Ο υπονομευτής


Με την έκδοση του μυθιστορήματος Τα ονόματα το ελληνικό αναγνωστικό κοινό μπορεί να σχηματίσει μια σχεδόν πλήρη εικόνα για το έργο του Ντον Ντελίλο, ενός από τους σημαντικότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής Αμερικής, αφού την τελευταία πενταετία κυκλοφόρησαν στα ελληνικά κι άλλα τρία μυθιστορήματά του: ο Λευκός Θόρυβος (Βιβλιοπωλείο της Εστίας), ο Ζυγός και το Μάο ΙΙ (εκδόσεις Χατζηνικολή). Η έκδοση των Ονομάτων, ωστόσο, που συμπληρώνει την τετράδα των κυριότερων έργων του, παρουσιάζει κι ένα επιπλέον ενδιαφέρον, δεδομένου ότι η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στη σύγχρονη Ελλάδα (την Αθήνα και τη Νότια Πελοπόννησο).


Τα ονόματα είναι το παλαιότερο από τα τέσσερα μυθιστορήματα του Ντελίλο που προαναφέρθηκαν. Επρεπε να περάσουν δεκαπέντε χρόνια από την πρώτη αμερικανική έκδοση (1982) για να μεταφραστεί στη γλώσσα μας το κατ’ εξοχήν «ελληνικό» μυθιστόρημα του συγγραφέα, γεγονός που δεν θα το θεωρούσε κανείς άσχετο με το κύμα του σαρωτικού αντιαμερικανισμού στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Δυστυχώς, το όψιμο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη αμερικανική πεζογραφία οφείλεται στη θεομηνία της μαζικής κουλτούρας. Επρεπε η υπερατλαντική αυτοκρατορία να κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, ο αμερικανικός κινηματογράφος να διαλύσει τον ευρωπαϊκό και τα ταχυφαγεία (φαστ φουντ) να καταλάβουν τα αστικά κέντρα για να υπάρξει ενδιαφέρον και για τα ουσιαστικά επιτεύγματα της τέχνης και των γραμμάτων στη σύγχρονη Αμερική.



Ο Ντελίλο αλλά και ο Ρέιμοντ Κάρβερ (ένας άλλος σημαντικός συγγραφέας της μεταπολεμικής Αμερικής) πέρασαν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από την Ελλάδα χωρίς να τους γνωρίζει κανείς. Ο Κάρβερ έγινε γνωστός εδώ μόνο μετά την προβολή της ταινίας του Ρόμπερτ Ολτμαν Επεισόδια, που στηρίχθηκε στα διηγήματά του. Οσο για τον Ντελίλο, αυτός ο κατ’ εξοχήν πολιτικός συγγραφέας μεταφράστηκε στα ελληνικά μόνον όταν η φήμη του στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ήταν τέτοια που δεν θα μπορούσε να μην προκαλέσει το εκδοτικό ενδιαφέρον και στον τόπο μας.


Γεννημένος το 1936, ο Ντελίλο ανήκει στη γενιά που έφερε στην εξουσία τον Τζον Κένεντι, με άλλα λόγια σε όσους έβγαλαν, ουσιαστικά, την Αμερική από τον μακαρθισμό. Ως συγγραφέας αξιοποίησε τη φόρμα της επιστημονικής φαντασίας και τη μετέτρεψε σε πολιτική φαντασία, γιατί αντελήφθη πολύ νωρίς το πολιτικό περιεχόμενο της τεχνολογικής επανάστασης. Εύκολα συμπεραίνει ο προσεκτικός αναγνώστης πως το πολιτικό μήνυμα των βιβλίων του Ντελίλο ορίζεται από τη διαπίστωση πως οι σημερινές πηγές της καταπίεσης και της περιθωριοποίησης δεν είναι πρωτίστως ο διεφθαρμένος πολιτικός, ο εξωνημένος αστυνομικός ή τα αδίστακτα στελέχη των πολυεθνικών εταιρειών (όλοι αυτοί είναι τμήματα ενός γιγαντιαίου και παγκόσμιου ιστού), αλλά το άμορφο περιβάλλον των διαστροφικά ερμηνευμένων λέξεων, των εικόνων – σφραγίδων και των πληροφοριών μέσω των οποίων ελέγχονται οι άνθρωποι, τα πράγματα και οι κοινωνίες. Η καθολική διάχυση σε τούτο το άμορφο περιβάλλον δημιουργεί έναν ζοφερό κόσμο στον οποίον κανείς δεν είναι ασφαλής, κανείς δεν μπορεί να τον αποφύγει και κανείς δεν μπορεί να τον δει, παρά μόνον όταν ο κόσμος αυτός έρθει καταπάνω του.


