Πολλά έχουν ειπωθεί για την προβολή της ζωής του αμερικανού συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και του μύθου που τον περιβάλλει επάνω στο έργο του. Ομολογουμένως, τα τρία κείμενα που απαρτίζουν το «Σπάσιμο» (ο τίτλος αγγλιστί είναι: «The Crack-Up»), που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιστός, βρίσκονται ακριβώς επάνω στο σημείο τομής του πολυτάραχου βίου και του θαυμαστού έργου του συγγραφέα του «Μεγάλου Γκάτσμπι».


Ο Φιτζέραλντ «έσπασε» το καλοκαίρι του 1935. Η επόμενη διετία πέρασε μέσα σε συνεχή εξάντληση, ασθένειες και ένα διαρκές αίσθημα αποθάρρυνσης.


Οι αιτίες για το «σπάσιμο» ήταν πολλές και διαφορετικές ­ το βέβαιον όμως είναι ότι λειτούργησαν σωρευτικά: υπερκόπωση μετά από χρόνια υπερ-εργασίας· οικονομικά προβλήματα, τα οποία επέτεινε η εμπορική αποτυχία τού «Τρυφερή είναι η νύχτα» που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα· αλκοολισμός·


το βάρος της ψυχικής ασθένειας της συζύγου του Ζέλντα· τέλος, ένα αίσθημα προσωπικής και καλλιτεχνικής αποτυχίας που τον είχε εκείνα τα χρόνια κυριεύσει.



Ο Φιτζέραλντ επιχείρησε να περιγράψει την κατάσταση αυτή σε τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Esquire» μεταξύ Απριλίου και Φεβρουαρίου 1936. Η αρχή του πρώτου κειμένου αρκεί για να μεταδώσει τον τόνο του εγχειρήματος:


«Βεβαίως και ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσυνθέσεως, αλλά τα χτυπήματα που κάνουνε τη φανερή ζημιά ­ τα δυνατά ξαφνικά χτυπήματα που έρχονται, ή τουλάχιστον έτσι δείχνουνε, από τα έξω ­, αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς και, σε στιγμές αδυναμίας, τα εξομολογείσαι στους φίλους σου, δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλου είδους χτύπημα που έρχεται από τα μέσα ­ το οποίο δεν αισθάνεσαι παρά μόνον όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις κάτι, όταν συνειδητοποιήσεις τελεσίδικα ότι κατά κάποιον τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις τόσο καλός άνθρωπος όσο ήσουν. Το πρώτο είδος σπασίματος μοιάζει να γίνεται γοργά, το δεύτερο συντελείται σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις μα το συνειδητοποιείς εξαιρετικά απότομα».


Οι αναγνώστες του Φιτζέραλντ γνωρίζουν την παγερή ακρίβεια με την οποία έχει αποδώσει το «σπάσιμο» των ηρώων στα μυθιστορήματά του. Ο Τζέι Γκάτσμπι, π.χ., φαίνεται να υφίσταται το πρώτο είδος σπασίματος, αυτό που «γίνεται γοργά»· ο Ντικ Ντάιβερ στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» το δεύτερο, το «χτύπημα που έρχεται από μέσα». Εν τούτοις, τα τρία άρθρα που συναπαρτίζουν το «Σπάσιμο» δεν συνιστούν αφηγηματική μυθοπλασία, αλλά εξομολογητική λογοτεχνία. Το είδος είναι δύσκολο, ολισθηρό, φέροντας στο ακέραιο όλα τα προβλήματα ­ τα ελαττώματα θα τολμούσε να πει κανείς ­ της πρωτοπρόσωπης γραφής.


Το «Σπάσιμο» καταγράφει πράγματι μια «σκοτεινή νύχτα» της ψυχής. Η στροφή του φακού του συγγραφέα προς τον εαυτό του παράγει ένα είδος θανάσιμης ειλικρίνειας. Το «Σπάσιμο» είναι, παραφράζοντας τον Τζόις, ένα είδος «Πορτρέτου του συγγραφέα ως ραγισμένου πιάτου». Πράγματι ο Φιτζέραλντ παρομοιάζει σε κάποιο σημείο τον εαυτό του με ραγισμένο πιάτο ­ «του είδους που αναρωτιέσαι αν αξίζει να το κρατήσεις». «Μερικές φορές όμως», γράφει μερικές γραμμές πιο κάτω, «το ραγισμένο πιάτο πρέπει να κρατιέται στο ντουλάπι, πρέπει να συνεχίζει να χρησιμοποιείται για τις ανάγκες του νοικοκυριού. Δεν μπορείς ποτέ πια να το ζεστάνεις στο μάτι ούτε να το ανακατέψεις μαζί με τα άλλα πιάτα στο νεροχύτη, δεν θα το βγάλεις έξω όταν έχεις κόσμο, μα θα κάνει για να μεταφέρεις μπισκότα αργά τη νύχτα ή για να βάλεις αποφάγια στο ψυγείο».


