Τα ταμπούρλα ακούστηκαν ξανά



Ασπρο ή μαύρο, ζωή ή θάνατος από πολύ παλιά, πριν από τη γραφή ακόμη. Τότε που ο ευδαίμων νικητής λησμόνησε στο ταξίδι της επιστροφής όχι μόνο τη γυναίκα, που ο έρωτάς της τον οδήγησε στη νίκη, αλλά λησμόνησε (ή προφασίστηκε ότι λησμόνησε) να κατεβάσει τα μαύρα πανιά του καραβιού του και να υψώσει τα λευκά. Ο πατέρας του, και βασιλιάς, Αιγέας ρίχτηκε στη θάλασσα μόλις είδε το μαύρο των πανιών.


Και στον αρχαίο μύθο και στο διήγημα του Κροάτη, εβραϊκής κατά το ήμισυ καταγωγής, Ντανίλο Κις (ο οποίος στα σύντομα επιλογικά του σχόλια λέει ότι διασκευάζει κάποιον αυστροουγγρικό θρύλο) ένα ακούσιο ή εκούσιο λάθος μαύρων ή άσπρων σημάτων έχει να κάνει με το εκάστοτε παιχνίδι ζωής ή θανάτου. Ας μη μας διαφύγει ότι ανάμεσα στα δύο χρώματα, όπως άλλωστε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο, κυματίζει κόκκινη η αγάπη μιας γυναίκας ευγενούς, παράτολμης, απελπισμένης. Κόκκινο άλλωστε σηματοδοτεί τις εξεγέρσεις, όπως εκείνη στο διήγημα (από τη συλλογή «Εγκυκλοπαιδεία των νεκρών»), και θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς κάποια απόχρωσή του, προς το πορφυρό ή το γαιώδες, για την ανατροπή της τάξης που επιχείρησε ο Θησέας.


Αναρωτιέμαι αν μια αντίθεση, κάτι σαν άσπρο ή μαύρο, έστω και με καλά κρυμμένο κάποιο κόκκινο, συγκροτεί και τη ραχοκοκαλιά του διηγήματος. Εχω τη γνώμη ότι ο συγγραφέας συνθέτει το διήγημά του πάνω στην αντίθεση προφορικού και γραμμένου λόγου και πιο συγκεκριμένα πάνω στην αντίθεση λαϊκών θρύλων και γραμμένης Ιστορίας. Αυτό γίνεται φανερό στην τελευταία παράγραφο, όπου και ο προφορικός και ο γραπτός λόγος αφήνονται από τον συγγραφέα να σχολιάσουν διαφορετικά, κατά το ήθος και κατά τους σκοπούς του ο καθένας, τον θάνατο ενός εξαιρετικού ανθρώπου, το μόνο εντέλει αναμφισβήτητο γεγονός μιας ζωής.


Αν όμως ο θάνατος του κόμητος Εστερχάζι σχολιάστηκε διαφορετικά από τον προφορικό και από τον ιστορικό λόγο και αν αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο το ορατό άσπρο ή μαύρο των ανθρώπινων λέξεών μας, τότε πού βρίσκεται το αθέατο κόκκινό τους; Ισως μπορούμε να διακρίνουμε μιαν ανταύγειά του στον τρόπο με τον οποίο ο Ντανίλο Κις, ο άνθρωπος της γραφής, «επιστρέφει» το κείμενο που γράφει στον θρύλο. Ο δικός του νεαρός κόμης Εστερχάζι ονειρεύεται την ώρα που οι αξιωματικοί και οι δεσμοφύλακές του θα σηκώσουν τα ποτήρια τους για να τιμήσουν τη γενναιότητά του κατά τις ύστατες στιγμές. Δύο φορές γράφονται μέσα στο μικρό διήγημα τα λόγια ενός υποθετικού επαίνου και μια φορά τα λόγια του πρώτου πραγματικού μετά θάνατον επαίνου, ακριβώς όπως ο ήρωας τα είχε φανταστεί και επιθυμήσει. Λόγια, ωστόσο, που θα στηρίξουν τον προφορικό λαϊκό θρύλο, ώσπου να συγκινήσουν κάποτε ένα συγγραφέα ­ νομίζω, πολύ πιο βαθιά από τη γραπτή αυστροουγγρική εκδοχή. Και ο συγγραφέας, εστιάζοντας τη σκέψη του σε αυτό το κεντρικό ζεύγος αντιθέτων, άπλωσε κατόπιν ένα δίχτυ από λεπτές και ειρωνικές αντιθέσεις πάνω σχεδόν από την κάθε πρότασή του.


