Η (ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗ) διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) αντιπροσωπεύει για την Ελλάδα μια ιστορική πρόκληση, μια ιστορική ευκαιρία, αλλά ίσως και έναν σοβαρό κίνδυνο. Είτε ως πρόκληση είτε ως ευκαιρία, η νέα διεύρυνση της ΕΕ με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ) και την Κύπρο, καθώς και η σχεδιαζόμενη διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ), διαμορφώνουν τη νέα ευρωπαϊκή θεσμική και πολιτική αρχιτεκτονική, την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική του εικοστού πρώτου αιώνα, που από ελληνικής πλευράς απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και συνεπώς σε βάθος μελέτη για τη διαμόρφωση της κατάλληλης στρατηγικής, θέσεων και επιδιώξεων.


Για την Ελλάδα η στρατηγική για τη νέα διεύρυνση της ΕΕ θα πρέπει να αποβλέπει στην εκπλήρωση μια δέσμης προϋποθέσεων η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη ιστορικής σημασίας επιδιώξεων με καταληκτικό στόχο τη διασφάλιση του θεσμικού ρόλου της Ελλάδας μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σταθερότητας. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει ότι η διεύρυνση σε συνάρτηση με την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) θα αποτελέσουν τα καθοριστικά γεγονότα για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής μορφολογίας αλλά και για τον προσδιορισμό της θέσης κάθε χώρας ξεχωριστά στο ευρωπαϊκό σύστημα τα επόμενα χρόνια. Στις προϋποθέσεις αυτές περιλαμβάνονται:


(α) Εμβάθυνση ενοποίησης: για την Ελλάδα η εμβάθυνση της ενοποίησης αντιπροσωπεύει επιλογή που εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Η διεύρυνση δεν θα πρέπει συνεπώς να αλλοιώσει την προοπτική και τον στόχο της βαθύτερης ολοκλήρωσης, τόσο σε πολιτικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Η ΕΕ δεν θα πρέπει, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης, να περιέλθει σε μια χαλαρή θεσμική οντότητα, ανίκανη να λάβει αποφάσεις, να εφαρμόσει πολιτικές και να διαχειρισθεί κρίσεις, ανίκανη να «προβάλει» τον πολιτικό ρόλο της, ή να διολισθήσει σε νέες διαιρέσεις ανάμεσα σε χώρες – μέλη. Στο σημείο αυτό η έκβαση των εργασιών της Διακυβερνητικής Διάσκεψης για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ έχει ιδιαίτερη σημασία.


(β) Ενταξη της Κύπρου: η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ (που ως προοπτική διασφαλίστηκε μετά από σκληρές διαπραγματευτικές κινήσεις από ελληνικής πλευράς) θα πρέπει να συμπεριληφθεί στο «πρώτο κύμα» της διεύρυνσης. Η ένταξη της Μεγαλονήσου ­ οι διαπραγματεύσεις για την οποία θα πρέπει να αρχίσουν έξι μήνες μετά το τέλος της Διακυβερνητικής Διάσκεψης ­ αντιπροσωπεύει ιστορική επιλογή για την περιοχή της ΝΑ Μεσογείου συνολικά και την Ελλάδα ειδικότερα. Μπορεί να έχει καταλυτικές επιπτώσεις σε μια διαδικασία υπέρβασης των προβλημάτων και σταθεροποίησης της περιοχής στη βάση ενός «συνεργατικού πλαισίου σχέσεων και ασφαλείας». Αν η Αγκυρα σταθμίσει ψύχραιμα τη δυναμική και τα οφέλη της διεύρυνσης (και εγκαταλείψει τη σημερινή αποσταθεροποιητική πολιτική που προβάλλει στην περιοχή), μπορεί η διαδικασία αυτή να συμπεριλάβει τελικά, εκτός από την Κύπρο, και την Τουρκία στη βάση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συμμετοχή μιας χώρας στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, όπως και για την Κεντρική Ευρώπη, η επέκταση του «προτύπου της ολοκλήρωσης» στη ΝΑ Ευρώπη και Μεσόγειο ίσως αντιπροσωπεύει τον καταλυτικό εκείνο παράγοντα για τη σταθεροποίηση της περιοχής.


(γ) «Βαλκάνια και ΕΕ»: για την Ελλάδα η ενσωμάτωση της περιοχής των Βαλκανίων στη νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και στις νέες δομές αντιπροσωπεύει προοπτικά ιστορική επιλογή. Με την εκπλήρωση των πολιτικών και οικονομικών προϋποθέσεων, όλες οι χώρες της Βαλκανικής (και όχι μόνο η Ρουμανία και η Βουλγαρία) θα πρέπει σταδιακά να βρουν τη θέση τους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ολοκλήρωσης. Αν τα Βαλκάνια παραμείνουν «εκτός» ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, το γεγονός θα έτεινε να δικαιώσει τις (αφελείς) απόψεις του S. Huntington για μια «περιοχή» που για λόγους (δήθεν) πολιτιστικούς δεν έχει θέση στους θεσμούς και στην οργάνωση της Δ. Ευρώπης.


Από μια γεωπολιτική οπτική, είναι εμφανές ότι η ελληνική στρατηγική για τη διεύρυνση της ΕΕ (αλλά και του ΝΑΤΟ) θα πρέπει να «ισορροπήσει ενδιαφέροντα και στόχους για την επέκταση του ενοποιητικού συστήματος στην περιοχή με τη θέση της Τουρκίας αλλά και της Ρωσίας (που συνιστά σημαντικό παράγοντα στον χώρο, με θεμιτά συμφέροντα) στο νέο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Με αφετηρία τη διεύρυνση της ΕΕ η Ελλάδα μπορεί να διαμορφώσει μια συνολική μακροχρόνια στρατηγική αλλά και ένα «όραμα» για τον ρόλο της στην Ευρώπη, στην περιοχή και στο διεθνές σύστημα γενικότερα.


Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.