Ι. Με την εισαγωγή του άρθρου 128 στο κείμενο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα έγινε, χωρίς αμφιβολία, ένα πολύ σημαντικό βήμα ως προς την επισημοποίηση του κοινοτικού ενδιαφέροντος για τον πολιτισμό. Η σχέση όμως της Ενωσης μ’ αυτό που ονομάζεται «πολιτισμός» ­ όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 128 ­ είναι μια σχέση διστακτική, μια σχέση συμπληρωματική και μια σχέση επικουρική.


Η σειρά προτεραιότητας ανάμεσα στα κράτη – μέλη και στην Ενωση ως προς την αρμοδιότητα και ως προς το ενδιαφέρον στα θέματα πολιτισμού είναι καθορισμένη με όσο γίνεται μεγαλύτερη σαφήνεια: Η αρχή της επικουρικότητας βρίσκει στο άρθρο 128 μια από τις πιο καθαρές και τυπικές περιπτώσεις εφαρμογής της. Η ευθύνη λοιπόν ανήκει κατ’ αρχάς και κατά βάση στο ίδιο το κράτος – μέλος, στη συνέχεια στη (διακρατική) συνεργασία των κρατών – μελών και σε τρίτο και τελευταίο επίπεδο στην κοινότητα που «συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών – μελών», «αποσκοπεί στην ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών – μελών» και «υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση τους» σε ορισμένους τομείς.


Η Ενωση είναι κατά το άρθρο 128 πολιτισμικά ανεκτική και φιλελεύθερη καθώς «σέβεται την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία» και ευνοεί τη συνεργασία με τις τρίτες χώρες και τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς στον πολιτιστικό τομέα ­ ειδικότερα δε με το Συμβούλιο της Ευρώπης.


Ο πολιτισμός αντιμετωπίζεται διά του άρθρου 128 σε δύο διαφορετικά επίπεδα: αφενός μεν ως αυτοτελές ζήτημα με δράσεις ενθάρρυνσης ή συστάσεις, αφετέρου δε ως πιθανή ιδιαίτερη πτυχή των δράσεων που αναλαμβάνει η κοινότητα με βάση άλλες διατάξεις της Συνθήκης.


Η διάκριση αυτή επιτρέπει την εισαγωγή μιας υπονοούμενης ρήτρας «πολιτιστικής εξαίρεσης» ή τουλάχιστον «πολιτιστικής ευαισθησίας» σε όλες τις άλλες διατάξεις της Συνθήκης. Κατά βάθος όμως υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο πολιτισμός είναι μία δραστηριότητα οικονομικά και πολιτικά κρίσιμη και ενδιαφέρουσα που μπορεί να διασταυρώνεται με όλες τις πολιτικές ή τις δράσεις της Ενωσης, πέρα από την αυτοτελή αντιμετώπισή του.


Από την άποψη λοιπόν αυτή η θέση που κατέχει ο πολιτισμός στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι μικρότερη ή λιγότερο σημαντική από τη θέση που κατέχει στα περισσότερα Συντάγματα των κρατών – μελών.


Επιπλέον δε στο άρθρο 128 αναδεικνύεται η έννοια της «κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς» και η συγγενής αλλά όχι ταυτόσημη έννοια της «πολιτιστικής κληρονομιάς ευρωπαϊκής σημασίας», για την ακρίβεια: της πολιτιστικής κληρονομιάς των κρατών – μελών που συμβαίνει να έχει ευρωπαϊκή σημασία και δεν περιορίζεται στα στενά εθνικά ή περιφερειακά όρια.


Η ως τώρα επίκληση του άρθρου 128 δεν οδήγησε στη διάθεση κονδυλίων του κοινοτικού προϋπολογισμού τέτοιων που να ανατρέπει τις παραδοσιακές ισορροπίες στην κατανομή των κρατικών πιστώσεων. Ο πολιτισμός είναι μια δευτερεύουσα ή φθηνή δράση για την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Στο κλασικό δε ερώτημα αν ως προς τα πολιτιστικά αγαθά και τις πολιτιστικές υπηρεσίες προέχουσα σημασία έχει το στοιχείο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας που συνδέεται με την εθνική ή και την ευρωπαϊκή ταυτότητα ή το στοιχείο της εμπορικής αξίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, η απάντηση που δόθηκε και από τη νέα GATT είναι μάλλον ψυχρή.


ΙΙ. Ολα αυτά αφορούν βεβαίως μια φορμαλιστική και δημοσιονομική προσέγγιση του πολιτισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι φυσικά ευκαταφρόνητη. Ολα τα κράτη – μέλη ενδιαφέρονται για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, την κατανομή των πιστώσεων και τη διάθεση των ίδιων πόρων της κοινότητας.


Είναι επιπλέον προφανές ότι ο πολιτισμός τόσο ως κατάσταση, δηλαδή ως το μέσο επίπεδο της τεχνολογίας και της αισθητικής που κυριαρχεί σε μία περίοδο (civilisation) όσο και ως στάση και πνευματικότητα, ως δραστηριότητα που σχετίζεται με τις τέχνες (culture), συνδέεται με την ίδια την εθνική ταυτότητα. Με τη συνείδηση του συλλογικού υποκειμένου που ορίζεται άλλοτε ως κοινωνία, άλλοτε ως έθνος και άλλοτε ως λαός.


Το σημαντικότερο είναι ότι αυτό που ονομάζεται πολιτισμός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς, αν όχι ο σημαντικότερος παράγοντας κοινωνικής συνοχής. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε μια φάση κατά την οποία οι βεβαιότητες της βιομηχανικής κοινωνίας έχουν δώσει τη θέση τους στις αποχρώσεις και στις πολυμορφίες της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.


