ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ερώτημα πίσω από την κουβέντα περί «αριστερού Μάαστριχτ» αφορά τη θέληση των ευρωπαϊκών κρατών να δεθούν μέσω ενός κοινού νομίσματος και την ισοτιμία που θα έχει το ευρωνόμισμα με το δολάριο κατά πρώτο λόγο και με το γεν κατά δεύτερο. Ο μοναδικός στόχος των περίφημων πέντε κριτηρίων ονομαστικής σύγκλισης είναι να εξασφαλισθούν η δυναμική είσοδος και η μακροχρόνια σταθερότητα του νέου διεθνούς νομίσματος.


Αποτελεί αυταπάτη πρώτου βαθμού να πιστεύει κανείς ότι αυτά ή και κάποια άλλα κριτήρια θα μπορούσαν να απαντήσουν στα βαθύτερα, ουσιαστικά και δύσκολα προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών ή στην αναδιάταξη των δομών του κοινωνικού κράτους.


Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που κατά πρώτο λόγο απαιτείται για τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος είναι η στήριξή του από μια διαυγή πολιτική θέληση και από μια πολιτική εξουσία αποφασισμένη να επιτύχει την καθιέρωσή του. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με σαφήνεια έχουν τοποθετηθεί υπέρ της τήρησης του χρονοδιαγράμματος δημιουργίας του κοινού νομίσματος. Η ενίσχυση όμως της αριστερής στροφής των λαών στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία πρώτα, Βρετανία πριν από ένα μήνα και Γαλλία τώρα) δημιουργεί αμφιβολίες για τις συνθήκες που θα ισχύουν την περίοδο καθιέρωσής του.


Οταν λέμε «συνθήκες» εννοούμε δύο πράγματα:


(α) Την κατάσταση των οικονομιών των χωρών που θα αποτελέσουν τον αρχικό πυρήνα του ευρωνομίσματος σε σύγκριση με τις άλλες μεγάλες παγκόσμιες οικονομικές μονάδες, δηλαδή τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.


(β) Τη σαφήνεια με την οποία θα δοθεί η ­ πολιτική βεβαίως ­ εντολή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ακολουθεί μια νομισματική πολιτική αυστηρά προσηλωμένη στον αντιπληθωριστικό στόχο.


Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη σημασία των κριτηρίων ως προς το πρώτο σημείο. Η σταθεροποίηση του πληθωρισμού στα σημερινά χαμηλά επίπεδα και η διατήρηση του ήρεμου κλίματος στις αγορές των νομισμάτων επιτρέπει τη χαμηλή πτήση των επιτοκίων. Εφόσον οι δείκτες αυτοί συνδυασθούν με την εξασφάλιση μικρότερων κρατικών ελλειμμάτων, άρα και περιορισμού του δημόσιου χρέους, οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα είναι σε θέση να στηρίξουν ένα ισχυρό εύρο.


Μέτρο σύγκρισης της ισχύος του ευρωνομίσματος θα είναι, προφανώς, η σταθερότητα και η ιστορική ισχύς του γερμανικού νομίσματος ­ τόσο έναντι των υπόλοιπων ευρωπαϊκών νομισμάτων όσο και έναντι του δολαρίου. Ας σημειώσουμε ότι ένας Γερμανός χρειαζόταν 3,6 μάρκα για να αγοράσει ένα ECU το 1971 ενώ η τρέχουσα ισοτιμία είναι μόλις 1,96 μάρκα. Αντιστοίχως η ισοτιμία δολαρίου/ECU ήταν 1,04 τότε και 1,13 τώρα. Δεδομένου ότι η αξία του ευρωνομίσματος, που το «περιμένουμε» να γεννηθεί την 1.1.1999, θα είναι ίση με εκείνη που θα έχει το ECU την 31η Δεκεμβρίου 1998, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της οικονομικής ευρωστίας των μεγάλων χωρών που θα αποτελέσουν τον πυρήνα του.


