Τριάντα χρόνια ακριβώς μετά το απριλιανό πραξικόπημα του 1967 άγνωστα και αποκαλυπτικά παρασκήνια της δραματικής εκείνης περιόδου έρχονται στο φως. Ο πρεσβευτής Δημήτριος Μπίτσιος, διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του τότε βασιλέως (που παραιτήθηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα και διετέλεσε υφυπουργός και υπουργός Εξωτερικών στις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή), αφηγείται τα γεγονότα εκείνης της εποχής σε ένα βιβλίο που έγραψε προ ετών (προ του θανάτου του) και κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Λιβάνη.


Η αφήγηση έχει την ιδιαίτερη αξία της τόσο γιατί αποκαλύπτει άγνωστα παρασκήνια της εποχής όσο και διότι είναι μια υπεύθυνη μαρτυρία από έναν άνθρωπο που έζησε τα γεγονότα ημέρα με την ημέρα… Με τον Καραμανλή



Ενα χρόνο πριν από τη δικτατορία η βασιλική κυβέρνηση των αποστατών είχε οδηγήσει τη χώρα σε αδιέξοδο. Ορισμένοι αναζητούσαν τη λύση σε συνδυασμό με επιστροφή στην Ελλάδα του ευρισκόμενου και ζώντος τότε στο Παρίσι κ. Κ. Καραμανλή. Ο ιδρυτής της ΕΡΕ μετά τη διαφωνία του με τα ανάκτορα, το 1963, αλλά και την εκλογική του ήττα, είχε αποσυρθεί της πολιτικής. Ο Δημήτρης Μπίτσιος, ως διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του τότε βασιλέως, ανέλαβε, με εντολή των ανακτόρων, να βολιδοσκοπήσει τον κ. Καραμανλή στο Παρίσι.


Οι Γάλλοι γιόρταζαν την εθνική τους εορτή, αλλά το Παρίσι είχε αδειάσει και οι δρόμοι ήταν έρημοι στις 14 Ιουλίου του 1966. Την ίδια εικόνα παρουσίαζε και το «Meurice», που άλλωστε δεν έχει ποτέ τη θορυβώδη κίνηση άλλων παρισινών ξενοδοχείων. Γι’ αυτόν τον λόγο το είχα προτιμήσει. Τούτη τη φορά η αποστολή μου απαιτούσε απόλυτη μυστικότητα, σε σημείο που είχα ξεκινήσει από την Αθήνα χωρίς καμιά προσυνεννόηση με το πρόσωπο που ήθελα να συναντήσω. Ετσι, όταν από το ξενοδοχείο μου τηλεφώνησα στην κατοικία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, πληροφορήθηκα με μεγάλη απογοήτευση ότι έλειπε στο εξωτερικό. Είχα τόσο φροντίσει να μη μαθευτεί το ταξίδι μου για να μη δημιουργηθούν στην Αθήνα παρεξηγήσεις και νέες περιπλοκές ώστε επέμεινα και μου έδωσαν τον αριθμό τηλεφώνου του στη Μαγιόρκα. Επρεπε πάντως να πληροφορηθεί ότι ο Βασιλεύς επιθυμούσε, μέσω εμού, να έρθει σε επαφή μαζί του. Επικοινωνήσαμε λοιπόν με τον Καραμανλή και μείναμε σύμφωνοι να συναντηθούμε στο Παρίσι σε λίγες εβδομάδες.


Τη δεύτερη φορά ο δρόμος μου για τη γαλλική πρωτεύουσα πέρασε από την Κοπεγχάγη, όπου βρισκόταν ο Βασιλεύς για διακοπές. Αύγουστος τώρα, αλλά ομίχλη και βροχή στη δανική πρωτεύουσα. Ο Κωνσταντίνος με δέχθηκε πάνω στη θαλαμηγό του Βασιλέως της Δανίας. Με σύστησε στον πεθερό του, που κάτι σκυθρωπό μουρμούρισε. «Μην τον παρεξηγείτε», μου είπε ο Βασιλεύς. «Ετσι είναι πάντοτε».


