Το βιβλίο του Keith Legg (καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Φλόριδας και συγγραφέα ενός βιβλίου για την πολιτική στην Ελλάδα που κυκλοφόρησε το 1969) και του συνεργάτη του John Roberts αποτελεί μιαν απόπειρα συνολικής ανάλυσης και αποτίμησης της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής.



Περιλαμβάνει εκτεταμένη επισκόπηση της σύγχρονης ιστορίας, του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής ζωής, των διεθνών σχέσεων, της κοινωνίας, της κουλτούρας και της πολιτικής οικονομίας. Δεν περιορίζεται στην περιγραφή της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας αλλά επιχειρεί να προσφέρει μιαν ερμηνεία της πορείας της χώρας τα τελευταία χρόνια και να προχωρήσει σε προβλέψεις για τις προοπτικές της. Η διάγνωση στην οποία καταλήγουν οι συγγραφείς είναι αρνητική: η Ελλάδα απέτυχε να εκσυγχρονίσει την οικονομία της. Η ερμηνεία τους υπογραμμίζει τα πολιτισμικά κυρίως χαρακτηριστικά που υπονόμευσαν την ανάπτυξη της χώρας. Η πρόβλεψή τους είναι απαισιόδοξη: οι πολιτικοί και οικονομικοί της θεσμοί δεν θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στις διεθνείς απαιτήσεις και η χώρα μας θα αποκλειστεί από τον ευρωπαϊκό 21ο αιώνα· όπως υπογραμμίζει και ο υπότιτλος του βιβλίου, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να παραμείνει στην περιφέρεια.


Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με την αρνητική διάγνωση του βιβλίου. Το ότι η Ελλάδα απέτυχε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Η ελληνική εμπειρία είναι ακόμη πιο απογοητευτική αν τοποθετηθεί σε συγκριτικό πλαίσιο: χώρες με παραπλήσια δομικά προβλήματα (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία) πραγματοποίησαν τεράστια άλματα σε σχέση με την Ελλάδα, γεγονός που επιβεβαιώνεται άλλωστε από την προοπτική να είναι η χώρα μας το μόνο κράτος – μέλος που θα αποκλειστεί από την επερχόμενη νομισματική ένωση. Αν και η διάγνωση αυτή είναι πλέον ευρύτατα αποδεκτή, τόσο ώστε η επανάληψή της να καταντά κοινότοπη και να μη δικαιολογεί τη συγγραφή ενός ολόκληρου βιβλίου, το γιατί και το πώς της αποτυχίας αυτής καθώς και το τι μέλλει γενέσθαι αποτελούν καίρια ερωτήματα. Πώς αντεπεξέρχεται το βιβλίο των Legg και Roberts στα ερωτήματα αυτά; Ποια είναι τα βασικά του επιχειρήματα;



Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι ρίζες του «ελληνικού προβλήματος» είναι κατ’ εξοχήν πολιτισμικές και μπορούν να περιγραφούν με μια γνωστή λαϊκή έκφραση: «η ατομικότητα του Ελληνα». Με άλλα λόγια, το σύστημα αξιών της ελληνικής κοινωνίας χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία του ατομικού σε βάρος του συλλογικού συμφέροντος, γεγονός που οδηγεί στην καχεκτικότητα της κοινωνίας των πολιτών, στην ανυπαρξία δηλαδή ενός ενδιάμεσου χώρου που να στηρίζεται σε οργανώσεις πολιτών και να διαμεσολαβεί ανάμεσα σε άτομα και κράτος. Τα κόμματα είναι προσωποπαγή και πελατειακά και αδυνατούν να προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα της χώρας, στον βαθμό που αυτό απαιτεί την προτεραιότητα του δημόσιου και γενικού συμφέροντος έναντι του συνόλου των ατομικών συμφερόντων. Οι συγγραφείς τονίζουν συνεχώς πόσο ριζικά διαφέρει η Ελλάδα από τις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης: δεν είναι, ισχυρίζονται, σύγχρονη κοινωνία με την έννοια που δίνουν στον όρο οι περισσότεροι Αμερικανοί και Δυτικοευρωπαίοι (σελ. 107). Επομένως η αδυναμία της χώρας μας να παρακολουθήσει τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς ­ όπως άλλωστε και η συνεχιζόμενη περιφερειοποίησή της ­ δεν αποτελεί έκπληξη: το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι παρά αναπόφευκτο απαύγασμα των εγγενών της πολιτισμικών αγκυλώσεων.