Στον Λευκό θόρυβο, που είναι μια κωμωδία για τον θάνατο κι όπου η ειρωνεία εκφράζει την ανάποδη πλευρά της οργής, ο ήρωας Τζακ Γκλάντνεϊ, ο οποίος διδάσκει ιστορία του ναζισμού σ’ ένα μικρό κολέγιο των ΗΠΑ, ανήκει σε μια μικρή ομάδα πανεπιστημιακών που έχουν εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη προκειμένου, όπως ισχυρίζονται, να ζήσουν «το μεγαλείο και τη βρωμιά της Αμερικής». Ο Γκλάντνεϊ τρέφεται με την αφελή ιδέα πως επιλέγοντας να ζήσει μιαν αδιάφορη και επίπεδη ζωή θα καταφέρει να γλιτώσει από τις παγίδες και τον φόβο του θανάτου. Ωσπου ένα βιομηχανικό ατύχημα (διαρροή τοξικού αερίου) σε κάποιο εργοστάσιο της μικρής πόλης στην οποία ζει τον παγιδεύει σε όσα ακριβώς ήθελε να αποφύγει και ο αντιήρωας αυτός εισέρχεται στην περιοχή της δράσης.


Ο Ζυγός είναι ένα πολιτικό θρίλερ αλλά και μια ψυχογραφία της δεκαετίας του ’60 ή καλύτερα: η σκοτεινή προβολή της εξουσίας και των αυτοκρατορικών συνωμοσιών του Ψυχρού Πολέμου. Γύρω από τον κεντρικό ήρωα, τον Λι Χάρβεϊ Οσβαλντ, του οποίου ο ζυγός αποτελεί ταυτοτικό έμβλημα και ο οποίος σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή δολοφόνησε τον πρόεδρο Κένεντι, κινείται η πολιτική υποκουλτούρα της αυτοκρατορίας: πράκτορες της CIA, φανατικοί πιστοί του μηχανισμού και του συστήματος αλλά και αυτόνομα μπαρόβια «πνεύματα» (που πιστεύουν πως μια αποτυχημένη προσπάθεια δολοφονίας του Κένεντι θα έφερνε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της Κούβας), μαφιόζοι με πολιτικές διασυνδέσεις, παρακοιμώμενοι της εξουσίας, φανατικοί ακροδεξιοί.


Το σκάψιμο στο υπέδαφος της εξουσίας συνεχίζεται και στο επόμενο μυθιστόρημα του Ντελίλο, το Μάο ΙΙ. Εδώ η σύγκρουση της ατομικής συνείδησης με την ψυχολογία του πλήθους οδηγεί στον τολμηρό συσχετισμό της τέχνης με τον τρόμο μέσω της πολιτικής. Οπως στον γνωστό πίνακα του Γουόρχολ το πορτρέτο του Μάο δίνεται σε αλλοιωμένα πολλαπλά, έτσι και τα κοινωνικά πολλαπλά αλλοιώνουν τα ατομικά διλήμματα, τις αντιφάσεις και τα ερωτήματα που θέτει η προσωπικότητα στην αναμέτρησή της με τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή την κοινωνία των άλλων.


