Η πρόσφατη διαμάχη γύρω από το Αρχείο Καραμανλή υπογράμμισε για άλλη μια φορά το πόσο προσωποπαγής παραμένει η ιστορική συνείδηση στη χώρα μας: παρά τις συχνές (και μονότονες) αναφορές στον λαό, ο κεντρικός και συχνά αποκλειστικός ρόλος ανήκει στις πολιτικές ηγεσίες. Ετσι, για παράδειγμα, ο βενιζελισμός προσεγγίζεται συνήθως μέσα από την προσωπικότητα και την πρακτική του Βενιζέλου, ο Εμφύλιος μέσα από τις ενέργειες πολιτικών ηγετών, Ελλήνων ή ξένων κλπ. Είναι χαρακτηριστικό πως το ντοκιμαντέρ του Ρ. Μανθούλη για τον Εμφύλιο, που προβλήθηκε στην τηλεόραση πριν από μερικούς μήνες, ξεκινά με μια αναπαράσταση της συνομιλίας Τσόρτσιλ – Στάλιν στη Γιάλτα. Από αυτήν την αντίληψη απουσιάζει τελείως η κοινωνική διάσταση του πολιτικού στοιχείου: η πολιτική δράση των απλών ανθρώπων (ως μονάδων και ομάδων, όχι ως αφηρημένου «λαού») όπως αυτή εκφράζεται σε ένα δεδομένο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον.


Η σημασία του ρόλου των πολιτικών ηγετών είναι αδιαμφισβήτητη· πρόκειται όμως για έναν παράγοντα σύνθετο και ρευστό, που καλύπτει μόνο μια πλευρά της πολυσήμαντης ιστορικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα, οι ιδέες και πράξεις του Βενιζέλου είναι σε μεγάλο βαθμό διακριτές από τον βενιζελισμό, ένα πολιτικό φαινόμενο που περιλαμβάνει, ανάμεσα στα άλλα, την «κατασκευή» και πρόσληψή του με συγκεκριμένο τρόπο από ορισμένες κοινωνικές ομάδες και όχι από άλλες. Η έμφαση στον πρώτο δεν αρκεί, και μερικές φορές παρεμποδίζει την κατανόηση του δεύτερου. Τα βιβλία του Μαυρογορδάτου και του Μαραντζίδη αντλούν τη σημασία τους από το ότι ακριβώς αποδίδουν στο πολιτικό στοιχείο την κοινωνική του διάσταση, φωτίζοντας συγχρόνως σημαντικές και «ευαίσθητες» όψεις της ελληνικής ιστορίας που παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητες, θύματα των ιδεολογικών αγκυλώσεων που τις γέννησαν.


