Η
πιο διαδεδομένη ερμηνεία για τη συντριπτική ήττα των Συντηρητικών στις πρόσφατες βρετανικές εκλογές είναι ότι το Εργατικό Κόμμα πρότεινε στους ψηφοφόρους ένα λίγο πολύ νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ­ και ότι οι τελευταίοι, μη βλέποντας βασικές προγραμματικές διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, ψήφισαν τον Μπλερ λόγω «ανίας»: μετά από 18 χρόνια Συντηρητικής διακυβέρνησης αισθάνθηκαν ότι ήρθε ο καιρός για μια αλλαγή προσωπικού στην εξουσία. Οπως χαρακτηριστικά τόνιζε το «Time Magazine» σε ένα άρθρο του λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, όποιο και αν είναι το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών, ένα πράγμα είναι βέβαιο: η Θάτσερ θα βγει νικήτρια.


Νομίζω πως αυτή η ερμηνεία είναι λανθασμένη. Ο βρετανικός λαός δεν ψήφισε τους Εργατικούς γιατί βαρέθηκε να βλέπει τα ίδια πρόσωπα στην κυβέρνηση, αλλά γιατί θέλει ριζική αλλαγή στις προτεραιότητες, στο σχήμα ιεράρχησης των αξιών που καθιέρωσε εδώ και δύο δεκαετίες το βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα.


Πιο συγκεκριμένα, λόγω ιδεολογίας και λόγω του ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας πήρε νεοφιλελεύθερη μορφή μετά την οικονομική κρίση του 1974, η Θάτσερ και ο διάδοχός της ακολούθησαν μια πολιτική η οποία υπέσκαψε την ισορροπία που υπήρχε στις δεκαετίες ’50 και ’60 μεταξύ της λογικής της παραγωγικότητας στον οικονομικό τομέα, της λογικής της αλληλεγγύης στον κοινωνικό, της λογικής της ουσιαστικής δημοκρατίας στον πολιτικό και της λογικής της αυτονομίας / αυτοπραγμάτωσης στον πολιτισμικό χώρο. Οι ιδιαίτερες αξίες των μη οικονομικών τομέων θυσιάστηκαν αδίστακτα στον βωμό της παραγωγικότητας / ανταγωνιστικότητας δημιουργώντας περισσότερο αυταρχισμό στον πολιτικό τομέα, τεράστιες ανισότητες στον κοινωνικό και μαζική ανομία / αλλοτρίωση / αποδιοργάνωση στο πολιτισμικό επίπεδο.



Αυτό που προτείνει σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία το «νέο» Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ είναι να ξαναφέρει σε μια νέα ισορροπία τις ιδιαίτερες λογικές και αξίες των τεσσάρων χώρων ξεπερνώντας και τη νεοφιλελεύθερη θεοποίηση της αγοράς και την παλαιοαριστερή κρατικιστική νοοτροπία. Ετσι, σε όποιον τομέα και αν κοιτάξει κανείς, βλέπει βασικές διαφορές μεταξύ Εργατικών και Συντηρητικών.


Στον οικονομικό τομέα, είναι γεγονός βεβαίως ότι ο Μπλερ υποσχέθηκε τη μη αύξηση της φορολογίας και τον αυστηρό έλεγχο των κρατικών δαπανών και του πληθωρισμού. Από την άλλη πλευρά όμως, αντίθετα με τους Συντηρητικούς, ο νέος υπουργός της Οικονομίας Γκόρντον Μπράουν είναι υπέρ ενός ευέλικτου κρατικού παρεμβατισμού που σκοπεύει στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την ανάπτυξη της οικονομικής υποδομής, του ανθρώπινου κεφαλαίου και για την επαναβιομηχάνιση της χώρας.


Οσο για τον πολιτικό τομέα, εδώ υπάρχει ένα πολύ ουσιαστικό πρόγραμμα που στοχεύει στον ριζικό εκδημοκρατισμό του συστήματος διακυβέρνησης μέσω μέτρων όπως η κατάργηση της αρχής της κληρονομικότητας στη Βουλή των Λόρδων, το δημοψήφισμα για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, η δημιουργία τοπικών νομοθετικών σωμάτων στη Σκωτία και στην Ουαλία, η επαναλειτουργία της τοπικής αυτοδιοίκησης στην ευρεία περιοχή του Λονδίνου που η Θάτσερ κατήργησε κτλ.