Πάνω σχεδόν από τον κάθε αναγνώστη του.


Οταν την αυγή εκείνης της απριλιάτικης μέρας ­ και ήταν η μέρα που είχε οριστεί με αυτοκρατορικό διάταγμα για την εκτέλεσή του ­ μπήκαν οι φύλακες στο κελί, ο νεαρός Εστερχάζι ήταν γονατισμένος στο πάτωμα, με τα χέρια ενωμένα σε προσευχή. Είχε το κεφάλι σκυμμένο και τα ξανθιά μαλλιά του έπεφταν στο πλάι, αποκαλύπτοντας τον μακρύ λεπτό λαιμό και τη σπονδυλική στήλη που χανόταν κάτω από ένα λινό πουκάμισο χωρίς κολάρο. Οι φύλακες έμειναν προς στιγμήν ακίνητοι, κρίνοντας ότι η συνομιλία ενός κόμητος με τον Θεό είναι αρκετά σοβαρός λόγος για να ξεχαστούν προς στιγμήν οι αυστηροί κανόνες του ισπανικού πρωτοκόλλου. Και ο ιερέας κοντοστάθηκε, σφίγγοντας αμίλητος τα ενωμένα σε προσευχή χέρια του· οι παλάμες του ίδρωναν και άφηναν ένα προδοτικό σημάδι στο ελεφάντινο κάλυμμα του προσευχηταρίου· το ροζάριο με χάντρες μεγάλες σαν ελιές σάλευε αθόρυβα. Μόνο τα κλειδιά στον μεγάλο κρίκο που κρατούσε ένας από τους δεσμοφύλακες κουδούνισαν δυο – τρεις φορές, χωρίς κανένα ρυθμό.


«Αμήν», ψιθύρισε ο νεαρός, τελειώνοντας την πρωινή του προσευχή. Και ύστερα πρόσθεσε δυνατά: «Συγχωρέστε με, πάτερ».


Εκείνη τη στιγμή, σαν να υπάκουσαν σε παράγγελμα, ακούστηκαν τα ταμπούρλα, απαίσια και μονότονα σαν τη βροχή.


Ενας αξιωματικός των Ουσάρων με κόκκινα μάγουλα και σγουρά μουστάκια, πλαισιωμένος από τα μακρύκαννα όπλα των δύο κροατών ουλάνων που στέκονταν πλάι του, άρχισε να διαβάζει την καταδικαστική απόφαση. Η φωνή του ήταν βραχνή και αντηχούσε υπόκωφα μέσα στο κελί. Η απόφαση ήταν αυστηρή και ανελέητη: Θάνατος δι’ απαγχονισμού. Ο νεαρός ευγενής συμμετείχε με το όπλο στο χέρι σε μία από εκείνες τις λαϊκές εξεγέρσεις που κάθε τόσο συγκλόνιζαν την αυτοκρατορία, ξεσπώντας ξαφνικά και απρόβλεπτα, αιματηρές, άγριες και απεγνωσμένες, και αμέσως μετά, το ίδιο ξαφνικά, άγρια και απεγνωσμένα καταπνίγονταν. Η καταγωγή του και η δόξα της οικογενείας του θεωρήθηκαν από το δικαστήριο ως επιβαρυντικά στοιχεία και ως προδοσία όχι μόνο του μονάρχη, αλλά και της δικής του κοινωνικής τάξης. Η τιμωρία όφειλε να είναι παραδειγματική.


Ο κατάδικος μόλις και μετά βίας ξεχώριζε κάποια λέξη από τον μονότονο χείμαρρο των συλλαβών που ηχούσαν στα αφτιά του σαν τα ταμπούρλα. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είχαν γίνει ένα, τα ταμπούρλα χτυπούσαν και στους κροτάφους του, σαν ξετρελαμένος σφυγμός, βούιζαν οι μακρινοί απόηχοι των νικηφόρων μαχών, των θριαμβευτικών παρελάσεων και εφόδων, καθώς και ο ήχος κάποιων άλλων ταμπούρλων με μαύρα καλύμματα, τα οποία όμως τότε δεν ανήγγελλαν τον δικό του θάνατο, αλλά τον θάνατο κάποιου άλλου. Παρά τη νεαρή του ηλικία (έμοιαζε περισσότερο με πρόωρα ενηλικιωμένο παιδί παρά με νέο άνδρα), είχε δει το αίμα να κυλάει και πρόλαβε να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο, αλλά ποτέ ακόμη έτσι, τόσο κοντά. Και αυτό το πλησίασμα, αυτή η πνοή του θανάτου που αισθανόταν στον γυμνό του λαιμό, αυτό ακριβώς αλλοίωνε στη συνείδησή του την εικόνα της πραγματικότητας, όπως στους αστιγματικούς, που όσο περισσότερο πλησιάζουν τα αντικείμενα τόσο πιο παραμορφωμένα τα βλέπουν. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ­ διότι στον κόσμο του ύψιστη αξία θεωρείται, εκτός από την τιμημένη ζωή, μόνο ο τιμημένος θάνατος ­ ήταν να διατηρήσει την αξιοπρέπεια που απαιτείται από έναν Εστερχάζι σε μια τέτοια στιγμή.