Η ερμηνεία αυτή ούτε καινούργια είναι ούτε πρωτότυπη: έχει τις ρίζες της στα δοκίμια των ευρωπαίων περιηγητών που επισκέπτονταν τακτικά την Ελλάδα κατά το παρελθόν. Αν και η καταγραφή της από ξένους συγγραφείς συχνά μας ενοχλεί, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί την επιβεβαίωση («με τη βούλα» μάλιστα της επιστημονικής ανάλυσης) μιας οπτικής ευρύτατα διαδεδομένης στην Ελλάδα. Εχει όμως επιστημονική βάση μια τέτοια ερμηνεία; Η απάντηση είναι αρνητική. Η καταγραφή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών ενός λαού ανήκει στη σφαίρα των ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όχι σε αυτή των κοινωνικών επιστημών. Η ρευστότητα των χαρακτηριστικών αυτών, η πολυμορφία της κοινωνίας από όπου πηγάζουν και το πολιτισμικό «φορτίο» του ίδιου του παρατηρητή είναι μερικά μόνο από τα εμπόδια που παρουσιάζει το εγχείρημα. Επιπλέον, ακόμη και αν υπήρχε η δυνατότητα επιστημονικής καταγραφής των πολιτισμικών χαρακτηριστικών ενός λαού, δεν είναι δυνατή η αποτίμηση του «ειδικού βάρους» τους σε σχέση με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα η διεθνής συγκυρία, η ιστορία ή οι πολιτικοί θεσμοί. Τέλος, είναι αδύνατον να οριστεί με ακρίβεια, συνολικότητα, σταθερότητα και διαχρονικότητα η έννοια «σύγχρονος». Αν, π.χ., οι προοδευτικές αντιλήψεις στον τομέα της ηθικής θεωρηθούν δείγμα εκσυγχρονισμού, τότε η ελληνική κοινωνία είναι πολύ πιο σύγχρονη από την αμερικανική! Κατά συνέπεια η αναγωγή ολόκληρης της θεσμικής και πολιτικής πραγματικότητας μιας κοινωνίας σε πολιτισμικά χαρακτηριστικά αποτελεί σοβαρό σφάλμα και παραβιάζει θεμελιώδεις επιταγές της επιστημονικής έρευνας.


Το γεγονός ότι ο τύπος «ανάλυσης» που εφαρμόζουν οι Legg και Roberts έχει ουσιαστικά εκλείψει από το επιστημονικό προσκήνιο υποσκάπτει την επιστημονική αξιοπιστία του βιβλίου τους. Το βιβλίο όμως αυτό έχει πολλές επιπλέον αδυναμίες οι οποίες υπονομεύουν ακόμη και την απλή περιγραφική του αξία. Κατ’ αρχάς η καταγραφή των πολιτισμικών χαρακτηριστικών προέρχεται από ανθρωπολογικές μελέτες χωριών οι οποίες ελάχιστα αφορούν τη σημερινή αστικοποιημένη Ελλάδα. Επιπλέον το βιβλίο βρίθει αδικαιολόγητων γενικεύσεων, αφελών απλουστεύσεων και σφαλμάτων, πράγμα που καθιστά φανερή την έλλειψη στοιχειώδους εξοικείωσης των συγγραφέων με την Ελλάδα. Η απουσία έστω και ενός άρθρου στα ελληνικά από τη βιβλιογραφία είναι απαράδεκτη και επιβεβαιώνει την έλλειψη ουσιαστικής επαφής των Legg και Roberts με το αντικείμενο του βιβλίου τους.


Είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τα λιγότερα λάθη. Το κεφάλαιο περί κομμάτων διεκδικεί τα πρωτεία με αξιώσεις. Πώς είναι δυνατόν να μιλάει για συχνές κομματικές διασπάσεις και ασταθή πολιτική ζωή στη μεταπολιτευτική Ελλάδα όταν τα τελευταία 23 χρόνια οι κυβερνήσεις της χώρας είναι σχεδόν πάντοτε μονοκομματικές και ο πολιτικός ανταγωνισμός είναι ουσιαστικά δικομματικός; Θα έλεγε κανείς ότι ο Keith Legg έχει «κολλήσει» στα συμπεράσματα του βιβλίου που έγραψε τη δεκαετία του ’60! Συχνά πυκνά συναντά επίσης κανείς παρατηρήσεις τόσο απίστευτες στην αφέλειά τους που καταντούν φαιδρές: π.χ., το σχόλιο ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανταγωνίζονται μεταξύ τους αντί να συνεργάζονται, δείγμα και αυτό της ατομικότητας των Ελλήνων (λες και ο ανταγωνισμός δεν αποτελεί τον βασικό κανόνα της οικονομίας της αγοράς), ή το ότι οι Ελληνες πιστεύουν «πως μπορούν να επιτύχουν ελάχιστα πράγματα από μόνοι τους καθώς [θεωρούν ότι] η ζωή καθορίζεται σε γενικές γραμμές από μη ελεγχόμενα φυσικά φαινόμενα, όπως ο καιρός, οι σεισμοί και η παγκόσμια αγορά» (σελ. 8)!