Οταν βρεθήκαμε μόνοι, ο Κωνσταντίνος μου ανέθεσε να διαβιβάσω τους χαιρετισμούς του στον Καραμανλή, να του εκθέσω την πολιτική μας κατάσταση σε όλες τις λεπτομέρειες και να τον ρωτήσω αν ήταν διατεθειμένος να επιστρέψει στην Ελλάδα, πράγμα που θα έβλεπε με ευχαρίστηση ο Βασιλεύς. Μου ζήτησε να προσθέσω ότι, παρά τις ανώμαλες συνθήκες που επικρατούσαν, εκτροπή από το πολίτευμα δεν αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να προκηρυχθούν εκλογές και δεν θα είχε τότε άλλη δυνατότητα παρά να αναθέσει την κυβέρνηση στο κόμμα που θα πλειοψηφούσε. Ηταν λοιπόν σωστό και αναγκαίο για την αυθεντική έκφραση της δυνάμεως των κομμάτων να εμφανισθεί και η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση στις εκλογές με όλη της την ισχύ, κάτω από την αρχηγία του ιδρυτού της.


Στις 12 Αυγούστου ήμουν πάλι στο Παρίσι. Ο Καραμανλής με δέχθηκε στο διαμέρισμά του της οδού Μονμορανσύ. Τον βρήκα ζωηρό και καλοστεκούμενο. Ηταν φανερή η ευχαρίστησή του να συναντήσει έναν επισκέπτη από την Ελλάδα.


Συνομιλήσαμε εκείνο το πρωί επί ώρα πολλή. Ο πρόεδρος ήταν βέβαια ενήμερος για την κατάσταση στην Ελλάδα, αλλά του έδωσα την εικόνα όπως την έβλεπε και ο Βασιλεύς. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας εκείνης ο Καραμανλής ανέφερε τα παράπονά του για το παρελθόν· τις πικρίες που είχε αποκομίσει από όλες τις πλευρές αλλά προπαντός από τους πολιτικούς του φίλους. Φθάσαμε και στο θέμα των εκλογών. Είπα ότι κατά την άποψη του Βασιλέως δεν μπορούσαν να αναβληθούν επί πολύ και ιδίως δεν ήταν σκόπιμο να περιμένουμε να λήξουν οι συνταγματικές προθεσμίες. Διερμήνευσα τα αισθήματα του Κωνσταντίνου και την άποψή του ότι έπρεπε να επιστρέψει στας Αθήνας και να αναλάβει πάλι την ηγεσία της ΕΡΕ.


Στο σημείο αυτό ο Καραμανλής στάθηκε αμετάπειστος. Ηρεμα αλλά σταθερά ανέφερε τους λόγους για τους οποίους δεν αντιμετώπιζε την επάνοδό του στην πολιτική. Σχεδόν απερίφραστα μου είπε ότι η απόφασή του να μην αναμειχθεί ξανά στην πολιτική ήταν αμετάκλητη.


Σηκώθηκα να φύγω με βαθύ αίσθημα απογοητεύσεως. Το ένιωσε ο Καραμανλής. Εβαλε τα χέρια του στους ώμους μου με φανερή συγκίνηση. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να αποκρούσει την πρόσκληση του Βασιλέως να επιστρέψει στην Ελλάδα και να την κυβερνήσει. Με τον Κανελλόπουλο


Η μεταβατική κυβέρνηση που θα είχε τη στήριξη των δύο τότε μεγάλων κομμάτων, της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΡΕ, εφαίνετο ως η μόνη λύση. Αυτή θα οδηγούσε τον τόπο στις εκλογές. Πρώτος βολιδοσκοπήθηκε, γράφει ο Δ. Μπίτσιος, ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος.


Μέσα στο κτήμα Λιβανού στην Κηφισιά υπάρχει ένα μικρό περίπτερο. Ενα δωματιάκι στολισμένο με μερικά βιβλία και λίγα έργα τέχνης. Είναι το ησυχαστήριο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Εκεί αποσύρεται και μελετά και γράφει. Και στο διαμέρισμά του των Αθηνών το γραφείο του είναι μικροσκοπικό. «Μου αρέσουν τα μικρά δώματα», μου είπε κάποτε. «Συγκεντρώνεται η σκέψη».