Τη νύχτα την πέρασε άγρυπνος, αλλά με τα μάτια κλειστά και χωρίς τον παραμικρό αναστεναγμό, ώστε ο φύλακας, με το μάτι κολλημένο στο παραθυράκι της πόρτας, να μπορεί να μαρτυρήσει ότι ο κατάδικος κοιμόταν με ύπνο βαθύ, λες και τον περίμενε γάμος και όχι θάνατος. Και μέσα σε μια παράξενη αναστροφή του χρόνου, άκουγε ήδη τον δεσμοφύλακα να διηγείται στη λέσχη αξιωματικών: «Κύριοι, ο νεαρός Εστερχάζι όλη τη νύχτα κοιμόταν με ύπνο βαθύ, χωρίς κανέναν αναστεναγμό, λες και ήταν η παραμονή του γάμου του και όχι της εκτέλεσής του. Σας δίνω τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής! Κύριοι, αξίζει να τον τιμήσουμε!». Υστερα ακούγεται (εκείνος ακούει) ο κρυστάλλινος ήχος των ποτηριών. «Ασπρο πάτο!».


Αυτή η έξαρση μπροστά στον θάνατο, αυτή η νικηφόρα εγρήγορση δεν τον εγκατέλειψαν όλο το πρωί και στήριζε την αυτοκυριαρχία του με προσευχή, πνίγοντας, με σφιγμένα δόντια, τη δειλή συμπεριφορά των εντέρων και των αδένων, αυτών των προδοτών της βούλησης και της επιθυμίας· σφυρηλατούσε την ανδρεία του με την ανάμνηση του οικογενειακού θρύλου. Και όταν, σύμφωνα με το έλεος του κανονισμού, ήρθε η στιγμή να εκφράσει την τελευταία του επιθυμία, δεν ζήτησε ένα ποτήρι νερό, αν και τα σωθικά του καίγονταν, αλλά ένα τσιγάρο, όπως κάποτε στο παρελθόν ένας από τους προγόνους του είχε ζητήσει μια πρέζα καπνό και, αφού τον μάσησε καλά καλά, τον έφτυσε στο πρόσωπο του δημίου.


Ο αξιωματικός χτύπησε τα τακούνια και του πρόσφερε την ασημένια ταμπακέρα. («Κύριοι, σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, το χέρι του δεν έτρεμε περισσότερο απ’ όσο τρέμει το δικό μου τώρα που κρατάω αυτό το ποτήρι! Εις υγείαν! Ασπρο πάτο!»). Στο φως των πρώτων ηλιαχτίδων, που έπεφταν λοξά μέσα στο κελί, όπως στην κρύπτη κάποιου αγίου στις παλαιές εικόνες, υψώθηκε ο καπνός του τσιγάρου, μενεξεδένιος σαν την αυγή. Ο κατάδικος αισθάνθηκε ότι ο καπνός, αυτή η υπέροχη ψευδαίσθηση, κλονίζει για μια στιγμή τις δυνάμεις του, ότι τον αναστατώνει, σαν να άκουγε από κάπου μακριά τον μελαγχολικό ήχο της φλογέρας που απλώνεται στον κάμπο, και αμέσως πέταξε κάτω το τσιγάρο και το πάτησε με την ουσάρικη μπότα του, από την οποία είχαν αφαιρέσει τα σπιρούνια.


«Κύριοι, είμαι έτοιμος!».


Διαλεγμένη για τη στρατιωτική της απλότητα, σύντομη σαν παράγγελμα, γυμνή σαν το τραβηγμένο σπαθί και το ίδιο ψυχρή, αυτή η πρόταση έπρεπε να προφερθεί σαν σύνθημα, χωρίς πάθος· όπως λέει κανείς μετά από ένα γλέντι: «Καληνύχτα σας, κύριοι!». Αλλά εκείνη τη στιγμή του φάνηκε ότι τα λόγια του δεν ακούστηκαν σαν κάτι άξιο να μείνει στην Ιστορία. Η φωνή του ήταν καθαρή και δυνατή, οι συλλαβές κοφτές, η πρόταση απλή, αλλά κάπως θολή και σαν ραγισμένη.


