Οι μεγαλύτεροι γάλλοι συγγραφείς του εικοστού αιώνα, ο Καμύ, ο Ζενέ, ο Σελίν, η Γιουρσενάρ, ο Κοέν, η Ντυράς έχουν φύγει από κοντά μας, οι περισσότεροι εδώ και καιρό. Οι διάδοχοι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, έμοιαζαν απόντες. Τι έκαναν; Πού κρύβονταν; Μήπως ήταν ο Μάης του ’68 που προκάλεσε την έκλειψή τους, απομακρύνοντας τη γενιά τους από τις υπερβολικά αστικές μορφές του μυθιστορήματος;


Αν μπορούμε ας θυμηθούμε. Τη δεκαετία του ’70, οι πιο αξιόλογοι, διανοούμενοι και συγγραφείς μετοικούσαν: άλλος στον κινηματογράφο ­ «για κινηματογράφο του δημιουργού» ήταν ο λόγος ­ άλλος στη λογοτεχνική κριτική, στην επιστημολογία, στη φιλοσοφία, στην ψυχανάλυση κοκ. Ηταν η εποχή όπου οι επιστήμες του ανθρώπου βρίσκονταν στο απόγειό τους και δεν θα παραπονεθούμε γι’ αυτό το πράγμα. Ηταν η εποχή επίσης όπου οι μυθιστοριογράφοι εξαφανίζονταν.


Και μετά, χάρη σε λογοτεχνικές εκπομπές, αναφέρομαι στον Μπερνάρ Πιβό, στον Μισέλ Πολάκ, άρχισαν να πιστεύουν, να ελπίζουν στη Γαλλία ότι το μυθιστόρημα δεν αργοπέθαινε· παραμονεύαμε με κάποια νευρικότητα, με κάποια δυσπιστία, τα πρώτα σημάδια επανάκαμψης ή ανάρρωσης. Πράγματι, οι επιστήμες του ανθρώπου δεν μπόρεσαν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα, και άλλωστε δεν θα μπορούσαν να το κάνουν· το ζητούμενο ήταν η ανεύρεση νέων μορφών έκφρασης· το μυθιστόρημα δεν φαινόταν πια ικανό να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας· τι μπορούσε να πει κανείς στη Γαλλία μετά τον Σελίν, την Ντυράς, τι μπορούσε να επινοήσει; Δεν έπρεπε να τρέφουμε αυταπάτες. Η εποχή των μεγάλων μυθιστοριογράφων βρισκόταν πίσω μας. Αλλά ήδη έκπληκτοι κοιτούσαμε τους αριθμούς: το 1996 δημοσιεύτηκαν στη Γαλλία 1.600 μυθιστορήματα. Τι; 1.600; Υπήρχε ακόμη τέτοιο πράγμα: Αυτή η εκδοτική πληθώρα θα πρέπει να απορρέει από τη λογική της κάθε επιχείρησης, είτε αυτή είναι εκδοτικός οίκος είτε όχι, σύμφωνα με την οποία αν δεν αυξήσεις την παραγωγή σου πεθαίνεις. Ναι, κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν.


Δειλά δειλά, ξεφυλλίσαμε μερικά νέα βιβλία. Ναι, τούτο το βιβλίο ήταν υπέροχο, έπρεπε να το ομολογήσουμε. Θα πρέπει να ήταν σίγουρα μεμονωμένη περίπτωση, πάντα υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις. Και μετά, για φαντάσου, και κάποιο άλλο ήταν υπέροχο. Καλά, δύο αριστουργήματα, αυτό δεν υπερβαίνει τα όρια του ανεκτού. Αλλά και εκείνο, για φαντάσου. Τρία. Και αυτό πάλι; Οχι, δεν γίνεται. Μας είχαν πει επανειλημμένα ότι το μυθιστόρημα πέθανε, μας είχαν πει επανειλημμένα πως ό,τι απέμεινε από αυτό (παρά τους Ρουό, του Κεφελέκ) ήταν απλώς είδος υπό εξαφάνισιν, ότι τα υπόλοιπα ήταν πολύ διανοουμενίστικα, απρόσιτα, ομφαλοσκοπικά, μας το είπαν τόσο που σχεδόν το πιστέψαμε. Και να που εδώ έχουμε μιαν αλλαγή φρουράς! Δεν είναι δυνατόν! Και όμως! Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας.


Γιατί χρειάζεται να αφιερώσεις χρόνο για να διαβάσεις, να μην πιστεύεις πάντα στην επίσημη κριτική και, να, αυτό απαιτεί πολλή δουλειά. Γιατί πρέπει να σταματήσουμε να σκεπτόμαστε ότι το γαλλικό μυθιστόρημα δεν έχει τίποτα πια να πει, να σταματήσουμε αυτόν τον υπεροπτικό μαζοχισμό. Γιατί στο κάτω κάτω της γραφής, είναι αδύνατον να μη γοητευτούμε από την επινοητικότητα και το ταλέντο αυτής της γενιάς, μεταξύ τριάντα και σαράντα, που τα έχει δει όλα, τα έχει διαβάσει όλα και έχει απελευθερωθεί από όλα. Είναι πασιφανές. Τα ονόματά τους: Συλβί Ζερμέν, Εμμανυέλ Μπερνχάιμ, Λιονέλ Ντιρουά, Μαρκ Σολοντένκο, Φουάντ Λαρουί, Εμμανυέλ Μπαμαγιάκ Ταμ, Μαρί Λε Ντριάν, Ζαν Ρουό, φυσικά, και τόσοι ακόμη που θα ήθελα να αναφέρω αν μου επέτρεπε ο χώρος.


