Ηταν το «βρουβάκι» του χωριού του. Το παρατσούκλι του αλκοολικού πατέρα του τον κατάτρεχε. Γιος του περίγελου. «Ερχεται ο «Βρούβας», παιδιά! Πάλι με οχτάρια ο κυρ-Παναγιώτης…». Ο Δημήτρης Βακρινός, δευτερότοκος γιος μιας πενταμελούς οικογένειας, μεγάλωσε στη μικρή κοινωνία του χωριού Πυρρή Γορτυνίας. Μεγάλωσε και έγινε από Δημητράκης «τίποτα», ο Βακρινός «σίριαλ κίλερ» για τον οποίο μιλάνε όλοι.


Η μητέρα του Γεωργία και ο πατέρας του Παναγιώτης ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες και τα λίγα πρόβατα πρόσθεταν στο εισόδημά τους, για να μεγαλώσουν τον Δημήτρη και τις τρεις αδελφές του: Σταυρούλα, Μαρίνα και Βασιλική. «Φτώχεια και των γονέων…», λένε οι συγχωριανοί. Και από πάνω οι αψυχολόγητες αντιδράσεις του πατέρα υπό την επήρεια της μέθης στο αγόρι της οικογένειας. Κόντρες και σφαλιάρες από νωρίς. Ο Δημήτρης Βακρινός τέλειωσε το δημοτικό σχολείο μόλις και μετά βίας. Οι βαθμολογίες των μαθητικών ελέγχων δεν ξεπέρασαν ποτέ το «6». Δεν είχε ιδιαίτερες παρέες. Πολλές ώρες τις περνούσε βόσκοντας τα πρόβατα. Εκεί όπου, στα δεκατρία του, τον συνάντησε ο Δημήτρης Πόντος, κοντοχωριανός από την Τριποταμιά Γορτυνίας και συγγενής της μητέρας του.


Ηταν Πάσχα του ’75. Στο Πυρρή όλοι χαίρονταν τις γιορτινές μέρες και μιλούσαν για τους Βακρινούς που ζουν τη φτώχεια τους. Ο Δημήτρης Πόντος, μόλις πριν από ένα χρόνο, είχε ανοίξει με τα αδέλφια του μια ταβέρνα στη Χασιά. Αποφάσισε να πάει στον πατέρα του μικρού: «Παναγιώτη, να πάρω το γιο σου στην Αθήνα; Να δουλέψει μαζί μας και να δει καλύτερες μέρες;». Ετσι, ο Δημήτρης Βακρινός συνάντησε τη μεγαλούπολη.


Επιασε δουλειά στην ταβέρνα «Τα τρία αδέλφια», στους Αγ. Αναργύρους (Χασιάς 118). Σπίτι του έγινε η οικογένεια Πόντου, που τον φιλοξένησε. Τα παιδιά τους έπαιζαν με τον Δημήτρη και ο Δημήτρης έγινε «παιδί» τους για τρία χρόνια. «Ηταν ήσυχος, φιλότιμος και εργατικός», λέει η κυρία Πόντου, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Δημήτρης που στήριξαν με αγάπη θα έβγαζε τόσο μίσος προς τους συνανθρώπους του. «Αγαπούσε υπερβολικά τη μητέρα του και τις αδελφές του. Δεν είχε καλές σχέσεις με τον πατέρα του…».


Λίγο καιρό αργότερα, όμως, ήρθε και εκείνος στην Αθήνα, νοίκιασαν σπίτι στην περιοχή, κοντά στην ταβέρνα, και σύντομα ήρθαν και η μητέρα με τις αδελφές του. Ο πατέρας του άρχισε να πουλά λαχεία, αλλά η συμβίωση με τον γιο του αποδείχτηκε αδύνατη και επιστρέφει με τη γυναίκα του στο χωριό, ενώ ο Δημήτρης Βακρινός σταματά τη δουλειά στην ταβέρνα, αναζητεί περιστασιακά το μεροκάματο, και εκπαιδεύεται σε τεχνική σχολή στον Σκαραμαγκά. Στα ναυπηγεία βρίσκει δουλειά οξυγονοκολλητή, όπου παραμένει ως το 1992.


