Περιοχές υψηλού κινδύνου παραμένουν Ελευσίνα, Ψυττάλεια, Κερατσίνι





Η
ΣΥΖΗΤΗΣΗ διαρκεί εδώ και δεκαετίες: ποια είναι η πραγματική κατάσταση στον Σαρωνικό και πώς θα σωθεί ο κόλπος από τη ρύπανση; Το θέμα αυτό τέθηκε εκ νέου επί τάπητος σε ημερίδα που διοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, όπου και παρουσιάστηκαν οι τελευταίες επιστημονικές έρευνες και μετρήσεις. Το συμπέρασμα; Παρά τα βήματα που έχουν γίνει εξακολουθούμε να ρυπαίνουμε αστόχαστα ­ αρκετές φορές ­ τη «θάλασσα της πόλης».


Μέγας εχθρός του Σαρωνικού Κόλπου τα βαρέα μέταλλα (μόλυβδος, κάδμιο, χρώμιο, κλπ.) που απειλούν κάθε είδος θαλάσσιας ζωής και μεταφέρονται στην τροφική αλυσίδα με μακροπρόθεσμες συνέπειες. Χαρακτηριστικό της ρύπανσης από βαρέα μέταλλα είναι το γεγονός ότι οι μετρήσεις που έγιναν στην ακτογραμμή από τον Αγιο Διονύσιο ως τη Φρεαττύδα κατέδειξαν πως υπάρχουν υπερβάσεις ακόμη και 87% των επιτρεπομένων ορίων μολύβδου στα ιζήματα του βυθού. Και είναι ανησυχητικό το στοιχείο, καθώς σε ορισμένα σημεία της Φρεαττύδας επιτρέπεται ακόμη και το κολύμπι!


Τις πταίει; Ασφαλώς η πολιτεία αλλά και οι αυθαιρεσίες. Οι μελετητές διαπιστώνουν (όπως είπε ο ερευνητής δρ Α. Μουστάκης) ακόμη και παράνομες συνδέσεις από βιοτεχνίες στους αποχετευτικούς αγωγούς και στους αγωγούς ομβρίων, όπου διοχετεύονται λύματα με υψηλή περιεκτικότητα σε μόλυβδο και άλλα βαρέα μέταλλα. Και μπορεί οι μικροβιολογικές αναλύσεις να μη δείχνουν τίποτε, όμως ­ όπως τόνισε ο ερευνητής ­ ο δείκτης βαρέων μετάλλων είναι μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος και καταγράφει την «υγεία» του θαλάσσιου περιβάλλοντος.


Περισσότερο ανησυχητικές ήταν οι διαπιστώσεις του καθηγητή του Ε. Μ. Πολυτεχνείου κ. Μ. Τσέζου, ο οποίος «σκιαγράφησε» την υπαρκτή κατάσταση. Δεκάδες βιομηχανίες και βιοτεχνίες αποχετεύονται στο δίκτυο ακαθάρτων της ΕΥΔΑΠ, για να καταλήξουν στον Κεντρικό Αποχετευτικό Αγωγό: 41 χημικές, 14 μεταλλουργικές, 61 υφαντουργικές και 41 ταπητοκαθαριστήρια και πλυντήρια είναι ένα μέρος της καταγραφής. Ο ερευνητής δεν δίστασε να τονίσει ότι ένα μέρος των βαρέων μετάλλων απελευθερώνεται στον Σαρωνικό μέσω του αποχετευτικού δικτύου, που η συνολική του παροχή για το 1996 εκτιμάται σε 750.000 κυβικά μέτρα την ημέρα. Οι μετρήσεις δείχνουν, κατά τον εισηγητή, ότι 150 τόνοι αιωρούμενων στερεών καταλήγουν ημερησίως στη λάσπη του Σαρωνικού επιβαρύνοντάς τον οικολογικά. Πέρα από κουραστικούς αριθμούς τα συμπεράσματα του κ. Τσέζου πρέπει να προβληματίσουν: πρώτον, το αποχετευτικό δίκτυο της ευρύτερης περιοχής πρωτευούσης παρουσιάζει μια σημαντική φόρτιση σε ρυπογόνες ουσίες και βαρέα μέταλλα· δεύτερον, η μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων στην Ψυττάλεια δεν έχει το απαιτούμενο δυναμικό για να μειώσει αποφασιστικά τις φορτίσεις· τρίτον, είναι έντονη η ανάγκη συνολικής θεώρησης της διαχείρισης των αποβλήτων.


