ΕΠΤΑ χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης: επτά χρόνια σποράς στη χέρσα και άνυδρη στον τόπο μας γη της πληροφόρησης. Τι άραγε μπορεί να δώσει η ως τώρα συγκομιδή; Ποιος μπορεί να ‘ναι ο πρώτος απολογισμός; Οποιες και αν είναι οι επιφυλάξεις, όποιοι και αν είναι οι φόβοι, υπάρχει ένα θετικό στοιχείο, το οποίο από μόνο του αρκεί για να δικαιώσει και το πείραμα και την πραγματικότητα που διαμόρφωσε. Η κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στον χώρο της τηλεόρασης και μαζί της η σταδιακή αποδυνάμωση της σκοταδιστικής, αναχρονιστικής και αντιδημοκρατικής μονομέρειας στην πληροφόρηση.


Η γέννηση


Α. Βεβαίως τίποτε δεν είναι ειδυλλιακό στον κόσμο που ζούμε. Ούτε, κατά συνέπεια, και στην τηλεόραση. Πώς, άλλωστε, θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;


1. Η ιδιωτική τηλεόραση γεννήθηκε ως θεσμικώς νόθο παιδί από την αναγκαστική συνεύρεση του παραδοσιακού δημόσιου καταναγκασμού με την ολοένα και περισσότερο εμφανή ανάγκη για ελεύθερη και αντικειμενική πληροφόρηση. Η νομιμοποίησή της ήρθε με μεγάλη και φθοροποιό καθυστέρηση.


2. Αλλωστε στη χώρα μας έχουμε παράδοση στη νομιμοποίηση αυθαιρέτων. Για παράδειγμα, πρώτα δημιουργήθηκαν τα κτίσματα και πάνω στην κατάσταση που δημιουργήθηκε διαμορφώθηκε ο χωροταξικός και οικιστικός σχεδιασμός.


Β. Και στον χώρο των ερτζιανών πρώτα δημιουργήθηκε η ιδιωτική τηλεόραση και ύστερα διαμορφώθηκε το θεσμικό πλαίσιο που τη ρυθμίζει κανονιστικώς. Ενα θεσμικό πλαίσιο κατ’ ανάγκη πρόχειρο και ατελές. Τα αποτελέσματα ήταν αναμενόμενα:


1. Η ιδιωτική τηλεόραση βάδισε και βαδίζει ακόμη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Ας μην ξεχνάμε ότι ως σήμερα δεν έχει πλήρως νομιμοποιηθεί, αφού εκτός από το μεγάλο ζήτημα των συχνοτήτων παραμένει, μοιραία, η εκκρεμότητα των οριστικών αδειών. Η ιδιωτική τηλεόραση ζει πάντα στο ημίφως της νομιμότητας και τελεί υπό ένα ιδιότυπο αλλά ιδιαίτερα χρήσιμο στη δημόσια εξουσία καθεστώς κρατικής ομηρείας.


2. Και η κρατική τηλεόραση; Απροετοίμαστη ­ μολονότι η έκβαση ήταν από καιρό ορατή ­ έχασε το μοναδικό δεκανίκι στο οποίο, δυστυχώς, πάντα στηριζόταν: το μονοπώλιο της πληροφόρησης. Και παρά την αδιαμφισβήτητη υπεροχή της σε έμψυχο υλικό και σε υλικοτεχνική υποδομή, ως γνήσιο παράδειγμα γραφειοκρατικής δημόσιας υπηρεσίας, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί. Τηρουμένων των αναλογιών έχει την τύχη των δεινοσαύρων. Και παρά κάποιες φιλότιμες αλλά μεμονωμένες και άρα απρόσφορες προσπάθειες, παραμένει πιστή θεραπαινίδα του εκάστοτε ενοίκου της οδού Ζαλοκώστα, προκειμένου δι’ αυτού να υπηρετεί άκριτα τον εκάστοτε υψηλό κάτοικο του Μεγάρου Μαξίμου.


Την εικόνα συμπληρώνει το θλιβερό γεγονός ότι έρχεται στην επικαιρότητα συνήθως όταν πρόκειται να δοθούν στη δημοσιότητα κλασικά παραδείγματα ελλειμματικών επιχειρήσεων του ελληνικού Λεβιάθαν, δηλαδή του τεράστιου και αδηφάγου δημόσιου τομέα.


Η αμφισβήτηση


Αλλο ένα, διόλου παρήγορο, φαινόμενο στην πορεία της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα μας είναι το ότι κρίνεται και αμφισβητείται, στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου, όχι τόσο με βάση την ποιότητά της, όσο με βάση τη διαπλοκή του δημόσιου με το ιδιωτικό συμφέρον.