Εκεί λοιπόν στην Κηφισιά ενημέρωσα τον Κανελλόπουλο πάνω στις προτάσεις του Γεωργίου Παπανδρέου. Με άκουσε με πολλή προσοχή, έκανε διάφορες ερωτήσεις πάνω στην ουσία και τη διαδικασία υλοποίησης μιας τέτοιας συμφωνίας. Εξήγησα ότι ο Βασιλεύς επιθυμούσε πολύ έντονα την ομαλοποίηση των πολιτικών μας πραγμάτων. Βρισκόμαστε μέχρι τη στιγμή εκείνη σε πραγματικό αδιέξοδο, ενώ κυλούσαν οι συνταγματικές προθεσμίες. Ηθελε ο Βασιλεύς να έχει τη γνώμη του. Ηθελε να μάθει αν ο Κανελλόπουλος θεωρούσε ότι οι προτάσεις Παπανδρέου μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός νέου ξεκινήματος, αν υιοθετούσε το περιεχόμενό τους και αν ήταν διατεθειμένος να συνεργασθεί για την επιτυχία της υφεσιακής αυτής προσπάθειας.


Ο Π. Κανελλόπουλος απάντησε σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Κατά τη γνώμη του οι προτάσεις Παπανδρέου δεν έπρεπε να αγνοηθούν. Η τωρινή κατάσταση δεν μπορούσε να συνεχισθεί. Αλλωστε και η υπομονή του έναντι της κυβερνήσεως των αποστατών είχε όρια. Ηταν λοιπόν προτιμότερο να βαδίσουμε σε εκλογές με βάση κάποια συνεννόηση με τον αρχηγό της Ενώσεως Κέντρου παρά να αποτελματωθούμε μέσα στο σημερινό αδιέξοδο. Υπήρχε βέβαια και ο κίνδυνος παρασπονδίας από την πλευρά της ΕΚ και έπρεπε να μελετηθούν τρόποι αντιμετωπίσεως αυτού του ενδεχομένου. Συνεβούλευσε να συνεχίσουμε τη διερεύνηση των διαθέσεων του Παπανδρέου.


Ερώτησα τον αρχηγό της ΕΡΕ αν στο στάδιο εκείνο θεωρούσε σκόπιμο να έλθει ο ίδιος σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο Κανελλόπουλος απήντησε ότι είχε τόσο πολύ κατηγορηθεί για δήθεν μυστικές επαφές με τον αρχηγό της ΕΚ και του είχαν δημιουργήσει οι φήμες εκείνες τόσες δυσκολίες ώστε ήταν προτιμότερο να συναντήσω εγώ τον Παπανδρέου, αφού μάλιστα οι προτάσεις του είχαν διαβιβαστεί στον Βασιλέα. Οταν και αν ωρίμαζε η συνεννόηση, θα ήταν βέβαια στη διάθεση του Βασιλέως για να μετάσχει στις συνομιλίες. Καβγάδες στο Καστρί


Στο Καστρί, όμως, γράφει ο συγγραφέας, είχε ξεσπάσει ένας ενδοοικογενειακός καβγάς


για τη μεταβατική κυβέρνηση και τη συμφωνία Παναγιώτη Κανελλόπουλου – Γεωργίου Παπανδρέου.


Κάτω από την επιφανειακή ηρεμία των ημερών εκείνων ο οικογενειακός καβγάς στο Καστρί έβραζε. Είχε ξεσπάσει, όπως αργότερα πληροφορηθήκαμε, από την πρώτη στιγμή, όταν μαθεύτηκε ότι παραιτείται η κυβέρνηση Στεφανόπουλου και διορίζεται η μεταβατική. Η κρίση μεταξύ πατέρα και γιου υπήρξε εντονότατη. Την περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου στο βιβλίο του «Democracy at Gunpoint», που κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη δύο χρόνια αργότερα:


Οταν το βράδυ της 20ής Δεκεμβρίου 1966 επέστρεψε στο γραφείο του της οδού Σουηδίας, έλαβε ένα τηλεφώνημα του γραμματέως του από τα γραφεία της «Καθημερινής» που του είπε: «Αυτό που εφοβούμεθα συνέβη. Ο Κανελλόπουλος απέσυρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Φαίνεται ότι ο Κανελλόπουλος και ο πατέρας σου συμφώνησαν με τον Βασιλέα να σχηματίσει ο Παρασκευόπουλος μεταβατική κυβέρνηση».


