Καληνύχτα, Μάγκι



Η λογοτεχνία συχνά συνδυάζεται με αθυμία και νέφη θλίψεως. Λίγοι μόνο καταλέγονται στην κλειστή λέσχη των καλών, σκωπτικών συγγραφέων, μια λέσχη με παράδοση στη Βρετανία. Ο Τζόναθαν Κόου αναγνωρίστηκε ως το λαμπρότερο μέλος της νέας γενιάς. Στα 33 του χρόνια, το 1994, έγραψε ένα μυθιστόρημα, το Τι ωραίο πλιάτσικο!, το οποίο αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη από το πρώτο πεντάλεπτο και τον απελευθερώνει στην τελευταία σελίδα. Μάλιστα, είναι το τέταρτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, αλλά το πρώτο που εκδίδεται στα ελληνικά. Ο Κόου είναι σήμερα 36 ετών, και μπορεί να υπερηφανεύεται επίσης για το ότι έγραψε ένα ανατρεπτικό μυθιστόρημα μένοντας πιστός στην κλασική μορφή του είδους ­ στην πλοκή, στο σασπένς, στη λύση του μυστηρίου. Γίνεται ακραίος όσο ένας Κουέντιν Ταραντίνο, θυμίζοντας ταυτοχρόνως Κάρολο Ντίκενς. Πώς επιτυγχάνεται η αντίφαση; Ο Κόου κατέχει τη βρετανική παράδοση του μυθιστορήματος και τη χρησιμοποιεί για να την κλονίσει. Οπως λέει κάποιος ήρωάς του προς το τέλος, «παίζει στο δικό της γήπεδο».


Πρωτίστως, ο Κόου δεν χάνει ποτέ το (μαύρο) χιούμορ του. Το βρετανικό χιούμορ είναι ίσως το πιο αξιαγάπητο χαρακτηριστικό αυτού του ιδιόρρυθμου λαού, που παρωδείται τόσο ανελέητα στο παρόν μυθιστόρημα. Ο Σωτήρης Σκίπης έγραφε το 1931 στην «Εστία» ότι το βρετανικό χιούμορ «ανήκει εις ιδιοσυγκρασίας μάλλον κατηφείς και κάποτε βαθείας. Και είναι ως επί το πλείστον η εκδήλωσις μιας πικραμένης ευαισθησίας. Είναι μια αντίληψις της τραγωδίας της ζωής, η οποία, αν και γνωρίζει ότι είναι πράγματι τραγωδία δι’ όσους αισθάνονται, αναγνωρίζει συγχρόνως ότι είναι κωμωδία δι’ όσους σκέπτονται». Και ο Ιππόλυτος Τεν παρατήρησε ότι στην Αγγλία, όταν κάποιος αστειεύεται, σπανίως έχει καλές διαθέσεις και ποτέ δεν είναι ευτυχής. Ετσι και οι ήρωες του Κόου. Αστειεύονται στις πιο μακάβριες στιγμές και χρησιμοποιούν το χιούμορ τους σαν φονικό όπλο. Συγχρόνως, όμως, αποκαλύπτεται το πλούσιο οπλοστάσιο του ίδιου του συγγραφέα. Για τέτοιους λεκτικούς διαξιφισμούς απαιτείται πολυγνωσία, ιστορική θεμελίωση, μέτρο και κομψότητα.