Α. Μέσο τεράστιας πίεσης και επιρροής, από την ίδια της τη φύση, η ιδιωτική τηλεόραση αποτελεί, διεθνώς μάλιστα, πειρασμό για καθένα που επιδιώκει να θεμελιώσει την οικονομική του κυριαρχία. Το ότι δεν είναι πάντοτε ανιδιοτελής η συνάντηση του κεφαλαίου με την ιδιωτική τηλεόραση φαίνεται από την εμμονή ορισμένων να σπαταλούν τεράστια ποσά γι’ αυτήν την πολυέξοδη συνοδό, με την προοπτική να κερδίσουν το αντίστοιχο όφελος από τα θέλγητρά της όχι ευθέως και προσωπικώς, αλλά μέσω των υπηρεσιών που δι’ αυτής παρέχουν στους πάντοτε έχοντες ­ συνήθως βεβαίως λόγω κρατικής επιχορήγησης ­ φορείς του δημόσιου τομέα.


Β. Είναι αλήθεια ότι, ιδίως τελευταία, έγιναν κάποιες προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου της διαπλοκής. Μόνο που, πέρα από το γεγονός ότι ακόμη και οι ήδη θεσπισμένες ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται, η κατεύθυνση ήταν και παραμένει λανθασμένη. Και θα παραμείνει λανθασμένη όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι η πάταξη της διαπλοκής ­ υπαρκτής ή εν δυνάμει ­ δεν μπορεί να επιχειρηθεί αποκλειστικώς μέσα από την εξασφάλιση ­ ιδιαιτέρως δύσκολη άλλωστε στην πράξη ­ της διαφάνειας των δραστηριοτήτων του ιδιοκτήτη της ιδιωτικής τηλεόρασης. Η πάταξη της διαπλοκής πρέπει πρωτίστως να επιχειρηθεί ιδίως μέσω της εξυγίανσης και της εξασφάλισης της διαφάνειας του κρατικού συστήματος δημόσιων συμβάσεων και, κυρίως, έργων και προμηθειών. Γιατί είναι αυτονόητο ότι η διαπλοκή τότε μόνο θα πάψει να ευδοκιμεί, όταν το έδαφος της κρατικής δράσης καταστεί απρόσφορο για τη σπορά της.


Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα πώς μπορούμε και πρέπει να θεωρήσουμε σήμερα τον έλληνα τηλεθεατή; Ως το πρόσωπο που συμπιέζεται και συρρικνώνεται διαρκώς υπό το καταθλιπτικό βάρος της πληροφόρησης που έρχεται από κάθε κατεύθυνση, όπως θέλει ο Ρ. Bruckner στον «Πειρασμό της αθωότητας»; Ή ως τον τραγικό Σίσυφο που, κατά τον Α. Camus στον «Μύθο του Σισύφου», πρέπει να τον φαντασθούμε ευτυχισμένο;


Επειδή η ιδιωτική τηλεόραση δεν είναι ούτε κόλαση ούτε παράδεισος ­ άρα δεν μπορεί από μόνη της να οδηγήσει ούτε στην απόλυτη δυστυχία ούτε στην απόλυτη ευτυχία ­, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση.


Οπως παντού στον κόσμο έτσι και στον τόπο μας ο τηλεθεατής, όσο δύσκολο και αν φαίνεται κάτι τέτοιο, πρέπει να αισθάνεται και να είναι κυρίαρχος απέναντι στην ιδιωτική τηλεόραση, αφού αυτή, κατά βάθος, εξαρτάται από την ετυμηγορία του. Και κάτι τελευταίο: Πρέπει να υιοθετήσει το πρότυπο του κάκτου στην έρημο. Οπως εκείνος ζει και εξελίσσεται απομυζώντας και την ελάχιστη σταγόνα πρωινής δροσιάς στο ερημικό τοπίο που φυτρώνει, έτσι και ο τηλεθεατής μπορεί και οφείλει να πάρει από την τηλεόραση εκείνο που είναι δυνατό να συμβάλει στην αέναη πολιτιστική του εξέλιξη.


Θα μου πείτε λίγο δύσκολο και πολύ ρομαντικό. Μήπως όμως ξέρει κανείς από μας κάτι μεγάλο που φτιάχτηκε χωρίς κόπο και όνειρα; Και μήπως και απέναντι στην καταλυτική δύναμη της τηλεόρασης δεν έχει θέση η προτροπή του Ο. Ελύτη ­ Αντιφωνητή προς τη Μαρία Νεφέλη: «Κάνε άλμα πιο γρήγορα από τη φθορά»;