Στην πράξη, οι τελευταίες μετρήσεις έδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις οξυγόνου (δείκτης ισορροπίας του οικοσυστήματος) στον εξωτερικό κόλπο «βρίσκονται σε κανονικά επίπεδα» λόγω και της επικοινωνίας με την ανοιχτή θάλασσα, το Αιγαίο Πέλαγος. Στον εσωτερικό κόλπο η εικόνα αλλάζει όσο προχωράμε προς βορρά. Οι μετρήσεις έδειξαν υψηλές τιμές αμμωνιακών και φωσφορικών αλάτων γύρω από την Ψυττάλεια. Στα βαθύτερα σημεία του κόλπου της Ελευσίνας, κάτω από τα 15 μέτρα, επικρατούν συνθήκες πλήρους έλλειψης οξυγόνου από τον Ιούνιο ως τον Σεπτέμβριο.Ενας από τους σημαντικούς βιολογικούς δείκτες της ποιότητας του θαλάσσιου οικοσυστήματος είναι τα «υποθαλάσσια λιβάδια της Posidonia Oceanica», κατά την επιστημονική ορολογία ή κοινώς «φυκιάδες». Τα λιβάδια αυτά είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και εξαφανίζονται όταν η υποβάθμιση ξεπερνά τα όρια της ανεκτικότητας. Οι ερευνητές του ΕΚΘΕ διαπίστωσαν προσφάτως ότι στον εσωτερικό και εξωτερικό κόλπο τα λιβάδια είναι άφθονα, ενώ στο δυτικό τμήμα είναι σπάνια. Παρατηρήθηκε ότι η πυκνότητα του λιβαδιού μειώνεται σταδιακά από το Σούνιο προς τη Γλυφάδα. Στην περιοχή του Φαληρικού Ορμου δεν υπάρχουν λιβάδια, αν και οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι δεν γνωρίζουν αν υπήρχαν και στο παρελθόν πλούσιες φυκιάδες. Αντίθετα, επεσήμαναν ότι «στην περιοχή μεταξύ Αίγινας και Αγκιστριού γνωρίζουμε ότι υπήρχαν στο παρελθόν. Η υποβάθμιση των λιβαδιών του κεντρικού Σαρωνικού είναι πιθανόν να οφείλεται στη λειτουργία του Κεντρικού Αποχετευτικού Αγωγού της Αθήνας από τις αρχές του αιώνα ως σήμερα».


Στον εσωτερικό Σαρωνικό η κατάσταση βελτιώνεται όσο απομακρυνόμαστε από το σημείο εκβολής του αγωγού. «Μετά την αζωική ζώνη της περιοχής της Ψυττάλειας ακολουθεί μια μεταβατική ρυπασμένη ζώνη που εκτείνεται σε απόσταση περίπου 3 χιλιομέτρων. Στη ζώνη αυτή οι βιοκοινωνίες είναι διαταραγμένες και κυριαρχούνται από λίγα είδη ανθεκτικά σε συνθήκες ρύπανσης που φθάνουν σε υψηλές πυκνότητες. Ακολουθεί μια ζώνη αστάθειας όπου η κατάσταση των βιοκοινωνιών σταδιακά βελτιώνεται βαίνοντας προς την ισορροπία. Η αφθονία των ειδών και η ποικιλότητα σταδιακά αυξάνονται. Νότια της Σαλαμίνας και προς τον εξωτερικό Σαρωνικό, καθώς και στον Κόλπο της Επιδαύρου οι βιοκοινωνίες αντιστοιχούν με αυτές τυπικά μεσογειακών φυσιολογικών συνθηκών».