Πέραν των άλλων, ο Κόου είναι από τους λίγους συγγραφείς που κοιτάζει την εποχή του κατά πρόσωπο. Βρισκόμαστε στα 1990, στην πολιτική δεσπόζει ο Πόλεμος στον Κόλπο, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κυριαρχεί ο κιτρινισμός, το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποσαθρώνεται, η δημόσια υγεία απειλείται από τη σύγχρονη αγροχημική βιομηχανία. Ο ήρωας του βιβλίου, ένας νεαρός συγγραφέας, αναλαμβάνει να γίνει ο χρονικογράφος μιας παλιάς οικογένειας της αγγλικής αριστοκρατίας, των Γουίνσο. Μέσα από το ιστορικό αυτής της οικογένειας αναδύεται όλη η μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας. Είναι μια δυναστεία βγαλμένη από την κόλαση, μια «οικογένεια εγκληματιών, που τα πλούτη και το κύρος τους ήταν προϊόν κάθε λογής απάτης, πλαστογραφίας, λωποδυσίας, ληστείας, κλοπής, ζαβολιάς, κατεργαριάς, μπαγαποντιάς, λεηλασίας, δήωσης, διαρπαγής, παράνομης ιδιοποίησης, παραποίησης εγγράφου και διασπάθισης δημόσιου χρήματος». Τα χέρια τους είναι βουτηγμένα στο αίμα (των άλλων). Το πατρικό σπίτι της οικογένειας είναι οι Πύργοι των Γουίνσο, σκαρφαλωμένοι στην κορυφή ενός ψηλού απειλητικού λόφου, στη Μεσαγγλία, όπου λαμβάνουν χώρα σκηνές τρόμου. Η φιγούρα του Πάιλς, του γηραιού μπάτλερ της οικογένειας, συμπληρώνει ένα σκηνικό γοτθικό, ζοφερό, απόκοσμο.


Ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει εκτενώς τους έξι τελευταίους Γουίνσο, αδέλφια και ξαδέλφια, που ειδικεύονται ο καθένας και σε ένα διαφορετικό τομέα εκμετάλλευσης του κόσμου: ο Τόμας είναι ένα από τα ισχυρότερα μέλη του τραπεζικού κατεστημένου και προωθεί δάνεια τόσο στο Ιράκ όσο και στο Κουβέιτ. Ο Μαρκ, εξάδελφός του και φίλος του Σαντάμ, ασχολείται με το εμπόριο όπλων στη Μέση Ανατολή· ο Χένρι, ο αδελφός του, είναι ένας από τους πιο φιλόδοξους Εργατικούς βουλευτές της γενιάς του, ο οποίος γρήγορα ανακαλύπτει ότι το μέλλον του είναι κοντά στη Θάτσερ και τους Τόρηδες. Η Χίλαρι είναι μια ακριβοπληρωμένη βεντέτα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που προωθεί πάσης φύσεως συμφέροντα· ο αδελφός της, Ρόντι, ασχολείται με το εμπόριο έργων τέχνης χωρίς να ενδιαφέρεται στο παραμικρό για την τέχνη, ενώ η Ντόροθι έχει χτίσει μια βιομηχανία εκτροφής ζώων με μεθόδους επικίνδυνες για τη δημόσια υγεία.


Απέναντί τους ο αφηγητής – ήρωας φαίνεται να ζει με τις φαντασιώσεις του, μοναχικός, μελαγχολικός, εσωστρεφής. Περνάει τις μέρες και τις νύχτες του βλέποντας στο βίντεο την ίδια ταινία, βυθίζεται με μανία στον κόσμο των κινηματογραφικών ηρώων και στον μοναδικό αληθινό ήρωα των παιδικών του χρόνων, τον κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν. Σε σχέση με τους Γουίνσο, φαίνεται σαν «ηθοποιός από άλλο έργο». Ή μήπως δεν είναι; Τίποτε δεν είναι τυχαίο στο μυθιστόρημα του Κόου και όλα έχουν μια εξήγηση, την οποία αργά ή γρήγορα θα μάθει και ο αναγνώστης. Ο Κόου δεν ενδιαφέρεται να κάνει απλώς ένα κοινωνικό ρεπορτάζ, ούτε ένα σχόλιο πάνω στα ήθη της εποχής της Θάτσερ: γράφει ένα μυθιστόρημα, πιστός στην παράδοση του βικτωριανού μυθιστορήματος, αλλά και γνώστης της μαζικής κουλτούρας, των φιλμ νουάρ, των Β-movies, του αστυνομικού μυστηρίου. Το μυθιστόρημά του είναι σύνθεση πολλών διαφορετικών ειδών και συγχρόνως ένα ενιαίο, δεμένο σύνολο που οφείλει πολλά στην τεχνική του βίντεο: τη χρήση του τηλεχειριστηρίου, που γυρνάει την ταινία λιγάκι προς τα μπρος, έπειτα προς τα πίσω, έπειτα ακινητοποιεί την εικόνα, έπειτα προχωράει. Αλλωστε, από την αρχή υπάρχουν κάποια ερωτηματικά που ζητούν απάντηση.