Εκπληκτος ο Ανδρέας Παπανδρέου τηλεφώνησε στον πατέρα του και επακολούθησε ο εξής διάλογος:


«Πατέρα, μόλις άκουσα ότι ο Στεφανόπουλος παραιτείται. Αναφέρουν τον Παρασκευόπουλο ως τον επόμενο πρωθυπουργό. Ακουσα ότι θα τον υποστηρίξεις. Είναι αλήθεια;».


Ο Γ. Παπανδρέου απήντησε: «Δεν ξέρω. Μη σπεύδεις σε συμπεράσματα. Πάντως το σπουδαίο είναι ότι ο Στεφανόπουλος έπεσε. Οι αποστάτες ξόφλησαν. Μην παραβλέπεις το πολύ σημαντικό γεγονός αυτό».


«Ημαστε μαζί χθες το βράδυ», παρετήρησε ο Ανδρέας. «Δεν έγινε κανένας λόγος γι’ αυτό ­ μιλήσαμε επί ώρες. Δεν μου έγινε νύξη».


«Κάνε ό,τι νομίζεις», είπε ο Γ. Παπανδρέου και διέκοψε τη συνομιλία.


Η στιχομυθία αυτή προσκομίζει το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αποκρύψει από τον γιο του τη συμφωνία του με τον Βασιλέα και τον Π. Κανελλόπουλο, ακόμη και μετά την υπογραφή της. Και οδηγεί σε δύο συμπεράσματα. Κλονίζει πρώτα το επιχείρημα που μεταγενέστερα επικαλέστηκαν οι υποστηρικταί της δικτατορίας, ότι οι προτάσεις που είχε υποβάλει ο αρχηγός της ΕΚ και η συμφωνία που επακολούθησε δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα, μια παγίδα που είχε σοφισθεί ο Παπανδρέου. Γιατί, αν περί αυτού επρόκειτο, δεν θα είχε λόγο ο πατέρας να κρύψει από τον γιο έναν τέτοιον ελιγμό. Αντίθετα, θα είχαν συνεργασθεί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πληροφορήθηκε, όπως είδαμε, από τρίτη πηγή την αντικατάσταση της κυβερνήσεως Στεφανόπουλου από τη μεταβατική. Ο πατέρας του, και όταν ακόμη ο Ανδρέας τον ρώτησε στο τηλέφωνο, δεν ομολόγησε ότι είχε αναλάβει τις δεσμεύσεις που γνωρίζουμε. Από την αφήγηση του Α. Παπανδρέου δεν προκύπτει άλλωστε ότι του έδειξε ποτέ ο πατέρας του το κείμενο της συμφωνίας που είχε υπογράψει.


Κάτι ακόμη: δεν θα είχε υπογράψει το κείμενο της συμφωνίας του Τατοΐου ο Γεώργιος Παπανδρέου αν πρόθεσή του ήταν απλώς να «στήσει παγίδα» στον Βασιλέα και στον αρχηγό της


ΕΡΕ. Γιατί, αν παρασπονδούσε, και σε κάποια κρίσιμη στιγμή του προεκλογικού αγώνα έδινε η ΕΡΕ στη δημοσιότητα το κείμενο των όσων αυθόρμητα είχε υποσχεθεί ο αρχηγός της ΕΚ, ο «ανένδοτος» και τα συνθήματά του θα δέχονταν ένα καταστρεπτικό πλήγμα.


Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, αποκρύβοντας από τον γιο του τις προθέσεις του και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει, ο Γ. Παπανδρέου έκανε ένα ολέθριο σφάλμα τακτικής. Αποκλείεται να είχε ελπίσει ότι ο Ανδρέας θα υπέκυπτε εκ των υστέρων. Αντίθετα, ήξερε ότι ο γιος του διέθετε τον τρόπο να διασπάσει το κόμμα. Γεύμα στο Τατόι


