήτης την τράβηξε κοντά του. Πήγε και ξαναπήγε. Εγινε ο πνευματικός της. Τον θαύμαζε. Δεν έκρυβε τον θαυμασμό της ούτε από τον σύζυγό της. Ηταν ακόμη η αρχή. Πέρασαν έτσι δύο μήνες. Ο έρωτας ακόμη δεν είχε εμφανιστεί. Δεν είχε κυριαρχήσει, δεν είχε επιβληθεί στη σχέση τους. Μια μέρα, έτσι περιγράφει τις καταστάσεις και τα αισθήματα στην απολογία της, ο Ανθιμος την κάλεσε στο σπίτι του. Πήγε χωρίς επιφύλαξη. Μίλησαν για πολλά. Πνευματικά και άλλα. Της πρότεινε να «της διδάξει τον έρωτα». Κι εκείνη δέχθηκε. Τον φίλησε χωρίς να λογαριάσει την ανάσα της και τον χρόνο. Για ένα τέταρτο!


Ο δρόμος για τον έρωτα ήταν πια ελεύθερος. Είχε διάρκεια και πάθος. Πάθος ασύνορο. Οταν όλα τέλειωσαν αισθάνθηκε τύψεις. Πήγε στην εκκλησία. Και εξομολογήθηκε στον Ανθιμο για ό,τι μαζί του έζησε! Σύννους αυτός προβληματίστηκε. Απέδωσε τα πάντα «στις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης». Η φράση του λειτούργησε σαν καταλύτης. Απελευθέρωσε και τους δύο. Η σχέση πια, καθαρά ερωτική, συνεχίστηκε με συχνότητα και πάθος. Οι επαφές τούς απογείωναν. Τρεις και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Και ώρες μαζί. Πάθος ασύνορο. Βίωνε, όπως λέει, την απόλυτη ταύτιση. Την απόλυτη λατρεία, το πάθος. Ζούσε γι’ αυτόν. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα χρήματά της στη διάθεσή του· οι αρχές της, τα πιστεύω της, η οικογένειά της. Οι ερωτικές συνευρέσεις μυσταγωγία. Ετσι περιγράφονται και έτσι αισθανόταν η ίδια. Ηταν ο Θεός της. Ο αντιπρόσωπός του επί της Γης. Αλλωστε και ο ίδιος της είχε πει «να είναι η Φοίβη του και να τον διακονεί όπως η Φοίβη τον Αγιο Παύλο».


Διακονία ψυχή τε και σώματι. Σε μια σχέση που αποδιοργάνωσε το είναι της. Μια σχέση που απέβη ολέθρια για την οικογένειά της και μοιραία για τη ζωή του ιερωμένου. Το πάθος της γι’ αυτόν δυνάμωνε και ορμητικά παρέσυρε τα πάντα. Τον ήθελε μόνο για κείνη. Απόλυτα. Να ζει γι’ αυτήν. Και αυτός δεν το μπόρεσε. Φρόντισε να ξεκόψει. Εφυγε για το Λονδίνο το 1995. Είχε μεσολαβήσει η απόλυσή του από τον Μητροπολίτη Αγαθάγγελο, που αποφάσισε να εκδιώξει τον Ανθιμο από την εκκλησία του Παλαιού Φαλήρου. Οι λόγοι της αποπομπής δεν έχουν διευκρινιστεί. Οικονομικές ατασθαλίες λένε πολλοί και ερωτικές περιπτύξεις στον χώρο της εκκλησίας ισχυρίζονται άλλοι. Η Γιαννακοπούλου δεν ήξερε. Ούτε την αφορούσε να ξέρει. Της αρκούσε η ύπαρξή του. Δεν νοιαζόταν για τις δραστηριότητές του.


Ο Ανθιμος λοιπόν στο Λονδίνο. Το πρώτο σοκ. Στην απολογία της παραδέχθηκε πως πήγαινε αυθημερόν και ερχόταν στη βρετανική πρωτεύουσα για να τον βλέπει. Το πρωί έφευγε και το βράδυ γύριζε για να μην υποψιαστεί τίποτε ο άντρας της. Τον επισκέφθηκε πολλές φορές. Μερικές φορές και περισσότερες ημέρες· δύο και τρεις. Διαισθάνθηκε πως κάτι είχε αλλάξει. Ο «πατέρας Ανθιμος», όπως τον αποκαλεί, δεν την έβλεπε όπως πριν. Δεν την ήθελε όπως πρώτα. Κάποιες φορές έδειχνε κουρασμένος, απόμακρος και αδιάφορος.