Οσον αφορά τον αναγνώστη που δεν έχει έλθει σε επαφή με το έργο του Ντελίλο, Τα ονόματα είναι ίσως το πρώτο μυθιστόρημα από το οποίο θα πρέπει να ξεκινήσει. Ο έλληνας αναγνώστης όμως έχει κι επιπλέον λόγους: ο βασικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Τζέιμς Αξτον, είναι «αναλυτής κινδύνου» σε μιαν εταιρεία που συμβουλεύει διεθνείς επενδυτές για τα ποσοστά ρίσκου που αναλαμβάνουν όταν επενδύουν σε χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Ο Αξτον ζει στην Αθήνα μαζί με άλλους εκπατρισμένους Αμερικανούς και Ευρωπαίους, στο μεταίχμιο δηλαδή Ανατολής – Δύσης, και προσπαθεί με τους υπολοίπους της συντροφιάς να διατηρήσει τις συνήθειες και τον τρόπο της ζωής του σε ένα ιδιόμορφο περιβάλλον. Ο Ντελίλο προσδιορίζει χρονικά τη δράση του μυθιστορήματός του στη διετία 1979-80, περίοδο κρίσιμων πολιτικών γεγονότων. (Είναι αξιοσημείωτο το ότι χαρακτηρίζει το Κουβέιτ ως χώρα όπου επικρέμαται η απειλή του πολέμου).


Το μυθιστόρημα ξεκινά αργά και επιταχύνεται σταθερά ως το κρεσέντο του τέλους. Ο Αξτον σε μιαν επίσκεψή του στο νησί όπου μένουν η γυναίκα του κι ο γιος του μαθαίνει για μια σειρά τελετουργικών ανθρωποθυσιών που έχουν γίνει στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και καταλαμβάνεται από την έμμονη ιδέα να ερευνήσει τα αίτιά τους και να ανακαλύψει την ομάδα που τα διαπράττει. Ακολουθεί λοιπόν τα ίχνη της στη Μάνη, στην Ιερουσαλήμ και στη Λαχώρη. Η δαιδαλώδης αναζήτησή του, όμως, η οποία, μεταφορικά, είναι μια κατάδυση στα σκοτεινά και ανερμήνευτα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, του μύθου και της Ιστορίας, απειλεί τη ζωή του, τον γάμο του και τη συναισθηματική και ψυχική του ασφάλεια ­ και τελικά τον συντρίβει.


Από τις πρώτες σελίδες διαπιστώνει κανείς την ακρίβεια, την αντικειμενικότητα και τη διεισδυτικότητα με τις οποίες ο Ντελίλο περιγράφει τη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος φιλέλληνας για να εκτιμήσει τις ποιότητες που εξακολουθούν να υπάρχουν σε τούτο τον τόπο ή να μη θεωρήσει ταυτοτικά στοιχεία τις νεοελληνικές υπερβολές. Αρκούν το ταλέντο και η συγγραφική συνείδηση. Οι περιγραφές της Ακρόπολης στο βιβλίο του Ντελίλο, ο οποίος αντιμετωπίζει το κτίσμα όχι ως ιστορικό απολίθωμα αλλά ως λειτουργικό τμήμα μιας ζωντανής κοινωνίας ανάγοντάς το σε ένα κατ’ εξοχήν ελληνικό γνώρισμα, τον διφυή λόγο, είναι από τις ωραιότερες που απαντώνται σε ξένους συγγραφείς. Στο μυθιστόρημά του ζει η πραγματική Ελλάδα. Η αίσθησή του της αττικής νύχτας είναι απαράμιλλη και μιλά ευθέως στην ψυχή του αυτόχθονα. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς το ελλειπτικό ύφος, που ωστόσο δεν αφήνει ούτε ένα αφηγηματικό κενό, τους διαλόγους που σπάζουν κόκαλα και το παιχνίδι ανάμεσα στην αφήγηση, στην εσωτερική και στην εξωτερική συνομιλία και στη σιωπή, εύκολα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι εδώ έχουμε να κάνουμε όχι μόνο με έναν φιλόδοξο συγγραφέα αλλά και με έναν σπουδαίο τεχνίτη.