Στον πολιτισμικό χώρο επίσης οι προτεινόμενες αλλαγές είναι σημαντικές. Η Εργατική κυβέρνηση έχει σκοπό να σταματήσει τη διάβρωση του πολιτισμικού ιστού της χώρας από τη βάρβαρη αμερικανοποίηση, την εμπορικοποίηση των πάντων και τη «γιάπικη» νοοτροπία του εύκολου κέρδους, του ανεγκέφαλου καταναλωτισμού και του άκρατου ατομικισμού. Από την απαγόρευση των διαφημίσεων για το τσιγάρο ως την κατηγορηματική άρνηση των Εργατικών να «εκσυγχρονίσουν» την παιδεία και την υγεία ακολουθώντας αποκλειστικά την επιχειρησιακή λογική της αγοράς δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νέα κυβέρνηση ­ αν όχι τίποτε άλλο ­ θα δώσει ένα νέο πολιτισμικό στίγμα, μια διαφορετική έμφαση στον χώρο των αξιών και των τρόπων του ευ ζην.


Οσο για τον κοινωνικό τομέα, υπάρχουν σημαντικά μέτρα και για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων (αποδοχή της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Χάρτας) και για τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας (εφάπαξ φορολογία επιχειρήσεων που είχαν τεράστια κέρδη λόγω αποκρατικοποίησης και χρησιμοποίηση των εσόδων αυτών για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, διάθεση σημαντικών πόρων για την καταπολέμηση της ανεργίας, την αναβάθμιση της παιδείας κλπ.).


Βεβαίως μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι αυτά τα μέτρα δεν είναι ικανά να ανατρέψουν τη ραγδαία αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων των δύο τελευταίων δεκαετιών· και ότι, αν ήθελε ο Μπλερ να κάνει μια σοβαρή ανακατανομή του εισοδήματος, θα έπρεπε να αγνοήσει τους «θατσερικούς» στόχους της χαμηλής φορολογίας και της δημοσιονομικής λιτότητας.


Δεν συμφωνώ με αυτό το επιχείρημα. Νομίζω ότι, ακόμη και αν δεχθεί κανείς τους παραπάνω περιορισμούς, όπως το κάνει ο Μπλερ, η δυνατότητα μιας λιγότερο άνισης κατανομής δεν εξαφανίζεται. Είναι γεγονός βεβαίως ότι τα βήματα που έκανε το νέο Εργατικό Κόμμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι μικρά. Χρειάζονται πιο θαρραλέα μέτρα, τα οποία όμως δεν απαιτούν αναγκαστικά αύξηση των κρατικών δαπανών.


Π.χ., θα μπορούσε ο Μπλερ να ασπασθεί μια κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε με επιτυχία από το Εργατικό Κόμμα στην Αυστραλία: απόρριψη της αρχής της καθολικότητας του κράτους πρόνοιας (δηλαδή της αρχής προσφοράς δωρεάν κοινωνικών παροχών σε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής θέσης ­ πράγμα που ωφελεί περισσότερο τα ήδη εύπορα 2/3 του πληθυσμού παρά το περιθωριοποιημένο 1/3) και αποδοχή της αρχής της θετικής, «γενναιόδωρης» επιλεκτικότητας.


Δυστυχώς στη Βρετανία και αλλού η κατάργηση των καθολικών παροχών είναι θέμα ταμπού στον χώρο της Αριστεράς. Τελείως λανθασμένα, η συμβατική Αριστερά ταυτίζει την επιλεκτικότητα με τη νεοφιλελεύθερη, «μίζερη», αντιλαϊκή μορφή της: δηλαδή με την προσπάθεια συρρίκνωσης των πόρων για κοινωνική πρόνοια με σκοπό την περαιτέρω μείωση της φορολογίας και άρα την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή η παλαιοαριστερή αντίληψη αγνοεί ότι στη θατσερική, νεοφιλελεύθερη επιλεκτικότητα μπορεί κανείς να αντιτάξει μια σοσιαλδημοκρατική, φιλολαϊκή επιλεκτικότητα. Μια επιλεκτικότητα που δεν μειώνει τους συνολικούς πόρους που διατίθενται για κοινωνική πρόνοια, αλλά μειώνει τον αριθμό αυτών που επωφελούνται από αυτούς τους πόρους. Με αυτόν τον τρόπο οι πόροι που εξοικονομούνται από την επιλεκτική κοινωνική στρατηγική δεν πάνε στη μείωση της φορολογίας αλλά στη δραματική αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών προς αυτούς που τις έχουν ανάγκη· διατίθενται δηλαδή για τη μείωση της κοινωνικής ανισότητας, για μια σοβαρή ανακατανομή του εισοδήματος.