Και όσο περνούσε ο καιρός την απέφευγε. Εβρισκε δικαιολογίες για να μην τον δει. Η αίσθηση ότι τον χάνει την τρέλαινε. «Πονούσα και υπέφερα», λέει. Η ζωή της δεν είχε κανένα νόημα. Αισθάνθηκε μόνη. Προδομένη. Ενιωσε πως έδωσε πάρα πολλά και βρέθηκε χωρίς ανταπόδοση. Το όραμα που είχε πιστέψει κατέρρεε. Και σκέφθηκε να τον εκδικηθεί. Τότε, όπως ισχυρίζεται, άρχισε να μαγνητοφωνεί τις ερωτικές τους συνευρέσεις. Δεκάδες τα πειστήρια της σχέσης τους στον ανακριτή. Η σκέψη να βρει όπλο ωρίμασε εφέτος τον χειμώνα, μετά τον Σεπτέμβριο του 1996, όταν έμαθε πως ήρθε ο Ανθιμος να ψηφίσει και δεν της τηλεφώνησε. Τότε κατάλαβε πως ήρθε το τέλος. Ενοχλητικά προσπάθησε να εξασφαλίσει γέφυρα επικοινωνίας και αντιμετώπισε άρνηση. Αρνηση και σκληρότητα πολλές φορές, όπως λέει. Βρήκε όπλο. Και πήγε στο σπίτι του, μόλις έμαθε πως βρίσκεται στην Αθήνα. Πήγε για να «βρεθούν ξανά. Για να επικοινωνήσουν. Για να τον κερδίσει».


Ο φόνος


Ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε να τον βρει. Εβαλε στην τσάντα της και το πιστόλι. Η διήγησή της στον ανακριτή για τον φόνο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ούτε για την ίδια ούτε για τον έμπειρο δικαστικό. Να όμως πώς περιγράφει η Γιαννακοπούλου τη μοιραία συνάντηση. «Πήγαινα σαν υπνωτισμένη. Ελεγα: Τι πάω να κάνω; Εβγαζα κι έβαζα τις σφαίρες από το περίστροφο. Χωρίς να ξέρω τι θέλω». Μόλις τον είδε προσπάθησε να του μιλήσει. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της γύρισε την πλάτη. Εβγαλε το περίστροφο. Τράβηξε τη σκανδάλη. Πυροβόλησε «ώσπου κατάλαβα πως δεν είχε άλλες σφαίρες».


Ισως να ζούσε ο Ανθιμος Ελευθεριάδης, σχολίασε δικαστικός, αν δεν της γύριζε εκείνη τη στιγμή την πλάτη. Αυτή η κίνησή του «της όπλισε» το χέρι. Ηταν αυτό που έκανε το «κλικ» στο μυαλό της και στο χέρι της. Φόνος. Φόνος από πρόθεση με όλες τις επιβαρυντικές περιστάσεις. Η δικαιοσύνη έχει τον λόγο: η Θέμις και οι ειδικοί που θα κληθούν να φωτίσουν τις σκοτεινές πλευρές της προσωπικότητάς της και να αιτιολογήσουν την πράξη της. Η «εξομολόγηση» στον ανακριτή


Σαν στο σινεμά. Μια γυναίκα κρατώντας ένα περίστροφο σκοτώνει έναν ιερωμένο. Εναν αρχιμανδρίτη· τον εραστή της. Τον επίγειο θεό της, όπως δηλώνει μετά τον φόνο. Μετανιωμένη απολογείται. Η Κάτια Γιαννακοπούλου προκαλεί το ενδιαφέρον μας. Μας προβληματίζει. Ερχεται να μας θυμίσει το «άβυσσος η ανθρώπινη ψυχή». Η δικαιοσύνη θα κρίνει την πράξη της, που έτσι κι αλλιώς είναι και φρικτή και άδικη. «Το Βήμα» προσπαθεί να φωτίσει τη σχέση της με το θύμα, να φωτίσει το έγκλημά της που συγκλόνισε. Την ιστορία όπου η ίδια θέλησε να γράψει το τέλος.


Στο ρεπορτάζ που ακολουθεί αποκαλύπτουμε την απολογία της, τι η ίδια «εξομολογήθηκε» στον ανακριτή, πώς περιέγραψε το πάθος της για τον εξομολογητή της. Τον άνθρωπο που γοήτευε όσους τον γνώριζαν. Τον αρχιμανδρίτη Ανθιμο Ελευθεριάδη. Το θύμα του δράματος. Θύτης και θύμα, ρόλοι που η οριοθέτησή τους πολλές φορές είναι δύσκολη. Η Κάτια Γιαννακοπούλου, η δολοφόνος, διηγήθηκε σε 27 σελίδες την ιστορία της. Και ο ανακριτής προσπάθησε να καταλάβει την ψυχή της και να ερμηνεύσει την πράξη της. Αψογος ο τρόπος της ανάκρισης, είπε ο συνήγορός της κ. Α. Κατσαντώνης μετά την απολογία της.