Ο Τζόναθαν Κόου ανήκει σε ένα ρεύμα αμφισβήτησης της ένδοξης βρετανικής παράδοσης και απομυθοποίησης του αυτοκρατορικού μεγαλείου, ένα ρεύμα που εμφανίσθηκε στην Αγγλία τα μεταπολεμικά χρόνια και φούντωσε με την εμφάνιση συγγραφέων, θεατρικών έργων και κινηματογραφικών ταινιών που διακωμωδούσαν από τη βασίλισσα Βικτωρία ως τον Σαίξπηρ. Φυσικά, αυτή η διακωμώδηση δεν άρεσε σε όλους τους Βρετανούς, και δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο του Κόου εξόργισε τον κριτικό του «Spectator» («ε, καλά, άλλο ένα από αυτά τα φρικώδη μυθιστορήματα για την κατάσταση της χώρας που έχουν γραφεί τα τελευταία χρόνια…»), αλλά προκάλεσε και χείμαρρο επαίνων εντός και εκτός της Βρετανίας. Τιμήθηκε με το βραβείο John Llewellyn Rhys Prize στην Αγγλία και με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία, χαρακτηρίσθηκε βιβλίο του μήνα στον «Economist» και απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές στα περισσότερα έντυπα.


Οσον αφορά την πληγείσα υπερηφάνεια της βρετανικής άρχουσας τάξης, η Σώτη Τριανταφύλλου στο επίμετρο του μυθιστορήματος του Κόου δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των περιπετειών της μετά τη δεκαετία του 1960, όταν «ξαφνικά οι βαθυστόχαστοι Βρετανοί αποικιοκράτες παρουσιάζονταν ως κωμικοί γέροι με κάσκες και βερμούδες, και οι σοβαρές Αγγλίδες κυρίες ως ανέραστες γεροντοκόρες με τσιριχτές φωνές και κραυγαλέα καπελίνα». Στο μυθιστόρημα του Κόου έχουμε και πάλι τα βρετανικά στερεότυπα τα οποία εξωθούνται στην υπερβολή και στο γελοίο, αλλά αυτή τη φορά η άρχουσα τάξη δεν είναι περιθωριοποιημένη, ούτε άκακη. Οι σνομπ της Βρετανίας δεν είναι απλώς εκκεντρικοί ή γραφικοί, αλλά είναι στυγνοί εκμεταλλευτές. Πλάσματα διεφθαρμένα πίσω από μια βιτρίνα ευγενείας. Το αποτέλεσμα είναι κωμικό και ο Κόου το εκμεταλλεύεται στο έπακρον, με μια αποτελεσματικότητα άξια των καταβολών του.


Ο Κόου παραθέτει στο τέλος τις βασικές πηγές του έργου του, μια βιβλιογραφία αρκετά ευρεία. Είναι εμφανές ότι πρόκειται για ένα λογοτέχνη που δεν βασίζεται απλώς στο αισθητήριό του ή στο ταλέντο του, αλλά σε ικανές αποσκευές γνωσιολογικού περιεχομένου. Εχοντας και ο ίδιος μια πολύ σικ ανατροφή, με σπουδές στα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και του Γουόρικ, είναι κομμάτι αυτής της βρετανικής κοινωνίας που σατιρίζει. Εκ των έσω γίνονται οι καλύτερες ανατροπές.