Ο Φραγκολεβαντίνος



Ο Ζιλμπέρ Σινουέ έχει πολλές πατρίδες και πολλούς θεούς. Παιδί της Μεσογείου ­ από πατέρα Αιγύπτιο, μητέρα Γαλλίδα και γιαγιά Ελληνίδα (από τον Βόλο) ­, λέει ότι πιστεύει «στην Αφροδίτη, στον Δία και στον Απόλλωνα». Τον συναντήσαμε μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας και, παρά το νέφος και τη ζέστη, επαναλάμβανε πως λατρεύει αυτόν τον τόπο. Θέλει άλλωστε να αγοράσει ένα σπίτι στη Χαλκιδική ή στις Κυκλάδες και να βελτιώσει τα ελληνικά του. Θεωρεί ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στη ζωή. Θα αποκτήσει ένα «ορμητήριο» στην πατρίδα της γιαγιάς του, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τις σχέσεις του με την Αίγυπτο χάρη σε μια ευχάριστη σύμπτωση αφού το μωρό που υιοθέτησε πριν από δύο χρόνια έχει γεννηθεί στο Κάιρο. Στο τελευταίο του βιβλίο «Το ζαφείρι του Θεού» υποστηρίζει το δικαίωμα του να είναι κανείς διαφορετικός. Τοποθετεί το μυθιστόρημά του στο Τολέδο του Μεσαίωνα και, όπως σε κάθε του βιβλίο, αναπλάθει ολόκληρη την εποχή. Ο τίτλος στο πρωτότυπο «Le livre de saphir» «εμπεριέχει ένα λογοπαίγνιο καθώς η λέξη σαφίρ μοιάζει με το σεφίρ, που στα εβραϊκά σημαίνει βιβλίο. Σημαίνει δηλαδή «Το βιβλίο των βιβλίων»…».


Ο Ζιλμπέρ Σινουέ δεν θέλει να μιλά για τα βιβλία του γιατί «είναι σαν να έχεις κάνει έρωτα το βράδυ και όλοι να σε ρωτούν την επομένη πώς πέρασες». Παρ’ όλα αυτά, δεν αρνείται τις συνεντεύξεις αφού «στη Γαλλία κυκλοφορούν 40.000 βιβλία τον χρόνο και οι συγγραφείς πρέπει να υπερασπίζονται τη δουλειά τους». Και όταν ο Σινουέ μιλά για δουλειά δεν αστειεύεται: ξυπνά κάθε μέρα στις έξι το πρωί και εργάζεται ασταμάτητα επί δώδεκα ώρες. «Δεν πιστεύω στην έμπνευση. Ή μάλλον υπάρχει έμπνευση όταν συλλαμβάνουμε ένα θέμα. Οχι όμως όταν το δουλεύουμε. Για παράδειγμα, δεν νομίζω ότι, αν αφεθώ στην επίδραση της άνοιξης, θα μπορέσω να συνεχίσω αργότερα. Το βιβλίο θα με εγκαταλείψει και δεν θα ξαναβρώ τον ρυθμό του. Δουλεύω όπως όλος ο κόσμος και παίρνω «κανονική» άδεια το καλοκαίρι».



Ο Σινουέ ανήκει στην τυχερή μειονότητα των λογοτεχνών της Γαλλίας που δεν έχουν άλλη επαγγελματική απασχόληση. «Ευτυχώς τα βιβλία μου πουλάνε. Δεν θα μπορούσα ποτέ να διαμαρτυρηθώ γι’ αυτό που αποκαλούν «εμπορευματοποίηση» της λογοτεχνίας γιατί έχω ωφεληθεί. Αυτό που έχει αρχίσει να με εκνευρίζει με τα μέσα ενημέρωσης είναι πως απαιτούν να είμαι ωραίος, να έχω φωτογένεια και άποψη επί παντός επιστητού». Η αναγνώριση ήρθε το 1987, όταν τιμήθηκε με το βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος «Jeand’heurs» για το βιβλίο του «Η πορφύρα και η ελιά». Στην Ελλάδα έχουν μεταφραστεί «Η Αιγυπτία» και «Η κόρη του Νείλου». Μέχρι στιγμής έχει γράψει μόνο ιστορικά μυθιστορήματα. Πλάθει ήρωες που συναντούν ιστορικά πρόσωπα και αυτό είναι κάτι που τον ενθουσιάζει. Αλλωστε «πάντοτε έχουμε κάτι να διδαχτούμε από το παρελθόν. Οσα ζούμε σήμερα είναι αποτέλεσμα ζωής σαράντα χιλιάδων χρόνων». Οι ιστορίες από το παρελθόν μάς επιτρέπουν να δραπετεύσουμε από το παρόν, το οποίο είναι μάλλον απογοητευτικό για τον Σινουέ. Λέει όμως πως εξακολουθεί να είναι αισιόδοξος.


