Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Νέα Υόρκη έγινε κέντρο πρωτοποριακών και εξαιρετικά ενθουσιωδών καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων. Τον ενθουσιασμό που εκδηλώνεται στους χώρους της εικαστικής και λογοτεχνικής δημιουργίας θα μπορούσαμε να τον συγκρίνουμε με εκείνον που γνώρισε η Ευρώπη στις αρχές του αιώνα με τα κινήματα του νταντά και του υπερρεαλισμού. Στη Νέα Υόρκη ο ανατρεπτικός ρόλος των κινημάτων αυτών παραμένει πάντα πηγή έμπνευσης, συγχρόνως όμως καταβάλλεται προσπάθεια να βρεθούν αισθητικές εκφράσεις ανεξάρτητες από τις ευρωπαϊκές.


Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός είναι οπωσδήποτε αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής. Στους ζωγράφους που έδωσαν έμφαση στην ελεύθερη χρήση των χρωμάτων και των αφηρημένων μορφών συγκαταλέγονται οι Robert Motherwell (ο οποίος το 1951 δημοσίευσε τη σημαντική του ανθολογία με τους ντανταϊστές ζωγράφους και ποιητές), Willem de Kooning, Jackson Pollock, Franz Kline, Mark Rothko, Hans Hofmann. Για τους ιστορικούς της τέχνης οι ζωγράφοι αυτοί αποτελούν τη «Σχολή της Νέας Υόρκης», έκφραση που αποδίδεται στον Motherwell.


Ο Κένεθ Κοκ (γεν. 1925) έρχεται στη Νέα Υόρκη το 1948. Ενα χρόνο αργότερα έρχεται ο Τζον Ασμπερι (γεν. 1927). Η φιλία τους, που συνεχίζεται ως σήμερα, ξεκίνησε μερικά χρόνια νωρίτερα στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Στη Νέα Υόρκη οι δύο ποιητές γνωρίζονται αμέσως με τους προαναφερθέντες ζωγράφους, με τον συνθέτη John Cage, τον χορογράφο Merce Cunningham και τους Judith Malina και Julian Beck, τους ιδρυτές του Living Theatre. Τον καιρό εκείνο αναπτύσσονται και οι μεγάλης σημασίας φιλίες με τους ζωγράφους Jane Freilicher, Larry Rivers, Alex Katz, Red Grooms, Fairfield Porter, R. Β. Kitaj. Ολα γνωστά και μεγάλα ονόματα σήμερα στην ιστορία της σύγχρονης αμερικανικής ζωγραφικής.


Για τον Κοκ και τον Ασμπερι ακόμη μεγαλύτερη σημασία είχε η στενή φιλία τους με τους ποιητές James Schuyler (1923-1991) και Frank Ο’ Hara (1926-1966). Οι τέσσερίς τους καθιερώθηκαν γρήγορα στον χώρο της αμερικανικής πρωτοπορίας ως απαράμιλλοι ποιητές, αποκτώντας συγχρόνως παγκόσμια φήμη ως εκπρόσωποι της θρυλικής σήμερα «Σχολής της Νέας Υόρκης». Τον όρον αυτόν τον επέβαλε ο διευθυντής της Tibor de Nagy Gallery, ο John Bernard Myers, ο οποίος το 1953, πρώτος, δημοσίευσε ποιήματα των Ασμπερι και Κοκ στις εκδόσεις της γκαλερί του. Με τη λέξη Σχολή, ωστόσο, δεν θα πρέπει καθόλου να φανταζόμαστε μια ομάδα ή ένα αισθητικό κίνημα με κανόνες και κοινούς στόχους. Ο όρος παραπέμπει απλώς στις περιστάσεις και στο περιβάλλον στο οποίο δημιούργησαν οι ποιητές και όχι στα δημιουργήματά τους.


Η απεριόριστη άνεση, η δημιουργική ειρωνεία, η ανατρεπτική φιλοπαιγμοσύνη, η γεμάτη εκπλήξεις ζωή στη Νέα Υόρκη, οι στενές και πολύχρονες φιλίες, η αγάπη για τη λογοτεχνία και την τέχνη, όλα αυτά αποτελούν τον κοινό χώρο του Ασμπερι και του Κοκ. Οι διαφορές, ωστόσο, μεταξύ τους ήταν από την αρχή ευδιάκριτες. Πέρα από το ξεχωριστό ύφος του καθενός και την προσωπική θεματολογία, η οποία ύστερα από τόσα χρόνια συγγραφής επεκτείνεται σε κάθε άκρη της γης, αυτό που τους διαφοροποιεί έντονα είναι η διάθεσή τους και η σχέση τους με τον χρόνο και τον χώρο.


Στον Ασμπερι συγκινεί μια μελαγχολία, επαισθητή ή ανεπαίσθητη, που έχει την πηγή της στην τραγική επίγνωση κλασικών αινιγμάτων που, ως προϋποθέσεις, αφορούν οτιδήποτε ανθρώπινο. Και η μελαγχολία όμως είναι τελικά μέρος της μεγάλης κατάφασης του κόσμου. Η εύροια του λόγου στον Ασμπερι είναι ταυτισμένη με τη ροή του χρόνου, ενώ η συμφραστική ευμάρεια είναι ταυτισμένη με τη μεταβλητότητα των πάντων, με την αισθησιακή, κατανυκτική και συχνά ειρωνική συμμέθεξή τους. Τίποτε δεν είναι υπερβολικά ευτελές ώστε να αγνοηθεί και τίποτε δεν είναι τόσο υψηλό ώστε το δέος που προκαλεί να λειτουργεί αποθαρρυντικά.


ΟΚοκ επιδιώκει ακατάπαυστα το ευχάριστο ξάφνισμα. Σε κάθε ποίημά του προσπαθεί, με μάτια έκθαμβα, να αντικρίσει τον κόσμο για πρώτη φορά. Ο απεριόριστος χώρος και όλα τα πιθανά και απίθανα αντικείμενά του, τα διαγράμματα, οι επιφάνειες και οι συνάφειές τους τοποθετούνται σε ένα λυρικό σχήμα που σκοπό έχει τη διεύρυνση της αντίληψης και των παραστάσεων που έχουμε της πραγματικότητας. Τα πράγματα φωτίζονται από μια στοιχειώδη και συγχρόνως εκπληκτική πραγματολογία, που συχνά παίρνει τη μορφή εξερευνητικού ταξιδιού με ξαφνικές συχνές στάσεις, όπου ο Κοκ απολαμβάνει τις ανακαλύψεις του.


Πάντως, όσο λεπτή και προκλητική κι αν είναι η ποίηση του Ασμπερι και του Κοκ, δεν παύει ποτέ να χρησιμοποιεί γλώσσα οικεία και απλή, να απευθύνεται στον αναγνώστη με άνεση και εγκαρδιότητα. Η στάση αυτή, εκτός από αισθητική, είναι και ηθική, επειδή επιτυγχάνεται με τη διακριτική υποχώρηση του ποιητή. Διάσταση πολύ σημαντική, μα σπάνια και εξαιρετικά δυσεπίτευκτη στην ποίηση.


Ο κ. Βασίλης Παπαγεωργίου είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Διδάσκει (associate professor) στο Ινστιτούτο Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Λουντ της Σουηδίας.