Ποιοι είναι οι επίστρατοι του 1916; Πρόκειται για την πρώτη μαζική οργάνωση στη νεότερη πολιτική μας ιστορία. Η ιστορία τους, σύμφωνα με τον Μαυρογορδάτο, περιβάλλεται από τη «μυθολογία και δαιμονολογία» που εκπορεύεται από τη βενιζελική πλευρά, «νικήτρια στο πεδίο της ιστοριογραφίας και της συλλογικής μνήμης» (σ. 21). Με φόντο τη διαμάχη Βενιζέλου – Κωνσταντίνου σχετικά με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγγλογαλλική Αντάντ πιέζει και πετυχαίνει τη γενική αποστράτευση στα τέλη του Μαΐου 1916. Η προοπτική εκλογών τον Σεπτέμβριο οδηγεί στην οργάνωση συνδέσμων επιστράτων στους οποίους εντάσσονται οι έφεδροι προτού ακόμη γυρίσουν στα σπίτια τους. Η πρωτοβουλία ανήκει κατά πρώτο λόγο σε άσημους δικηγόρους και εμπορευόμενους, που ως έφεδροι υπαξιωματικοί βασίζονται στη στενή σχέση με τους άνδρες τους. Μολονότι ο συντονισμός των ενεργειών δημιουργεί εύλογα ερωτήματα για τους υποκινητές της πρωτοβουλίας, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ανάμειξη του Γενικού Επιτελείου ή αντιβενιζελικών πολιτικών. Αντίθετα, σημαντικό ρόλο έπαιξε η ύπαρξη ενός οργανωτικού πλαισίου (του Στρατού) και η έντονη αντιπολεμική διάθεση του πληθυσμού της «Παλαιάς Ελλάδος». Με την άφιξη των επιστράτων στους τόπους κατοικίας τους, οι σύνδεσμοι αυτοί εξαπλώνονται αστραπιαία ως και το τελευταίο χωριό: συνολικά ιδρύονται περίπου τετρακόσιοι τοπικοί σύλλογοι ενώ ο αριθμός των μελών τους προσεγγίζει τις 100.000, αριθμός αντίστοιχος με αυτόν του δυναμικού των σημερινών κομμάτων αλλά σε μιαν Ελλάδα με πληθυσμό έξι ως οκτώ φορές μικρότερο! Ο φιλελεύθερος ιστορικός Γεώργιος Βεντήρης τονίζει πως «οι σύλλογοι των επιστράτων εξήσκησαν κολοσσιαίαν επιρροήν επί της εν γένει πολιτικής του τόπου κατά τα έτη 1916-1920. Αποτελούν όχι πλέον ολιγαρχικήν αλλ’ ευρυτέραν λαϊκήν απάντησιν εις την αστικήν επανάστασιν του 1909». Πράγματι, οι σύνδεσμοι αυτοί θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στους κρίσιμους μήνες που ακολουθούν, οργανώνοντας μαζικές συγκεντρώσεις, χρησιμοποιώντας ένοπλη βία κατά των βενιζελικών, και εξελισσόμενοι σε «ανεξέλεγκτο κράτος εν κράτει». Τον Σεπτέμβριο αναχωρεί ο Βενιζέλος για τη Θεσσαλονίκη και η εμφύλια διαμάχη περνάει σε νέο στάδιο. Η υπεράσπιση της πρωτεύουσας και του βασιλιά από την επίθεση των Αγγλογάλλων τον Νοέμβριο είναι η κορυφαία στιγμή για το κίνημα των επιστράτων: «ξέπλυναν με αίμα τις συνεχείς ταπεινώσεις της Αντάντ». Ακολουθεί το πογκρόμ κατά των βενιζελικών, τα γνωστά Νοεμβριανά. Η νίκη όμως αυτή είναι πύρρεια και η Αντάντ επιτυγχάνει τη διάλυσή τους τον Δεκέμβριο. Ο μερικός μετασχηματισμός τους σε οργανώσεις του Λαϊκού κόμματος θα συμβάλει στην εκλογική ήττα των βενιζελικών το 1920.



Ο Μαυρογορδάτος υπογραμμίζει τις σημαντικές ομοιότητες αλλά και διαφορές των επιστράτων με τα πρωτοφασιστικά κινήματα και τις πολιτοφυλακές των παλαιών πολεμιστών που εμφανίζονται στο τέλος του πολέμου στην Ιταλία, στη Γερμανία και στην Αυστρία. Αν τα κοινά στοιχεία περιλαμβάνουν την πρώην στρατιωτική ιδιότητα των μελών τους ως οργανωτική βάση, τη συνεπαγόμενη παραστρατιωτική τους φύση και τη χρήση βίας, τον αντιφιλελευθερισμό και τη μικροαστική τους σύνθεση, τρεις κρίσιμες διαφορές εξηγούν τη μη εξέλιξή τους σε φασιστικό κίνημα. Οι επίστρατοι στρέφονται εναντίον της αστικής τάξης (προπύργιο του βενιζελισμού) και όχι της εργατικής τάξης, μάχονται κατά της εισόδου της Ελλάδας στον πόλεμο, και, τέλος, εμπνέονται από έντονο μοναρχισμό, που αποτελεί «ριζικά ασύμβατο» σύστημα με τον φασισμό. Είναι τελικά ειρωνικό (και αντίκειται προς τη «συμβατική σοφία») πως η πρώτη μαζική οργάνωση στην Ελλάδα συγγενεύει με τον φασισμό.