«Το ζαφείρι του Θεού» εκτυλίσσεται στην Ισπανία του 15ου αιώνα. Οι τέσσερις ήρωες ­ ένας Εβραίος, ένας Αραβας, ένας χριστιανός και μια γυναίκα ­ αναζητούν ένα βιβλίο· το ιερό βιβλίο που άφησε ο Θεός στους ανθρώπους για να ανατρέχουν όποτε βασανίζονται από αμφιβολίες. Οι ήρωες ταξιδεύουν σε όλη την Ιβηρική χερσόνησο και βρίσκουν την απάντηση με το σχήμα της διαδρομής τους πάνω στον χάρτη. Ο συγγραφέας επισκέφτηκε τα έξι βασίλεια της εποχής: της Σεβίλλης, της Λεόν, της Καστίλλης, της Αραγονίας, της Μούρθια και της Γρανάδας. Αναζήτησε στη σύγχρονη Ισπανία τα σημάδια του παρελθόντος σε ένα ταξίδι που διήρκεσε περισσότερο από ένα μήνα. Χρόνος ελάχιστος αν αναλογιστεί κανείς ότι χρειάστηκαν δύο χρόνια για να συγκεντρώσει το υλικό του τελευταίου βιβλίου του. Το θέμα όμως το είχε σκεφτεί από την εφηβεία του, τότε όπου φοιτούσε σε σχολείο ιησουιτών.


Το βιβλίο χρησιμοποιεί αρκετούς συμβολισμούς αλλά ο συγγραφέας συνιστά να μην εμμένουμε σε αυτούς: «Μπορεί να μας κάνουν προληπτικούς και αυτό είναι επικίνδυνο». Οταν του επισημαίνουμε ότι το εμπορικότερο βιβλίο στον κόσμο πέρυσι («Ο Αλχημιστής» του Βραζιλιανού Πάουλο Κοέλο) βασιζόταν στο παιχνίδι με τα σύμβολα, απαντά: «Καταλαβαίνω την επιτυχία του «Αλχημιστή», αλλά δεν βρίσκω ότι είναι σπουδαίο βιβλίο. Οσοι το διαβάζουν λένε ότι τους δίνει ελπίδα. Μοιάζει πάντως με ιστορία για παιδιά δώδεκα ετών».


Ο Ζιλμπέρ Σινουέ θεωρεί ότι καθυστέρησε πολύ να γίνει συγγραφέας εκδίδοντας το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία σαράντα ετών. «Αν είχα ξεκινήσει νωρίτερα, θα ήμουν καλύτερος. Οσο δουλεύεις τόσο βελτιώνεσαι…». Δεν αναζητεί πάντως λάθη στα βιβλία του που ήδη κυκλοφορούν. Τα άγγιξε για τελευταία φορά όταν παρέδωσε τα χειρόγραφα στον εκδότη και έκτοτε δεν θέλει να τα ακουμπήσει: «Τα θεωρώ ξένα. Μου φαίνεται τόσο παράξενο όταν βλέπω το όνομά μου στο εξώφυλλο. Δεν συνειδητοποιώ ότι είμαι εγώ εκείνος που το έχει γράψει. Και πολύ περισσότερο όταν μου δείχνουν ένα βιβλίο σε ξένη γλώσσα, όπως τα ελληνικά, και μου λένε ότι είναι δημιούργημά μου. Πάντως δεν θα μπορούσα ποτέ να διαβάσω κάτι δικό μου. Το βρίσκω πολύ ναρκισσιστικό».


Οι παρουσιάσεις των βιβλίων του στο εξωτερικό τού δίνουν μια καλή αφορμή για τα ταξίδια του. Εζησε ως την ηλικία των δεκαοκτώ ετών στην Αίγυπτο, περιηγήθηκε στην Ελλάδα, έμεινε στον Λίβανο, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και έκτοτε μετακινείται στην υφήλιο με κάθε ευκαιρία: «Μου αρέσει να συναντώ κόσμο. Κάθε άνθρωπος που γνωρίζουμε έχει να μας δώσει κάτι. Δεν μου αρέσει η απομόνωση ούτε των ατόμων ούτε των εθνών». Μετά από όλα αυτά τα ταξίδια νιώθει κάτι να τον προσελκύει στην Ελλάδα.


Το επόμενο βιβλίο του Ζιλμπέρ Σινουέ θα κυκλοφορήσει στη Γαλλία τον Σεπτέμβριο. Αυτή τη φορά δεν θα είναι ιστορικό μυθιστόρημα. Ούτε καν μυθιστόρημα. Εχει γράψει τη βιογραφία του Μοχάμετ Αλι, «όχι του μποξέρ, όπως μου λένε όλοι…». Η πρώτη εκτίμηση από τον ίδιο είναι ότι δεν θα έχει ανταπόκριση γιατί «το κοινό περιμένει ένα βιβλίο που να μοιάζει με τα προηγούμενα. Είναι όμως γραμμένο απλά. Με έχει επηρεάσει πολύ ο Στέφαν Τσβάιχ, που έγραφε βιογραφίες, όπως της Μαρίας Αντουανέτας, του Μπαλζάκ και του Ρισελιέ, σαν να έγραφε μυθιστορήματα».


Το επόμενο βήμα του Ζιλμπέρ Σινουέ θα είναι καθοριστικό. Οι κριτικοί έγραψαν διθυράμβους για «Το ζαφείρι του Θεού» και «τώρα καραδοκούν στη γωνία». «Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι ένα καλό βιβλίο δεν χάνεται ποτέ. Δεν υπάρχει κάποιος Μότσαρτ της λογοτεχνίας που είναι άγνωστος επειδή τον παραμερίζουν τα συμφέροντα των μέσων ενημέρωσης».