Με απλά λόγια, το «Σπάσιμο» είναι ένα κείμενο γι’ αυτούς που στα σαράντα τους διαπιστώνουν ότι «το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο». Εχει μάλιστα κανείς την υποψία ότι το αίσθημα αυτό μπορεί να είναι περισσότερο ανδρικό παρά γυναικείο.


Σχολιάζοντας το «Σπάσιμο» σε μια επιστολή του το 1936, ο Φιτζέραλντ λέει ότι «το γράψιμό του ήταν ένα είδος κάθαρσης». Η παρατήρηση ­ ή μάλλον η ελπίδα ­ αυτή δεν έμελλε να δικαιωθεί. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ο συγγραφέας ξανακύλησε στην ίδια κατάσταση, πέφτοντας μάλιστα ακόμη χαμηλότερα. Το ύστατο κομμάτι της σταδιοδρομίας του παίχτηκε στο Χόλιγουντ, όπου εργάστηκε χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία ως σεναριογράφος. Εν τούτοις, η κινηματογραφική βιομηχανία θεωρούσε τον Φιτζέραλντ «τελειωμένο», εν μέρει γιατί την εντύπωση αυτή είχε δώσει το «Σπάσιμο», που ο μυθιστοριογράφος διαπίστωσε πολύ γρήγορα ότι δεν τον ωφέλησε επαγγελματικά· άλλωστε, η αμερικανική κουλτούρα δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη συμπάθεια για τους «losers», τους «χαμένους».


Τελικά, με έναν παράδοξο τρόπο, ο κινηματογράφος βοήθησε τον Φιτζέραλντ να βρει τον δρόμο του ­ αν και όχι, ευτυχώς, ως σεναριογράφος· ο αλκοολισμός στάθηκε άλλωστε αιτία να τον απολύσει η Metro-Goldwyn-Mayer που τον είχε προσλάβει με πλουσιοπάροχο συμβόλαιο. Το Χόλιγουντ λειτούργησε ως συγγραφική έμπνευση για τον Φιτζέραλντ, που, όπως φαίνεται από το ημιτελές μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος μεγιστάνας», μπόρεσε να ξαναβρεί τη δημιουργική του φλέβα ­ αν και η «αναγέννησή» του δεν είχε συνέχεια, καθώς πέθανε πρόωρα σε ηλικία 44 χρόνων. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί, ως υστερόγραφο, ότι η αυτοτελής έκδοση των τριών άρθρων που συναπαρτίζουν το «Σπάσιμο» από τον κριτικό Εντμουντ Γουίλσον το 1945 οδήγησε στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού για τον Φιτζέραλντ. Ο θαυμασμός που προκάλεσε το κείμενο συμψηφίστηκε, με έναν τρόπο, με την επαγγελματική ζημιά που είχε προκαλέσει στον συγγραφέα όταν πρωτοδημοσιεύτηκε.


Τελειώνοντας, οφείλει κανείς να πει μερικά λόγια για τις μεταφράσεις του Φιτζέραλντ στη γλώσσα μας. Εχει βρει ο Φιτζέραλντ τη φωνή του στα ελληνικά; Αυτό είναι αμφίβολο. Τα περισσότερα βιβλία του υπάρχουν μεταφρασμένα στα ράφια των αθηναϊκών βιβλιοπωλείων. Εν τούτοις, δυσκολεύεται να εντοπίσει κανείς αξιομνημόνευτες (πόσο μάλλον επώνυμες) μεταφραστικές προσπάθειες ­ με πιθανή εξαίρεση τη μετάφραση του «Πλουσιόπαιδου» (εκδόσεις Κέδρος) από τον Μένη Κουμανταρέα.


Πιο συγκεκριμένα, δεν έχουμε απόπειρα μετάφρασης του έργου του ανάλογη με εκείνη, π.χ., της Τζένης Μαστοράκη για τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ. Φταίει η νωθρότητα των πεζογράφων μας; Πάντως, ο Φιτζέραλντ μένει συγγραφέας για νέους. Αλλωστε, η «Εποχή της Τζαζ» που απαθανάτισε ο Φιτζέραλντ προσομοιάζει με ένα παρατεταμένο φωτογραφικό στιγμιότυπο γεμάτο ευφορία, φώτα και ωραία ιδανικά νεανικά πρόσωπα. Από αυτή την άποψη, είναι αξιοσημείωτη η μετάφραση του Μανόλη Σαββίδη ως εγχείρημα που δηλώνει το ενδιαφέρον μιας νεότερης γενιάς για τον κατ’ εξοχήν συγγραφέα της περιώνυμης «χαμένης γενιάς».