Οι πολιτικοί είχαν συναίσθηση των κινδύνων, αλλά…


Μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα και την ενημέρωση του Βασιλέως, ο Κωνσταντίνος είχε μια σημαντική συνάντηση στο Τατόι. Προσκάλεσε σε γεύμα τον Π. Κανελλόπουλο, τον Γ. Ράλλη και τον Π. Παπαληγούρα. Εκεί, στην ηρεμία της εξοχικής κατοικίας του, έγινε μια ψύχραιμη ανασκόπηση της καταστάσεως και των κινδύνων που περιέζωναν τη χώρα. Στο σημείο αυτό, όπως μου είπε ο Βασιλεύς την επομένη, οι διαπιστώσεις ήταν ομόφωνες και οι απόψεις συνέπεσαν απόλυτα. Η Ελλάς δεν έπρεπε να κυλήσει προς την αναρχία. Αν ο Βασιλεύς αποφάσιζε τελικά να αναθέσει την κυβέρνηση στην ΕΡΕ, ανέμενε από τον αρχηγό της και τα στελέχη της ότι θα ήταν αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν κάθε ανωμαλία. Οι συνεργάται του Κανελλόπουλου υπερθεμάτισαν και ο ίδιος έδωσε κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις. Αφησαν στον Βασιλέα τη σαφή εντύπωση ότι ήταν έτοιμοι να επωμισθούν τις ευθύνες τους και να προστατεύσουν τον τόπο.


Για τη συνομιλία εκείνη ο Π. Κανελλόπουλος αναφέρει: «Συζητήσαμε, ο Βασιλεύς και οι τρεις μας, έως αργά τη νύχτα, όλα τα ενδεχόμενα. Εξετάσαμε όλους τους κινδύνους. Εμείναμε ακλόνητοι στην απόφαση να διενεργηθούν οι εκλογές μέχρι τέλους Μαΐου. Μόνο αν σημειώνονταν μεγάλες ταραχές στη χώρα, θα εθέταμε σε εφαρμογή τον νόμο «περί καταστάσεως πολιορκίας», σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952, συγκαλώντας ταυτόχρονα τη Βουλή, ακόμη και αν θα είχε διαλυθεί, «εντός δέκα ημερών», για να αποφασίσει αυτή τη διατήρηση ή την άρση του Βασιλικού Διατάγματος που θα είχε, σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος, εκδοθεί». Παπανδρέου και βασιλιάς


Η μεταβατική κυβέρνηση δεν είχε τελικά διάρκεια ούτε ισχύ. Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσκλήθηκε στο παλάτι για διαβουλεύσεις.


«Ενα λάθος έγινε, ένα λάθος». Με τα λόγια αυτά με χαιρέτησε ο Γεώργιος Παπανδρέου όταν πρώτος ήλθε στα Ανάκτορα για διαβουλεύσεις με τον Βασιλέα μετά την παραίτηση της Μεταβατικής. Καθήσαμε για λίγα λεπτά στην αίθουσα αναμονής. Ο συνήθως θαλερός και χαμογελαστός πολιτικός αρχηγός ήταν βαθιά στενοχωρημένος. Με σχεδόν τρεμάμενο χείλι μου είπε εκείνο το «ένα λάθος έγινε, ένα λάθος». Δεν ξέρω τι ακριβώς σκεπτόταν που του έφερνε τόση ταραχή. Είχε εκ των υστέρων συνειδητοποιήσει πόσο λανθασμένη είχε σταθεί η απόφασή του να φθάσει μέχρι την αναπότρεπτη από την επιμονή του πτώση της Μεταβατικής; Δεν είχαμε χρόνο να συνομιλήσουμε. Σύντομα τον συνόδευσα στο γραφείο του Κωνσταντίνου.


Πώς είχε σκεφθεί την εξέλιξη των πραγμάτων ο Παπανδρέου όταν έδινε εντολή στον κοινοβουλευτικό του εκπρόσωπο να επιμείνει μέχρι το τέλος στο θέμα της ασυλίας, γνωρίζοντας ότι η ΕΡΕ αντετίθετο και συνεπώς κρινόταν η τύχη της Μεταβατικής και της συμφωνίας που είχε ακολουθήσει τις υφεσιακές προτάσεις του; Δεν το αποκάλυψε βέβαια στον Βασιλέα. Υποθέσεις μόνον μπορεί να γίνουν με βάση τις προηγούμενες συνομιλίες μας στο Καστρί.


Μία υπόθεση είναι ότι πίστεψε πως ο Βασιλεύς δεν θα δεχόταν την παραίτηση της κυβερνήσεως Παρασκευοπούλου αναλογιζόμενος τις συνέπειες και ότι θα έπειθε την ΕΡΕ να υποχωρήσει. Δεν υπελόγισε όμως σωστά την προειδοποίηση που είχε απευθύνει και προς τον ίδιο και προς τον Παρασκευόπουλο ο αρχηγός της ΕΡΕ όταν τον Δεκέμβριο είχε ανακοινώσει την απόφασή του να υποστηρίξει τη Μεταβατική: «Αν συνεχισθεί ο Ανένδοτος από την Ενωση Κέντρου ή αν η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου αποδειχθεί ανάξια της αποστολής της, τότε η κυβέρνηση αυτή θα πέσει».