Αν μάλιστα κάποιοι ενδιαφέρονται ζωηρά για την ισχύ του ευρωνομίσματος, αυτοί είναι οι Γερμανοί. Στο κάτω κάτω αυτοί είναι που θα ανταλλάξουν το μάρκο τους με το νέο νόμισμα. Η υποστήριξη που βρήκε στην κοινή γνώμη, μέσα στο κοινοβούλιο, ακόμη και στην κυβερνητική πλειοψηφία ο κ. Χανς Τιτμάγερ, διοικητής της κεντρικής τράπεζας, στη νικηφόρα για αυτόν διαμάχη του με τον υπουργό Οικονομικών κ. Τέο Βάιγκελ είναι χαρακτηριστική της ψυχολογίας των Γερμανών που θεωρούν εθνικό τους καθήκον να εναντιωθούν σε ένα ασθενές εύρο.


Αλλωστε ήδη η ενίσχυση του δολαρίου έναντι του μάρκου, που διαρκεί πάνω από ένα εξάμηνο, δημιουργεί ερωτηματικά για τη μεσοπρόθεσμη πορεία των ευρωπαϊκών νομισμάτων. Αντιμέτωπη με την ύφεση και τη συνεχή διόγκωση της ανεργίας η γερμανική κυβέρνηση δυσκολεύεται να φέρει το κρατικό έλλειμμα κοντά στο κρίσιμο ποσοστό του 3% ως αναλογία στο εγχώριο προϊόν. Αλλά και η Μπούντεσμπανκ, με αυτά τα πραγματικά δεδομένα και με τον πληθωρισμό να κινείται με ετήσιο ρυθμό 1,2%, κρατάει τα επιτόκια χαμηλότερα από εκείνα του δολαρίου, γεγονός που εξηγεί την ουσία της υποχώρησης του γερμανικού νομίσματος έναντι του δολαρίου. Από το 1996 ως σήμερα η διαφορά μεταξύ της απόδοσης στις δύο μεγάλες αγορές ομολόγων, του αμερικανικού και του γερμανικού Δημοσίου, έφθασε στο 1%. Μπορεί οι δύο οικονομίες να βρίσκονται σε διαφορετική φάση του κύκλου «ύφεση – ανάκαμψη», με την αμερικανική να προπορεύεται, αλλά για την πραγματική ερμηνεία της πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τις αμφιβολίες που υπάρχουν ως προς τη σύνθεση της ιδρύτριας ομάδας του ευρωνομίσματος.


Οι αμερικανοί επενδυτές και κυβερνητικοί παράγοντες αντιλαμβάνονται τώρα καλύτερα ότι ένα ασθενές εύρο θα δώσει σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις ευρωπαϊκές εξαγωγικές επιχειρήσεις έναντι των αμερικανικών. Αυτά έχουν κατά νουν και οι γάλλοι σοσιαλιστές όταν σημειώνουν ότι η «απαραίτητη νομισματική σταθερότητα πρέπει να στηριχθεί σε ρεαλιστικές ισοτιμίες μεταξύ των μεγάλων νομισμάτων, αποφεύγοντας την υπερτίμηση του ευρωνομίσματος έναντι του δολαρίου και του γεν».


Το παράδοξο είναι ότι στο σημείο αυτό δεν υπάρχει ουσιαστική διαφωνία με τις περισσότερο φιλελεύθερες απόψεις. Μόνο που οι τελευταίοι ξεκινούν από άλλο σημείο. Πιστεύουν ότι για να επιτευχθεί μια ρεαλιστική αλλά και σταθερή ισοτιμία του κοινού νομίσματος με το δολάριο πρέπει να έχει εξασφαλισθεί πλήρως η δημοσιονομική ουδετερότητα. Για να γίνει αυτό χρειάζεται το δημόσιο έλλειμμα να μην οδηγεί σε αύξηση των δανειακών αναγκών του κράτους και, τελικά, σε διόγκωση του δημόσιου χρέους. Οταν το έλλειμμα δεν συμμαζεύεται, οδηγούμαστε σε αύξηση των επιτοκίων παρά την τιθάσευση του πληθωρισμού. Αυτό είναι εξαιρετικά αρνητικό για τις προοπτικές ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών, καταλήγουν οι ίδιοι. Πώς θα αντιδράσουν οι τραπεζίτες


ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ θέμα αποφασιστικής σημασίας για τη δύναμη με την οποία θα γίνει το ντεμπούτο του ευρωνομίσματος στις διεθνείς αγορές είναι η νομισματική πολιτική (δηλαδή η πολιτική επιτοκίων) που θα εφαρμόσει η νέα Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία θα αναλάβει την έκδοση και τη διαχείριση της συναλλαγματικής πολιτικής του κοινού νομίσματος, στη θέση καθεμιάς από τις κεντρικές τράπεζες των χωρών που θα ιδρύσουν το εύρο.


