Το μετάξι, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλεσάντρο Μπάρικο, είναι το «υφασμένο με τίποτα ύφασμα». Απαλό και ευάλωτο. Οπως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν ευρωπαίο έμπορο και μια γυναίκα που «τα μάτια της δεν είχαν ανατολίτικη κοψιά και το πρόσωπό της ήταν πρόσωπο παιδούλας». Αρκεί ένα τίποτα για να υφανθούν απόλυτα συναισθήματα μεταξύ τους. Το μετάξι δίνει την αφορμή στον ιταλό συγγραφέα να μιλήσει για τη γαλλική επαρχία στο τέλος του 19ου αιώνα, για το εμπόριο μεταξοσκώληκα στην Ιαπωνία, για τη σύγκρουση των πολιτισμών Ανατολής και Δύσης, για τον πόλεμο και τη συζυγική αγάπη. Η αφήγηση χτίζεται πάνω στους μινιμαλιστικούς κανόνες του Φίλιπ Γκλας, με ελάχιστες μονάδες ­ στην περίπτωση φράσεις ή ολόκληρες παραγράφους ­ να επαναλαμβάνονται εμπλουτισμένες στην πορεία του κειμένου. Ο μινιμαλισμός στις περιγραφές μάς αναγκάζει να δημιουργούμε τη λεπτομέρεια με τη φαντασία μας ή να εικάζουμε την έκβαση των συμβάντων.


Το βιβλίο του Αλεσάντρο Μπάρικο έχει έναν ιδιότυπο ρυθμό. Ο ίδιος έχει πει ότι κάθε ιστορία έχει τη μουσική της και το «Μετάξι» έχει μια «λευκή μουσική», που, όταν ερμηνεύεται καλά, είναι σαν να ερμηνεύεται η σιωπή. Είναι εύλογο πάντως που μεταφέρει τα πάντα σε πεντάγραμμο: γεννημένος στο Τουρίνο το 1958, ο Μπάρικο υπήρξε μουσικοκριτικός, ειδικευμένος στην όπερα. Σε ηλικία 33 ετών έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Castelli di rabbia» (Κάστρα θυμού) το οποίο τιμήθηκε στη Γαλλία με το βραβείο Medicis ξένης λογοτεχνίας. Το δεύτερο βιβλίο του «Oceano Mare» (Ωκεανός θάλασσα) πήρε το ιταλικό βραβείο Viareggio.


Το «Μετάξι» κυκλοφόρησε πέρυσι και χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα «Corriere della Sera» το μπεστ σέλερ της χρονιάς, πουλώντας περισσότερα από 500.000 αντίτυπα. Η δόξα στη χώρα του δεν οφείλεται μόνο στη συγγραφική δεξιοτεχνία. Ο Αλεσάντρο Μπάρικο είναι ο «ωραίος διανοούμενος» της ιταλικής τηλεόρασης, παρουσιάζοντας την πιο δημοφιλή εκπομπή για βιβλία. Ανάλογη απήχηση είχε όμως και στη Γαλλία, όπου η κριτική υποδέχθηκε το τελευταίο έργο του με διθυράμβους και το κοινό τού έδωσε μια θέση ανάμεσα στα δέκα πιο εμπορικά βιβλία των τελευταίων μηνών.


Κεντρική φιγούρα της ιστορίας είναι ο Ερβέ Ζονκούρ, από το χωριό Λαβιλεντιέ της Γαλλίας. Για να ζήσει αγόραζε και πωλούσε αβγά μεταξοσκώληκα. Κάθε χρόνο, τον Ιανουάριο, ταξίδευε για τις δουλειές του πέρα από τη Μεσόγειο, στη Συρία και στην Αίγυπτο. Επέστρεφε «την πρώτη Κυριακή του Απρίλη ­ εγκαίρως για τη θεία λειτουργία». Από την αρχή της αφήγησης μαθαίνουμε ότι ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που «παρατηρούν τη μοίρα τους με τον τρόπο που, οι περισσότεροι, συνηθίζουν να παρατηρούν μια βροχερή μέρα».


Το 1861 φεύγει για την Ιαπωνία που βρίσκεται «στην άκρη του κόσμου». Αγοράζει βυγά από τον Χάρα Κέι και ερωτεύεται την ερωμένη του, με το «πρόσωπο παιδούλας», της οποίας το όνομα δεν μαθαίνει ποτέ. Είναι, όπως πάντα, συνεπής στην ημερομηνία επιστροφής του. Την πρώτη Κυριακή του Απρίλη φέρνει στη σύζυγό του δώρο έναν μεταξωτό χιτώνα που «αν τον κρατούσες ανάμεσα στα δάχτυλά σου, ήταν σαν να έσφιγγες το τίποτα».


Τα ταξίδια επαναλαμβάνονται για τρία ακόμη χρόνια. Ο Ερβέ δεν καταφέρνει να μιλήσει στη μυστηριώδη γυναίκα που απασχολεί τη σκέψη του τόσον καιρό. Ωστόσο εκείνη τον επισκέπτεται ένα βράδυ. Η συνάντησή τους είναι βουβή και μοναδική. Χρειάζονται δέκα γραμμές διακριτικής αφήγησης για να αλλάξει ο ψυχικός κόσμος του ήρωα. Παράλληλα περιγράφονται η εισβολή των ξένων στην Ασία, οι διενέξεις ανάμεσα στην Κίνα και στην Ιαπωνία ενώ οι μετακινήσεις του ήρωα δίνουν μια απόχρωση «περιπέτειας». Οταν αντιλαμβάνεται ότι έχει χάσει για πάντα τον έρωτά του ξοδεύει όλη του την περιουσία στην κατασκευή ενός τεράστιου πάρκου στη βίλα του. Η σύζυγός του δεν εκδηλώνει ποτέ τις ανησυχίες της. Εκείνος περνά τον χρόνο του περπατώντας ανάμεσα στα δέντρα και στα λουλούδια. Ως το τέλος της ζωής του, «τις μέρες που είχε αέρα, κατέβαινε μέχρι τη λίμνη και περνούσε τις ώρες κοιτάζοντάς την, γιατί σχεδιασμένο πάνω στο νερό είχε την αίσθηση πως έβλεπε το ανεξήγητο και ανάλαφρο θέαμα που υπήρξε η ζωή του».