Προς τη «συμβατική σοφία» αντίκειται όμως και το φαινόμενο του αγροτικού κομμουνισμού, ιδίως όπως αυτό εκφράζεται στα «κόκκινα» χωριά, γνωστά ως «μικρές Μόσχες»: αφενός λόγω της προτεραιότητας που έδιναν τα κομμουνιστικά κόμματα στην εργατική τάξη και αφετέρου επειδή η ελληνική αγροτιά χαρακτηριζόταν όχι από γενικευμένη ακτημοσύνη και σχέσεις φεουδαρχικού τύπου αλλά από εκτεταμένη μικροϊδιοκτησία, επιρρεπή στις πελατειακές σχέσεις και κλειστή στα παραδοσιακά κολεκτιβιστικά μηνύματα του κομμουνισμού. Μέσα από τη συγκριτική ανάλυση τεσσάρων κοινοτήτων με ισχυρή κομμουνιστική παρουσία, από τον Μεσοπόλεμο ως σήμερα, ο Μαραντζίδης αναλύει την πρόσληψη του κομμουνισμού στον αγροτικό χώρο: άλλοτε διεισδύει βαθιά στο χωριό και αντιστέκεται στην ενσωμάτωσή του στην ευρύτερη κοινωνία· αφομοιώνει τις ηγετικές του ομάδες και τα τοπικά του σύμβολα, αποκτώντας βαθιές ρίζες και διάρκεια, αλλά αποριζοσπαστικοποιείται. Οι Μανταμαδιώτες της Λέσβου γιορτάζουν με το σφυροδρέπανο και την εικόνα του τοπικού τους αγίου, του Ταξιάρχη, δίπλα δίπλα: το χωριό απορροφά τον κομμουνισμό περισσότερο από ό,τι ο κομμουνισμός το χωριό. Αλλοτε πάλι, ο κομμουνισμός λειτουργεί αντίθετα, ως φορέας ένταξης του (προσφυγικού συνήθως) χωριού στην ελληνική κοινωνία. Εμφανίζεται με τη μορφή ενός λαϊκού κινήματος, του ΕΑΜ, κατακτώντας έτσι μια γρήγορη αλλά επιφανειακή και σύντομη υπεροχή που θα προετοιμάσει το έδαφος για την επικράτηση, αργότερα, του ΠαΣοΚ. Με άλλα λόγια, η ανάλυση αναδεικνύει την εξαιρετική πολυμορφία του κομμουνιστικού φαινομένου, κάτι που απουσιάζει από τον κυρίαρχο ιστορικό λόγο όπου η συχνότητα των αναφορών στον κομμουνισμό συμβαδίζει με την ουσιαστική άγνοια της κοινωνικής του διάστασης στην ελληνική πραγματικότητα.


Κοινό στοιχείο των δύο βιβλίων είναι η πρωτότυπη εμπειρική έρευνα και η συγκριτική διάθεση. Κυρίως όμως το γεγονός πως στο κέντρο της ανάλυσης τοποθετούνται οι μεγάλοι απόντες της ιστορικής μας συνείδησης: οι απλοί άνθρωποι. Στους «Επίστρατους του 1916» οι άσημοι δικηγόροι των συνοικιών Εξάρχεια και Πυθαράδικα και οι επίστρατοι της Τεμένης Αιγιαλείας ή του Κορθίου Ανδρου εμφανίζονται για πρώτη φορά στο προσκήνιο· το ίδιο συμβαίνει στις «Μικρές Μόσχες»: τον Ζαχαριάδη και τον Βαφειάδη αντικαθιστούν τα τοπικά πολιτικά στελέχη, τα κομματικά μέλη και οι απλοί χωρικοί του Μανταμάδου της Λέσβου, των Γεωργιανών και της Λευκόπετρας Ημαθίας, και των Γερανείων της Λάρισας. Η ανάλυση της διάδρασης ανάμεσα στην κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά, τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, και την πολιτική συγκυρία καταλαμβάνει έτσι τη θέση που της ανήκει


Η παράλληλη ανάγνωση των δύο αυτών βιβλίων είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική, καθώς υπογραμμίζει την καταπληκτική πολιτική προσαρμοστικότητα του ελληνικού μικροαστισμού. Συνδυάζοντας τη μαζική οργάνωση με τον αγώνα ενάντια στον κίνδυνο του αστικού εκσυγχρονισμού και την παράλληλη επιθυμία «να τεθούν υπό την προστασία ενός παντοδύναμου κράτους που να λειτουργεί ως προστάτης τους» (Μαραντζίδης, σ. 277), οι έλληνες μικροϊδιοκτήτες του χωριού και της πόλης εκφράζονται διαδοχικά (και ανάλογα με την πολιτική συγκυρία) μέσα από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα: από το πρωτοφασιστικό κίνημα των επιστράτων (και τον αντιβενιζελισμό) περνούν στο ΕΑΜ, για να καταλήξουν στους «μη προνομιούχους» του ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.


Τα δύο βιβλία, γραμμένα σε γλώσσα απλή και κατανοητή χωρίς βαρύγδουπη ορολογία, αποδεικνύουν πως η σοβαρή επιστημονική έρευνα της πολιτικής, της ιστορίας και της κοινωνίας κάθε άλλο παρά ασύμβατη είναι με τις αναγνωστικές απαιτήσεις ενός ευρύτερου κοινού: αποτελούν έτσι ισχυρό αντίδοτο στην ιδιαίτερα φτωχή ιστορική τροφή που του προσφέρεται.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι επίκουρος καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών «Αλέξανδρος Ωνάσης» του New York University.