Οπως έχει ήδη ορισθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία, η ΕΚΤ θα είναι ανεξάρτητη από πολιτικές πιέσεις και «συμβουλές» και ο μοναδικός της στόχος θα είναι να επιτυγχάνει χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό. Είναι επίσης προφανές ότι στην περίπτωση όπου κατά την πολιτική διαβούλευση, η οποία θα γίνει τον Απρίλιο του 1998 μεταξύ των αρχηγών των ευρωπαϊκών κρατών, γίνει μια ελαστικότερη ερμηνεία ορισμένων κριτηρίων και κυρίως εκείνου που αφορά το μέγεθος του κρατικού ελλείμματος, τότε θα επιβεβαιωθούν τα σενάρια περί ασθενούς ευρωνομίσματος.


Παρόμοιος συνδυασμός θα υποχρεώσει την ΕΚΤ να ακολουθήσει από την πρώτη στιγμή, από τις αρχές δηλαδή του 1999, μια σκληρή νομισματική πολιτική υπεράσπισης της αξίας και της αξιοπιστίας του νέου νομίσματος. Οπως είναι γνωστό, αυστηρή νομισματική πολιτική σημαίνει υψηλά επιτόκια. Αλλωστε στην περίπτωση ενός «μαλακού» ευρωνομίσματος η νέα κεντρική τράπεζα θα έχει έναν παραπάνω λόγο να θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών.


Αυτοί που ψηφίζουν για τη σημασία και τη θέση ενός διεθνούς νομίσματος είναι οι διεθνείς επενδυτές: αγοράζοντας τις αξίες (όπως είναι τα ομόλογα και άλλα επενδυτικά προϊόντα) που είναι εκπεφρασμένες στο νόμισμα αυτό. Οσο περισσότερα κεφάλαια τοποθετούνται πάνω σε ένα νόμισμα τόσο ισχυρότερο γίνεται αυτό και τόσο ευκολότερο είναι για την κεντρική «του» τράπεζα να μειώνει τα επιτόκια διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτόν την οικονομία που το χρησιμοποιεί.


Αυτό που φοβίζει τις αγορές και, κατ’ αναλογίαν, τους «κακούς τραπεζίτες» είναι το εξής: αν η αρχική ομάδα του ευρωνομίσματος περιλαμβάνει χώρες που έχουν σοβαρές δημοσιονομικές δυσκολίες, όπως θεωρούνται ότι έχουν η Ιταλία και η Ισπανία, την παρουσία των οποίων επιδιώκουν οι γάλλοι σοσιαλιστές, και αν η Γερμανία και η Γαλλία, που θα είναι η καρδιά της νέας νομισματικής ζώνης, δεν έχουν λάβει μέτρα μακροχρόνιας μείωσης του δημόσιου ελλείμματος, τότε η κεντρική τράπεζα θα είναι υποχρεωμένη, προκειμένου να υπερασπίζεται μια δυναμική ισοτιμία με το δολάριο, να διατηρεί υψηλότερα επιτόκια από εκείνα που θα μπορούσε να έχει εφόσον τα ελλείμματα ήταν μικρότερα.


Η δυνατότητα αυτή είναι που κάνει τους Γάλλους (σοσιαλιστές και συντηρητικούς) να επιθυμούν μια «οικονομική κυβέρνηση» ως αντίβαρο στο περίφημο «σύμφωνο σταθερότητας» με το οποίο συμβιβάστηκαν οι ευρωπαίοι ηγέτες στο Δουβλίνο, μετά την εκνευριστική εμμονή του γερμανού υπουργού Οικονομικών. «Ποιος θα ελέγχει τους τραπεζίτες» ερωτούν «αν όχι η πολιτική ηγεσία;». Ο λόγος που θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο είναι απλός: στην περίπτωση όπου οι κυβερνήσεις αποφασίσουν να πάρουν μέτρα αναθέρμανσης των οικονομιών τους, προκειμένου να πολεμήσουν την ανεργία, δεν θα ήθελαν να βρεθούν αντιμέτωπες με τα υψηλά επιτόκια στα οποία θεωρείται βέβαιο ότι θα καταφύγουν οι τραπεζίτες.