Σε κοινωνίες δε στις οποίες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο το πρόβλημα της απασχόλησης και των εγγυήσεων του κράτους πρόνοιας, ο πολιτισμός επιτελεί σαφέστερα τη λειτουργία του ως συστηματικός τρόπος οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου. Ως οικονομία του ελεύθερου χρόνου.


Από την άποψη αυτή ο πολιτισμός δεν είναι μία δευτερεύουσα ή πολυτελής δραστηριότητα που κινείται πέραν των βασικών αναγκών της καθημερινής ζωής, αλλά βρίσκεται μέσα στον πυρήνα της καθημερινής ζωής σε ατομικό, οικογενειακό και συλλογικό επίπεδο.


Αυτού του είδους η προσέγγιση του πολιτισμού βασίζεται στη γνησιότητα και στην απρόσκοπτη ανάπτυξή του. Αναδεικνύεται έτσι το μεγάλο πλεονέκτημα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η Ευρώπη ως ήπειρος πολιτισμού θεμελιώνεται ιστορικά και πνευματικά στην πολυμορφία των πολιτισμών των ευρωπαϊκών εθνών. Των κρατών – μελών και των συνδεδεμένων μελών.


Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν είναι συνεπώς μόνο μια νομική αλλά και μια πολιτιστική σχέση που προϋποθέτει μια στέρεη σχέση με έναν τουλάχιστον από τους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς και, διά μέσου αυτού, με τον ενιαίο ευρωπαϊκό πολιτισμό όχι μόνο ως κοινή πολιτιστική κληρονομιά αλλά και ως κοινό πολιτιστικό κώδικα.


Αυτή η δυναμική και θεμελιώδης σχέση έχει ως πρώτο πυλώνα της την πολιτισμική ισοτιμία των κρατών μελών.


* Η πολιτισμική ισοτιμία των κρατών – μελών είναι μία ενεργητική έννοια, πολύ σαφέστερη και πολύ ασφαλέστερη από τον σεβασμό της εθνικής ή περιφερειακής πολυμορφίας των κρατών – μελών που αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρ. 128. Ο σεβασμός της πολυμορφίας δεν αποκλείει εξ ορισμού την προέχουσα θέση ορισμένων μόνο εκδοχών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, που είναι π.χ. γλωσσικά ισχυρότερες ή έχουν μεγαλύτερο οικονομικό ή εμπορικό ενδιαφέρον ιδίως μέσα από την αγορά των οπτικοακουστικών μέσων.


* Η πολιτιστική ισοτιμία των κρατών – μελών είναι επίσης μία έννοια που καθιστά σαφέστερο και τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της επικουρικότητας στο πεδίο του πολιτισμού. Η αρχή της επικουρικότητας που επιβάλλει την υποστηρικτική και συμπληρωματική δράση της κοινότητας, εφόσον επιτυγχάνεται η δημιουργία προστιθέμενης αξίας με την ανάληψη κάποιας δράσης σε κοινοτικό επίπεδο, δεν διασφαλίζει αυτομάτως την πολιτισμική ισοτιμία των κρατών – μελών.


Η αρχή της επικουρικότητας χωρίς την αρχή της πολιτισμικής ισοτιμίας μπορεί ενδεχομένως να συμβάλει στην αναπαραγωγή πολιτιστικών ανισοτήτων σε βάρος των χωρών – μελών με λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες ή μικρότερη οπτικοακουστική παραγωγή κ.ο.κ.


Είναι συνεπώς προφανές ότι η αρχή της πολιτισμικής ισοτιμίας των κρατών – μελών πρέπει να εισαχθεί ρητά στο κείμενο της Συνθήκης (άρθρ. 128) όχι ως λεκτικός εξωραϊσμός αλλά ως πρίσμα για μια συστηματική προσέγγιση των ζητημάτων του πολιτισμού σε κοινοτικό επίπεδο, χωρίς κάτι τέτοιο να συνεπάγεται αυτομάτως ή κατ’ ανάγκη μεταβολές στα χρηματοδοτικά δεδομένα.


Αλλωστε η αύξηση των πόρων που διατίθενται για τον πολιτισμό είναι ζήτημα αρχής αλλά όχι η πρώτη ανάγκη για την ευρωπαϊκή πολιτική. Προηγείται η ανάγκη της έμπνευσης και της αυτοσυνειδησίας και η ανάγκη της οργάνωσης των πολιτιστικών δράσεων με στόχο την καλύτερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων.


Οι υπουργοί Πολιτισμού των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν τώρα την ευκαιρία, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η διακυβερνητική διάσκεψη, να εισηγηθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη ρητή αναφορά της αρχής της πολιτισμικής ισοτιμίας των κρατών – μελών στη Συνθήκη.


Η συνάντηση της Θεσσαλονίκης ­ μια συνάντηση που συμπίπτει με την έναρξη των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 1997 ­ μας δίνει την ευκαιρία να διατυπώσουμε την κοινή μας αντίληψη γύρω από το ζήτημα αυτό.


ΤΟ ΑΡΘΡΟ αυτό στηρίζεται στην εισήγηση του υπουργού Πολιτισμού κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στην άτυπη συνάντηση των υπουργών Πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη Θεσσαλονίκη (31.1 – 1.2.97) με την ευκαιρία του επίσημου εγκαινιασμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 1997. Η πρόταση αυτή υποβάλλεται από την Ελλάδα στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.