Μια ιστορία έρωτα και πάθους; Μια ιστορία εκδίκησης ή όλα αυτά μαζί; Σίγουρα μια ιστορία με ελπίδες, όνειρα, διαψεύσεις, απογοητεύσεις και άδικο τέλος. Και για τους δύο. Και μια λεπτομέρεια: την περούκα που φορούσε η Γιαννακοπούλου όταν συνελήφθη την φορούσε πάντα όταν επισκεπτόταν στο σπίτι του τον ιερωμένο εραστή της. Ο ίδιος την είχε αγοράσει. Για να κρύβεται, να μην τη γνωρίσει κανείς. Μια σχέση στο σκοτάδι που ήρθε στο φως με το «κλικ» της κάννης ενός περιστρόφου. Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου


Γυναίκα της διπλανής πόρτας η Κάτια Γιαννακοπούλου. Καθημερινή, «φάτσα» οικεία, μια γυναίκα όχι όμορφη αλλά με «τύπο», όπως σχολίασε κάποιος περίεργος έξω από το γραφείο του ανακριτή. Σαν τις χιλιάδες που ζουν και κυκλοφορούν σε αυτή την πόλη. Βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα και στην επικαιρότητα για ένα φόνο. Σκότωσε τον εραστή της. Το πάθος της ζωής της. Εκείνον που λέει πως λάτρεψε. Δολοφόνησε τον αρχιμανδρίτη Ανθιμο Ελευθεριάδη. Μιλάει γι’ αυτόν και για την ίδια ασυνήθιστα. Εντυπωσιάζει πολλούς, προβληματίζει άλλους. Και ο ανακριτής δεν έμεινε αδιάφορος.


Γιατί η Γιαννακοπούλου δεν είναι η «κλασική» δολοφόνος. Οσοι την γνώρισαν τώρα στη δικαστική της περιπέτεια έκπληκτοι διαπιστώνουν ότι αρθρώνει ένα λόγο «υψηλού επιπέδου», ότι είναι «διαβασμένη» και ας έχει γραμματικές γνώσεις του γυμνασίου και μιας ιδιωτικής σχολής λογιστικής. Είναι οξύνους και ιδιόρρυθμη. Ζει μια δική της πραγματικότητα. Είναι ιδεοληπτική εγκληματίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο καθηγητής της εγκληματολογίας κ. Γ. Πανούσης από τον οποίο ζητήσαμε να «σκιτσάρει» το πορτρέτο της. Ανήκει σε αυτούς που από ιδεοληψία θρησκευτική ή άλλη αποκτούν εμμονές.


Το ερωτικό στοιχείο στην περίπτωσή της, κατά τον κ. Πανούση, είναι θολό. Δεν είναι το κυρίαρχο. «Μπαίνει από το παράθυρο στη σχέση τους», σχολιάζει. Η ψυχοσύνθεσή της είναι που τα καθορίζει όλα. Στο πρόσωπο του ιερωμένου βλέπει τα πάντα. Τον σκοτώνει όταν η ιδεοληψία της καταρρέει και αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Σκοτώνει από εκδίκηση ή από απελπισία; ρωτάμε τον συνήγορό της, έμπειρο ποινικολόγο, κ. Α. Κατσαντώνη. «Από απελπισία», δηλώνει χωρίς περιστροφές.


Απελπισία γιατί την εγκατέλειψε. Γιατί τα έχανε όλα. Γιατί αισθανόταν πως είχε προδοθεί και είχε προδώσει. Και φως πουθενά. Ετσι νόμιζε. Τρελή βέβαια δεν είναι. Εχει συνείδηση της πράξης της και της κατάστασής της. Αυτό δεν αποκλείει, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, να είναι διαταραγμένος ο ψυχικός της κόσμος. Η προσωπικότητά της, όμως, ο τρόπος που σκότωσε και η συμπεριφορά της αμέσως μετά είναι στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον ειδικών και μη. Ετσι κι αλλιώς πάντως η ιστορία είναι πρωτόγνωρη. Σκοτώνει μια γυναίκα. Και σκοτώνει τον εραστή της. Εναν αρχιμανδρίτη. Η γοητεία του ράσου, η αίσθηση της αμαρτίας, του παράνομου, του απαγορευμένου στο απόγειό της.


Ο απόλυτος έρωτας, το πάθος, η εγκατάλειψη, η απογοήτευση, οι ενοχές, οι τύψεις, η απελπισία και ο θάνατος. Ο φόνος. Η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Και το παζλ συμπληρώνει ένας αξιοπρεπής σύζυγος, ένα παιδί που προσπαθεί να καταλάβει (αλήθεια, θα μπορέσει;) και η δικαιοσύνη που καλείται να τα σταθμίσει όλα αυτά, να αποκαθάρει τα πάθη και τα μίση για να επέλθει η κάθαρση.