Τώρα, μετά την πτώση της Μεταβατικής, τι τον ανησυχούσε; Μήπως ο κίνδυνος δικτατορίας;


Σε κάποια συνομιλία μας στο Καστρί ο Παπανδρέου είχε αναπτύξει τις σκέψεις του πάνω στο θέμα αυτό. «Σ’ αυτόν τον τόπο», είχε πει, «κανείς άλλος από τον Βασιλέα δεν μπορεί να κάνει δικτατορία. Ασφαλώς όχι τα πολιτικά κόμματα. Δεν την μπορούν ούτε την επιθυμούν. Ο Στρατός χωρίς την έγκριση του Βασιλέως δεν μπορεί να κινηθεί. Η άκρα Αριστερά δεν την θέλει γιατί θα είναι το πρώτο της θύμα. Τα στελέχη της θα συλληφθούν αμέσως και η οργάνωσή της θα διαλυθεί, τουλάχιστον στον πρώτο γύρο. Δεν πρόκειται λοιπόν να ωθήσει τα πράγματα προς δικτατορία η Αριστερά. Απομένει συνεπώς μόνον ο Βασιλεύς. Γι’ αυτό είμαι ήσυχος. Ξέρω ότι ο Βασιλεύς δεν επιθυμεί δικτατορία».


Αλλά τότε γιατί η ταραχή του εκείνο το πρωί της 31ης Μαρτίου; Μήπως τώρα ανησυχούσε ότι η συνέχιση του Ανένδοτου από το κόμμα του, που είχε παραβιάσει τη συμφωνία του Τατοΐου, μπορούσε να οδηγήσει στο χειρότερο;


Κατά τη συνομιλία του με τον Βασιλέα ο Παπανδρέου συνέστησε τον σχηματισμό υπηρεσιακής κυβερνήσεως και τη διεξαγωγή εκλογών μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες. Ο Κωνσταντίνος δέχθηκε και τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, άκουσε τις απόψεις τους και επεφύλαξε τις αποφάσεις του. Ούτε στον αρχηγό της ΕΡΕ απεκάλυψε τις προθέσεις του. Ο Κανελλόπουλος, πιστεύοντας ότι ο Βασιλεύς θα του ανέθετε εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως σ’ εκείνη την πρώτη ακρόαση, βγήκε από το βασιλικό γραφείο δυσαρεστημένος. «Νομίζω ότι ο Βασιλεύς μετέβαλε γνώμη», μου είπε φεύγοντας. Η ώρα των λοχαγών



Φυσικά οι εκλογές δεν έγιναν. Πρόλαβαν οι συνταγματάρχες.


Με ειδοποίησαν αμέσως ότι ο Βασιλεύς με είχε αναζητήσει και μαζί με τον υπασπιστή του επήγαμε στο Πεντάγωνο. Το στρατόπεδο Παπάγου ήταν σε κατάσταση συναγερμού. Στην είσοδο του κτιρίου ένας συνταγματάρχης με στολή εκστρατείας, αντί να με οδηγήσει στον όροφο όπου ήταν ο Βασιλεύς, με συνόδευσε σ’ ένα μικρό γραφείο αριστερά της εισόδου λέγοντας: «Περάστε εδώ δι’ αναμονήν». Μια αναμονή που επρόκειτο να διαρκέσει μέχρι τις έξι το απόγευμα.


Δεν είχα ακόμη καθήσει όταν ενεφανίσθη ένας λοχαγός. Δύο στρατιώτες που τον ακολουθούσαν έστρεψαν τα πολυβόλα τους προς εμένα και τον υπασπιστή.