Εν τω μεταξύ, το 1990, γνωρίζει την Ευαγγελία Γερασίμου. Μια κοινή γνωστή, σύζυγος ενός εξαδέλφου της Ευαγγελίας, τους φέρνει σε επαφή και το προξενιό οδηγεί στον γάμο που θα διαρκέσει μόλις 14 μήνες. «Ηρεμος άνθρωπος ο Δημήτρης. Δεν μπορώ να πιστέψω τι έκανε. Δεν είχε νεύρα. Μια φορά μόνο σήκωσε χέρι σε μένα και στη μητέρα μου. Θυμάμαι πως ήταν ασήμαντη η αφορμή. Ενα βιβλιάριο υγείας που μου ζήταγε και δεν του το έδινα», λέει η πρώην σύζυγός του σήμερα. «Ηταν κλειστός και λιγομίλητος. Ποτέ δεν μου μίλησε για την παιδική του ηλικία, για τους γονείς τους. Του τα έβγαζα με το τσιγκέλι. Το απέφευγε. Ηξερα μόνο ότι δεν τα πήγαινε καλά με τον πατέρα του και ότι έτρεφε αδυναμία στην αδελφή του, τη Βάσω. Παιδιά δεν ήθελε. Προτού τον παντρευτώ, δούλευα σε ένα συνεργείο. Μετά, όμως, σταμάτησα, γιατί ήθελα να κάνω οικογένεια. Οταν κλείσαμε ένα χρόνο παντρεμένοι, του ζήτησα να κάνουμε ένα παιδί. Μου είπε ότι τα παιδιά φέρνουν προβλήματα».


Η σύγκρουση ήλθε όταν ο Δημήτρης Βακρινός σταμάτησε να δουλεύει στα ναυπηγεία. «Πρέπει να πήρε πάνω από ένα εκατομμύριο αποζημίωση. Εγώ δεν είδα δραχμή από αυτά τα λεφτά. Αντίθετα, μου είπε ότι ήταν σειρά μου να δουλέψω και αυτός να ξεκουραστεί, δηλαδή να τον ταΐζω. Ετσι άρχισαν οι καβγάδες, που δεν ήταν ποτέ βίαιοι». Οι καβγάδες, όμως, συνεχίστηκαν και για έναν άλλο λόγο. Ο Βακρινός αργούσε τα βράδια, ενώ ποτέ δεν της έδειχνε τις παρέες του. Το 1992 η Ευαγγελία αποφάσισε να χωρίσει και τον έδιωξε από το σπίτι της στο Κερατσίνι. Εκείνος πήγε στο Αστυνομικό Τμήμα της γειτονιάς και δήλωσε ότι η γυναίκα του, αν και παντρεμένοι ακόμη, τον έδιωξε από το σπίτι. Δεν πέτυχε τίποτε. Ετσι αποφάσισε να εκδικηθεί. Πήγε στο εξοχικό σπίτι που είχε ο πεθερός του στη Σαλαμίνα και του έβαλε φωτιά. Δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο καιρό αργότερα διέρρηξε και το σπίτι τους στο Κερατσίνι, όπως ισχυρίζεται η οικογένεια Γερασίμου.


Στη συνέχεια ο Βακρινός αλλάζει πολλές δουλειές, ενώ τα τελευταία χρόνια δούλευε ως οδηγός ταξί. Οι επισκέψεις του στο χωριό όπου γεννήθηκε είναι λιγοστές. Δεν είχε φίλους εκεί. Πήγαινε αραιά και πού για να δει τη μητέρα του. Μια βόλτα από το καφενείο και την επόμενη ημέρα γύριζε πίσω. Τον Αύγουστο του 1996 παντρεύεται για δεύτερη φορά με την Κυριακή Χατζηδογιαννάκη. Πιάνουν ένα διαμέρισμα στην οδό Ποσειδώνος 13, στο Μοσχάτο. Το προφίλ του φιλήσυχου ανθρώπου επικρατεί και στην καινούργια του γειτονιά, με εξαίρεση κάποιους καβγάδες που είχε με τη γυναίκα του. Οι εντυπώσεις «έσπασαν» από τη βίαιη πραγματικότητα πέντε δολοφονιών. Το όνομα του 35χρονου Δημήτρη Βακρινού έγινε συνώνυμο της τυφλής εκδίκησης σε μια ζωή που ένιωθε να τον έχει στην άκρη… Μια δεκαετία αιματηρή για μια δήθεν ηρωική έξοδο. Από τον Δημητράκη «τίποτα» στον Βακρινό «σίριαλ κίλερ».