Ο Μπλερ έχει υποσχεθεί να κάνει μερικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Π.χ., η νέα Εργατική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να επιβάλει επιπρόσθετη φορολογία στους απόφοιτους πανεπιστημίου που βρίσκουν καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Ετσι αυτοί που είχαν το προνόμιο μιας «δωρεάν» πανεπιστημιακής εκπαίδευσης θα έχουν τώρα και την υποχρέωση να επιστρέψουν ένα μέρος τουλάχιστον των πόρων που διατέθηκαν για την εκπαίδευσή τους. Αν οι πόροι από αυτού του είδους τη φορολογία παραμείνουν στον χώρο της εκπαίδευσης (αν διατεθούν, π.χ., για την αναβάθμιση του σχολείου στις «γκετοποιημένες» περιοχές όπου ζει το τμήμα του πληθυσμού που δεν στέλνει τα παιδιά του στο πανεπιστήμιο), τότε έχουμε μια φιλολαϊκή επιλεκτικότητα που μειώνει αντί να αυξάνει τις ανισότητες. Νομίζω ότι μόνο αν ο νέος πρωθυπουργός εφαρμόσει, σε πολύ πιο ευρεία κλίμακα, τέτοιου είδους κοινωνικές στρατηγικές, θα μπορέσει να μειώσει τις ραγδαία αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες χωρίς να αυξήσει τις κρατικές δαπάνες και τον πληθωρισμό.


Συμπερασματικά:


α) Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι μια κοινωνία δεν αποτελείται μόνο από οικονομικούς αλλά και από πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς θεσμούς, τότε είναι προφανές πως η όλη στρατηγική του νέου Εργατικού Κόμματος είναι διαφορετική από αυτή των Συντηρητικών.


β) Παρ’ όλο που ο Μπλερ είναι αποφασισμένος να ακολουθήσει μερικές από τις αρχές που πρώτη η Θάτσερ επέβαλε στη χώρα (π.χ. αυστηρή δημοσιονομική πολιτική), το πρόγραμμα των Εργατικών διαφέρει ριζικά από αυτό των Συντηρητικών, όχι μόνο στον πολιτικό χώρο (ουσιαστικός εκδημοκρατισμός), στον κοινωνικό (μείωση ανισοτήτων), στον πολιτισμικό (αντίσταση στην εμπορικοποίηση των πάντων), αλλά και στον οικονομικό (ευέλικτος παρεμβατισμός, έμφαση στην ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου κλπ.).


γ) Η αποδοχή της δημοσιονομικής λιτότητας ­ αντίθετα με τα επιχειρήματα της συμβατικής Αριστεράς ­ είναι συμβατή με μια στρατηγική δικαιότερης κατανομής του εθνικού εισοδήματος. Η Κεντροαριστερά (στη Βρετανία, στην Ελλάδα κ.α.) μπορεί να το πετύχει αυτό αν προχωρήσει όχι στη συρρίκνωση αλλά στον μετασχηματισμό του κράτους πρόνοιας: από ένα καθολικό σύστημα παροχών που κυρίως ευνοεί τις μεσαίες τάξεις, σε ένα επιλεκτικό αλλά γενναιόδωρο σύστημα παροχών που ευνοεί το περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού.


δ) Παρ’ όλο που η κοινωνική πολιτική της νέας βρετανικής κυβέρνησης δεν είναι πολύ ριζοσπαστική (και γι’ αυτό μπορεί να αμβλύνει/επιβραδύνει, όχι όμως και να ανατρέψει την τάση αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων), τα βήματα που σκοπεύει να κάνει στον κοινωνικό αλλά και στον πολιτικό, στον πολιτισμικό και στον οικονομικό χώρο είναι προς τη σωστή κατεύθυνση· δηλαδή προς την κατεύθυνση μιας νέας ισορροπίας μεταξύ των αξιών της παραγωγικότητας, της δημοκρατίας, της κοινωνικής αλληλεγγύης και της πολιτισμικής χειραφέτησης.


ε) Η συμβατική Αριστερά πιστεύει ακράδαντα ότι ο μόνος τρόπος για να μειώσεις σε ένα καπιταλιστικό σύστημα τις οικονομικές ανισότητες είναι μέσω της αύξησης των κρατικών δαπανών ­ παρ’ όλο που αυτή η αύξηση συχνά δημιουργεί πληθωριστικές τάσεις από τις οποίες, σε τελική ανάλυση, υποφέρουν οι μη εύπορες τάξεις. Είναι καιρός η Κεντροαριστερά, στη σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία, να σκεφθεί τρόπους ανακατανομής του εισοδήματος που δεν αυτεξουδετερώνονται από τον πληθωρισμό και τη μείωση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.