Οι ώρες περνούσαν ενώ οι φρουροί μας εναλλάσσονταν. Ο υπασπιστής του Βασιλέως, που είχε εκνευρισθεί βλέποντας ότι δεν με αφήνουν να επικοινωνήσω με τον Κωνσταντίνο, ζήτησε σε κάποια στιγμή το όνομα του λοχαγού. Και είναι χαρακτηριστικό της ταραχής των νεωτέρων αξιωματικών και της αβεβαιότητος που τους συνείχε ότι εκείνος απήντησε: «Θέλετε το όνομά μου για να με τιμωρήσετε αργότερα. Δεν σας το δίνω».


Κάποτε έφεραν στο ίδιο δωμάτιο τον ταξίαρχο Εμμ. Ζαχαράκη. Ηταν τότε υπαρχηγός της ΚΥΠ. Ο λοχαγός που τον είχε συνοδεύσει τον ρώτησε αν οπλοφορούσε. «Εχω το πιστόλι μου», είπε ο Ζαχαράκης. «Να μου το δώσετε, κ. Ταξίαρχε», απήντησε ο λοχαγός. Ο Ζαχαράκης τού παρατήρησε ότι ένας Ταξίαρχος δεν παραδίδει το πιστόλι του σ’ ένα λοχαγό. Εκείνος τότε έβγαλε το δικό του πιστόλι και με απειλητικό τόνο είπε: «Δώσε μου αμέσως το πιστόλι σου». Κατακόκκινος ο Ζαχαράκης, αλλά και έκπληκτος, κοίταζε αμήχανος τον λοχαγό. Του είπα ότι ο λοχαγός εκτελεί διαταγές των ανωτέρων του και ας δώσει το πιστόλι του να τελειώνουμε.


Οταν ηρέμησαν τα πράγματα, ρώτησα τον ταξίαρχο Ζαχαράκη πώς και γιατί είχε βρεθεί στο Πεντάγωνο. Μου είπε ότι έφερνε μια επιστολή του σταθμάρχου της CIA προς τους πραξικοπηματίες και ότι όχι μόνον δεν τον άφησαν να ανεβεί να την παραδώσει, αλλά δεν θέλησε ο αξιωματικός υπηρεσίας ούτε να την παραλάβει. Την είχε ακόμη στην τσέπη του.


Στις τρεις το απόγευμα καθόμουν ακόμη στην ξύλινη καρέκλα, ακίνητος, νηστικός και προπάντων άχρηστος. Ο νέος φρουρός – λοχαγός έμοιαζε συνεννοήσιμος. Τον ρώτησα αν είμαι κρατούμενος, και όταν απήντησε όχι, του είπα ότι, αφού δεν είμαι κρατούμενος, ήμουν ελεύθερος να φύγω. Θα το εξακριβώσω, είπε, κι έφυγε. Γύρισε σε λίγο λέγοντας: «Η απάντηση είναι ότι είσθε κρατούμενος».


Κατά τις 6 μ.μ. εισήλασε ένας συνταγματάρχης των ΛΟΚ και μου έδωσε ένα χαρτί λέγοντας: «Αυτό είναι για σας, κ. Πρέσβη, και να μας συγχωρείτε που από παρεξήγηση εμείνατε εδώ τόση ώρα». Ούτε γάτα ούτε ζημιά…


Το χαρτί ήταν ο πίνακας των υπουργών της κυβερνήσεως που θα σχηματιζόταν ύστερα από τις συνεννοήσεις του Βασιλέως με τους κινηματίες. Πρωθυπουργός ο εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου. Υπουργός Συντονισμού ο συνταγματάρχης Ν. Μακαρέζος. Εσωτερικών ο ταξίαρχος Σ. Παττακός. Προεδρίας Κυβερνήσεως ο συνταγματάρχης Γ. Παπαδόπουλος. Εθνικής Αμύνης ο αντιστράτηγος Σπαντιδάκης. Ηταν φανερό ότι ο Βασιλεύς είχε επιτύχει να διορίσει πρωθυπουργό της εμπιστοσύνης του. Αλλά οι άλλοι; Ποιοι ήταν και ποιος ο αρχηγός τους;


Η ορκωμοσία του πρωθυπουργού και του πρώτου κλιμακίου υπουργών θα γινόταν στα Ανάκτορα των Αθηνών όταν ο Βασιλεύς θα κατέβαινε από το Τατόι, όπου είχε κατευθυνθεί φεύγοντας από το Πεντάγωνο.


Τόσα μου είπε ο συνταγματάρχης των ΛΟΚ πριν με συνοδεύσει στην έξοδο.