Η απαρίθμηση τόσο των σφαλμάτων όσο και των καθαρών ανοησιών που συναντά κανείς στο βιβλίο αυτό θα ήταν κουραστική και άσκοπη. Δεν έχει σημασία αν τα λάθη αυτά είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά (π.χ. η μεσαιωνική Φλωρεντία μετατρέπεται σε ναυτική δύναμη με επιρροή στα νησιά του Αιγαίου, το ΚΚΕ εσωτερικού γίνεται ΕΚΚΕ, το ΠαΣοΚ κατάργησε τα φροντιστήρια και τις εισαγωγικές εξετάσεις στα ΑΕΙ, η πολιτική της Ελλάδας στο ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας αναβίωσε τη Μεγάλη Ιδέα κλπ.). Σημασία έχει ότι η πληθώρα λαθών καταφέρνει καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία του βιβλίου.


Συμπερασματικά, το βιβλίο αυτό παραβιάζει θεμελιώδεις επιταγές της επιστημονικής έρευνας, περιέχει πληθώρα σφαλμάτων και είναι γραμμένο από ανθρώπους που ουσιαστικά αγνοούν το αντικείμενό τους. Δεν χωρεί αμφιβολία λοιπόν ότι η έκδοσή του είναι τουλάχιστον ατυχής. Είναι άξιον απορίας πώς ένας σοβαρός (αν και «δευτεροκλασάτος») εκδοτικός οίκος προχώρησε στην έκδοση του εν λόγω βιβλίου και μάλιστα σε μια σειρά που αφορά τα «Εθνη στον σύγχρονο κόσμο». Πόσο αξιόπιστη θα μπορούσε να είναι μια αντίστοιχη ελληνική «επιστημονική» εργασία για την κοινωνία και πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών αν ερμήνευε την πορεία της χώρας αυτής με βάση τα υποτιθέμενα πολιτισμικά γνωρίσματα των Αμερικανών και δεν περιελάμβανε ούτε μία βιβλιογραφική αναφορά στα αγγλικά; Αν επιπλέον μια πρόχειρη ανάγνωση αποκάλυπτε σωρεία αδικαιολόγητων γενικεύσεων, αφελών απλουστεύσεων και λαθών, τότε το βιβλίο αυτό δεν θα δικαιολογούσε καν τον κόπο της βιβλιοκριτικής.


Το ίδιο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς για το πόνημα των Legg και Roberts. Πιστεύω όμως ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η επισήμανση της αναξιοπιστίας του βιβλίου αυτού είναι απαραίτητη. Αφενός γιατί μια μελέτη αμερικανών πανεπιστημιακών θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς αυταπόδεικτα έγκυρη. Αφετέρου γιατί, λόγω της έλλειψης μονογραφιών για την ελληνική κοινωνία στα αγγλικά, το βιβλίο αυτό θα χρησιμοποιηθεί αναπόφευκτα ως εγχειρίδιο αναφοράς από δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς. Φοβάμαι ότι τα λάθη που περιέχει και η διαστρεβλωμένη εικόνα της Ελλάδας που παρουσιάζει θα αναπαραχθούν ευρύτατα. Πώς μπορεί να προφυλαχθεί κανείς στο μέλλον από ένα τέτοιο ενδεχόμενο;


Η υστερία (που είχαν, π.χ., προκαλέσει πριν από μερικά χρόνια οι απόψεις του άγγλου ιστορικού Ερικ Χόμπσμπάουμ) αποτελεί το είδος ακριβώς της αντίδρασης που ενισχύει όσους υιοθετούν απόψεις παρόμοιες με αυτές του βιβλίου. Η κρατική κινητοποίηση (όπως πρόσφατα απαιτούσε βουλευτής για το βιβλίο του Χάντιγκτον) θα ήταν αναξιόπιστη, ατελέσφορη και επικίνδυνη. Μεταφράσεις παρωχημένων βιβλίων γραμμένων αποκλειστικά για το ελληνικό κοινό και διαποτισμένων από πνεύμα υπερβολής θα έπεφταν αναπόφευκτα στο κενό: κανένας, και δικαίως, δεν θα τις έπαιρνε στα σοβαρά. Η δυναμική της (αγγλόφωνης) ακαδημαϊκής και εκδοτικής αγοράς αποτελεί την καλύτερη εγγύηση απέναντι σε διαστρεβλώσεις τέτοιου είδους. Η συγγραφή σοβαρών και αξιόπιστων εργασιών για την Ελλάδα (κάτι που δεν συμπίπτει βεβαίως με την προώθηση μιας προπαγανδιστικά θετικής εικόνας για τη χώρα) είναι η μόνη απάντηση σε βιβλία σαν αυτό των Legg και Roberts.


Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών «Αλέξανδρος Ωνάσης» του New York University.