Κανένας δεν μοιάζει με κανέναν. Ούτε σχολές, ούτε ομάδες, ούτε ιδεολογία· έχουν απελευθερωθεί από όλα. Τους επιτρέπονται τα πάντα. Λένε σχεδόν τα πάντα. Κανένα θέμα δεν είναι πλέον ταμπού. Αλλά αυτό που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να χλευάσουν είναι το ύφος: γράφουν. Γράφουν θαυμάσια. Και όλοι με διαφορετικό τρόπο. Με ένα ύφος που ρέει, που συναρπάζει, που δεν σε αφήνει να κλείσεις το βιβλίο προτού φτάσεις στο τέλος.


Για να επιταχύνουν, επειδή βιάζονται, χρησιμοποιούν συχνά το αφηγηματικό «εγώ», ένα «εγώ» ψευδοαυτοβιογραφικό· το χρησιμοποιούν για να μιλήσουν για τον κόσμο, όπως το έκανε βεβαίως ο Προυστ, αλλά μήπως αυτό τους απαγορεύει να το χρησιμοποιήσουν; Ετσι, στοχεύουν κατευθείαν το ουσιώδες, ναι, βιάζονται να μιλήσουν, να πουν, να γράψουν. Το θέαμα που παρουσιάζουν είναι συναρπαστικό.


Είναι εξέχουσες προσωπικότητες, τα έργα τους έχουν ήδη αναγνωριστεί ή πρόκειται να αναγνωριστούν· αρκεί ωστόσο να διαβάσεις για να είσαι βέβαιος ότι δεν έχεις να κάνεις με εφήμερες εκλάμψεις: παρακολουθούμε τη γέννηση μιας γενιάς.


Θα μπορούσε κανείς να της προσάψει ότι είναι μια γενιά απογοητευμένη, αηδιασμένη από έναν εικοστό αιώνα που δεν θέλησε να τον αλλάξει, παρά μόνο να τον παρατηρήσει ως ανώριμος, ανίσχυρος θεατής· είναι ωστόσο μια γενιά ειρωνική, μερικές φορές αστεία (ο νους μας πάει στο τελευταίο μυθιστόρημα του Ζαν Ρουό Le Monde a peu pres), και το γεγονός μάλιστα ότι προσφεύγει στο χιούμορ είναι καινοφανές: Μια γενιά που έχει στήσει ενέδρα στο πραγματικό, σε αυτό που συμβαίνει, μια γενιά μετά το baby boom που δεν θέλει άλλες αυταπάτες, άλλους δελεασμούς, μα να προχωρήσει ανατρέποντας τα πάντα: μια πεινασμένη γενιά.


Είναι μια γενιά ορφανή από ιδεώδη και από κάποιον πατέρα που θα της έδινε κατευθυντήρια γραμμή, μια γενιά που θέλει μόνη της να συγκροτήσει τα δικά της σημεία αναφοράς και να πορευθεί στο αύριο. Ναι, γενικά ορφανή, ή μια γενιά πατροκτόνα, που απελευθερώθηκε από αναφορές, υποταγές, συμβιβασμούς.


Μια γενιά που συμπεριλαμβάνει τόσους άντρες όσες και γυναίκες, σε μια ισοτιμία που προβληματίζει τους πολιτικούς. Μια γενιά που συμπεριλαμβάνει Γάλλους και πολιτογραφημένους Γάλλους, σε μια ισορροπία ικανή να αποστομώσει την εξοργιστική ηλιθιότητα του ρατσιστικού λόγου. Μια γενιά που εννοεί να στρατευθεί στον 21ο αιώνα, ενδεχομένως ίσως τυπικά πιο ατομικιστικό αλλά δύσκολα λιγότερο ανθρώπινο από τον προηγούμενο. Μια γενιά που εννοεί, για να υιοθετήσουμε τη διατύπωση του συγγραφέα Λιονέλ Ντιρουά, να στρατευθεί στην οδό της ευτυχίας και να οικοδομήσει. Ναι, το γαλλικό μυθιστόρημα απελευθερώθηκε. Σφύζει από υγεία και όρεξη.


Η κυρία Κατρίν Βελισσάρη είναι διευθύντρια του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η γαλλική εκδοχή του κειμένου αυτού δημοσιεύθηκε την περασμένη Τετάρτη στο πρώτο τεύχος του γαλλόφωνου περιοδικού της Αθήνας «AtheMes».