Από την ημέρα που τον επισκέφθηκε η μητέρα του, είχε καταλάβει, αν και διατηρούσε ακόμη κάποια παράφορη ελπίδα, παράφορη και ενδόμυχη, ότι από ‘δώ και πέρα η ζωή του ήταν μια τραγική φάρσα που την κατευθύνουν άνθρωποι σχεδόν τόσο ισχυροί όσο οι θεοί.


Στεκόταν εκεί μπροστά του, μεγαλόσωμη, δυνατή, με το βέλο να της καλύπτει το πρόσωπο, και γέμιζε το κελί με την παρουσία της, την προσωπικότητά της, το μεγάλο καπέλο της με τα φτερά, τις φούστες της που θρόιζαν, αν και δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Είχε αρνηθεί το απλό σκαμνί της φυλακής που της πρόσφεραν οι ουλάνοι, για να την τιμήσουν όπως δεν είχαν τιμήσει ίσως κανέναν άλλον σε αυτό το μέρος, εκείνη όμως έκανε πως δεν πρόσεξε το απλό ξύλινο κάθισμα, φοβερά απλό δίπλα στα μεταξωτά της βολάν. Εμεινε έτσι όρθια σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης. Μιλούσε μαζί του γαλλικά, για να σαστίσει τον αξιωματικό των ουλάνων που στεκόταν λίγο πιο πέρα, σε μια αξιοπρεπή απόσταση, με το γυμνό σπαθί στον ώμο, κάτι που ήταν μάλλον χαιρετισμός τιμητικής φρουράς σε μια ευγενή (της οποίας η γενιά ήταν τόσο παλιά όσο και του ίδιου του αυτοκράτορα) παρά προφύλαξη ή προειδοποίηση προς την περήφανη επισκέπτρια των αυτοκρατορικών φυλακών.


«Θα πέσω στα πόδια του», ψιθύρισε εκείνη.


«Είμαι έτοιμος να πεθάνω, μητέρα!», είπε αυτός.


Τον διέκοψε αυστηρά, ίσως υπερβολικά αυστηρά:


«Mon fils, reprennez courage!».


Για πρώτη φορά τότε γύρισε λίγο το κεφάλι προς τον δεσμοφύλακα. Η φωνή της ήταν μόνο ένας ψίθυρος ανακατεμένος με τον ψίθυρο των μεταξωτών της βολάν.


«Θα στέκομαι στο μπαλκόνι», ψιθύρισε. «Αν φοράω άσπρα, σημαίνει ότι τα κατάφερα…».


«Σε αντίθετη περίπτωση, θα φοράτε μαύρα, υποθέτω», είπε εκείνος.


Τον έβγαλαν από τον λήθαργο τα ταμπούρλα που ακούστηκαν ξανά, τώρα του φάνηκε από πιο κοντά, και από αυτό το ξαφνικό ζωντάνεμα της σκηνής που ως εκείνη τη στιγμή έμενε μπροστά του παγωμένη σε μια βουβή αδράνεια, κατάλαβε ότι η ανάγνωση της απόφασης είχε τελειώσει· ο αξιωματικός τύλιξε την περγαμηνή· ο ιερέας έσκυψε πάνω του και τον ευλόγησε με το σημείο του σταυρού· οι φύλακες τον έπιασαν από τα μπράτσα. Δεν δέχθηκε να τον βοηθήσουν, αλλά, ελαφρύς, σηκώθηκε όρθιος, στηριζόμενος ελάχιστα στους δύο ουλάνους. Ξαφνικά, προτού ακόμη προλάβει να περάσει το κατώφλι του κελιού, ξύπνησε μέσα του, κάπου βαθιά στο στήθος, και ύστερα τον πλημμύρισε ολόκληρο, η πεποίθηση ότι όλα αυτά θα τελείωναν όπως το απαιτούσε η λογική της ζωής. Γιατί τώρα όλα ήταν εναντίον του θανάτου, όλα μέσα σε αυτό το εφιαλτικό όνειρο ήταν με το μέρος της ζωής: η νεαρή του ηλικία, η καταγωγή του, η δόξα της οικογενείας του, η αγάπη της μητέρας του, η επιείκεια του αυτοκράτορα, ακόμη και αυτός ο ήλιος που έπεφτε πάνω του καθώς ανέβαινε στην άμαξα με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, σαν κοινός ληστής.


Αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ, μόνο ώσπου να φτάσει η άμαξα στη λεωφόρο, όπου τον περίμενε το εξαγριωμένο πλήθος που είχε μαζευτεί από όλη την αυτοκρατορία. Μέσα από τις διακοπτόμενες τυμπανοκρουσίες άκουγε τη βοή του όχλου, το απειλητικό μουγκρητό, και έβλεπε τις γροθιές να υψώνονται με μίσος. Ο όχλος ζητωκραύγαζε τη δικαιοσύνη του αυτοκράτορα, γιατί ο όχλος πάντα ζητωκραυγάζει τον νικητή. Αυτή η διαπίστωση τον κλόνισε. Το κεφάλι του έγειρε λίγο στο στήθος, οι ώμοι του μαζεύτηκαν σαν να ήθελε να αποφύγει κάποιο χτύπημα (του έριχναν πότε πότε και καμιά πέτρα), έδειχνε κάπως σφιγμένος. Αλλά αυτό ήταν αρκετό ώστε το πλήθος να αντιληφθεί ότι το θάρρος τον εγκατέλειπε, ότι η περηφάνια του είχε λυγίσει. Και ακούστηκαν χαρούμενες ζητωκραυγές. (Γιατί ο όχλος χαίρεται όταν βλέπει να λυγίζουν οι περήφανοι και οι γενναίοι).


Στην άκρη της λεωφόρου, εκεί όπου άρχιζαν οι κατοικίες των ευγενών και όπου το πλήθος δεν ήταν τόσο πυκνό, σήκωσε τα μάτια. Στο φως του πρωινού ήλιου διέκρινε μια αστραφτερή λευκή κηλίδα στο μπαλκόνι. Σκυμμένη πάνω από τα κάγκελα, ντυμένη στα άσπρα, στεκόταν εκεί η μητέρα του, και πίσω της ­ τονίζοντας την κρινένια λάμψη του φορέματος ­ τα μεγάλα σκουροπράσινα φύλλα ενός φυλλόδενδρου (γνώριζε καλά αυτό το φόρεμα, που ήταν οικογενειακό κειμήλιο: κάποια προμάμμη του το φορούσε σε έναν αυτοκρατορικό γάμο).


Αμέσως όρθωσε το ανάστημά του, σχεδόν προκλητικά, σαν να ήθελε να δηλώσει σε αυτό το απειλητικό πλήθος ότι ένας Εστερχάζι δεν μπορεί να πεθάνει έτσι, ότι δεν μπορεί να εκτελεστεί σαν κοινός ληστής.


Την ίδια στάση κράτησε και κάτω από την αγχόνη. Οταν ο δήμιος τράβηξε το σκαμνί κάτω από τα πόδια του, ακόμη περίμενε κάποιο θαύμα. Υστερα το σώμα του στριφογύρισε στην άκρη του σκοινιού και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες, σαν να είχε δει κάτι φρικαλέο και τρομακτικό.


«Κύριοι, στεκόμουν δυο βήματα από αυτόν», διηγιόταν το ίδιο βράδυ στη λέσχη αξιωματικών ο ουλάνος με τα σγουρά μουστάκια. «Οταν του πέρασαν τη θηλιά, αυτός κοίταξε ήρεμα τα χέρια του δημίου, λες και του έδεναν μεταξωτό φουλάρι… Σας δίνω, κύριοι, τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής!».


Δύο είναι τα πιθανά συμπεράσματα: ή ο νεαρός ευγενής πέθανε γενναία και με αξιοπρέπεια, με πλήρη συνείδηση του βέβαιου θανάτου και με το κεφάλι ψηλά, ή όλα αυτά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο μια καλοστημένη σκηνοθεσία, τα νήματα της οποίας κινούσε μια υπερήφανη μητέρα. Η πρώτη, η ηρωική εκδοχή, υποστηρίχτηκε και διαδόθηκε από τους sans culottes και τους Ιακωβίνους, στην αρχή προφορικά και ύστερα καταγράφτηκε και στα χρονικά τους. Η δεύτερη, σύμφωνα με την οποία ο νεαρός ως την τελευταία στιγμή ήλπιζε σε κάποιο θαύμα, υιοθετήθηκε από τους επίσημους ιστορικούς της ισχυρής δυναστείας των Αψβούργων, με σκοπό να αποτραπεί η γέννηση ενός θρύλου. Η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Τους θρύλους τους πλάθει ο λαός. Οι συγγραφείς επινοούν. Μόνο ο θάνατος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.


Μετάφραση: Χρήστος Αρβανιτίδης, εκδόσεις Εξάντας.


* Την επόμενη Κυριακή ο Αλέξης Πανσέληνος επιλέγει ένα διήγημα του Φώτη Κόντογλου.