Συμπερασματικά: ο Σαρωνικός ­ σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών του ΕΚΘΕ ­ είναι μια πολύ σημαντική αλιευτική περιοχή, καθώς παρουσιάζει από τους πιο υψηλούς δείκτες αφθονίας για αρκετά είδη, όπως ο μπακαλιάρος, το λυθρίνι, η πεσκαντρίτσα, η κουτσομούρα, το θράψαλο και ο μοσχιός. Ακόμη είναι σημαντική περιοχή αναπαραγωγής για είδη όπως ο μπακαλιάρος, το λυθρίνι, η κουτσομούρα και το σαυρίδι. Οι μελέτες δείχνουν ότι ο Σαρωνικός έχει μεν πληγεί από τη ρύπανση, αλλά τα μεγάλα προβλήματα είναι εντοπισμένα σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως στην ανατολική Ελευσίνα, στο Κερατσίνι και στην Ψυττάλεια. Δηλαδή δεν πρέπει να γενικεύουμε όταν μιλάμε για οικολογική υποβάθμιση του Σαρωνικού. Τα όποια βήματα όμως έγιναν τα τελευταία χρόνια στη μείωση των ρύπων δεν πρέπει να οδηγούν σε εφησυχασμό· αντίθετα η σωρευμένη επιβάρυνση του κόλπου της Ελευσίνας και της περιοχής Κερατσινίου – Ψυττάλειας απαιτούν συνεχείς προσπάθειες. Ομόφωνη ήταν η άποψη των επιστημόνων ότι πρέπει να γίνονται συνεχείς μετρήσεις και να δημιουργηθεί ένα «δίκτυο» επιστημόνων και φορέων που θα συνεισφέρει στην προσπάθεια της διαχείρισης του ευρύτερου χώρου, σε στενή συνεργασία με τους ΟΤΑ και το ΥΠΕΧΩΔΕ. Τέλος, πρέπει να προωθηθούν προγράμματα απορρύπανσης, που είναι σήμερα μια εφικτή διαδικασία, αν και χρονοβόρα. Είναι χαρακτηριστικό το πείραμα που έγινε στη δυτική λεκάνη του κόλπου της Ελευσίνας, όπου βρέθηκε ότι τα πολύ ρυπασμένα ιζήματα είναι δυνατόν να απορρυπανθούν κατά 50% τουλάχιστον μέσα σε ενάμιση χρόνο. Προσπάθεια, επαγρύπνηση, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση είναι το τετράπτυχο σωτηρίας για τον Σαρωνικό. Είναι επικίνδυνα τα θαλασσινά;


Είναι επικίνδυνα προς βρώση τα ψάρια του Σαρωνικού; Η απάντηση είναι όχι σε γενικές γραμμές. Δέκα ολόκληρα χρόνια οι ερευνητές του ΕΚΘΕ μελετούν συστηματικά τη συσσώρευση βαρέων μετάλλων σε θαλάσσιους οργανισμούς που θεωρούνται δείκτες ρύπανσης, όπως είναι τα μύδια. Και ιδού τα αποτελέσματα των πρόσφατων ερευνών: «Η περιεκτικότητα σε μέταλλα τόσο των μυδιών όσο και των ψαριών του Σαρωνικού είναι συγκρίσιμη με αυτή άλλων μη ρυπασμένων μεσογειακών περιοχών. Οι συγκεντρώσεις μετάλλων είναι υψηλότερες στα μύδια της περιοχής του Μπλε Λιμανιού και της Κακής Βίγλας, γεγονός που δείχνει την επίδραση της βιομηχανικής ζώνης της Αθήνας. Μετά από 10 χρόνια μελέτης, βρέθηκε ότι στα πιο πολλά μέταλλα η ρύπανση μειώνεται από βορρά προς νότο και από δυτικά προς ανατολικά. Με βάση στοιχεία κατανομής των μέσων εποχικών συγκεντρώσεων χαλκού, χρωμίου, νικελίου και ψευδαργύρου στον Σαρωνικό, φαίνεται μια τάση μείωσης των επιπέδων χαλκού, νικελίου και ψευδαργύρου και αύξησης του χρωμίου. Η τάση αυτή μείωσης της ρύπανσης από ορισμένα μέταλλα πιθανόν να συνδέεται με τη λειτουργία μονάδων καθαρισμού λυμάτων και αποβλήτων. Οσον αφορά τα βαρέα μέταλλα στα ιζήματα, αυξημένες συγκεντρώσεις εμφανίζονται στην έξοδο του Κεντρικού Αποχετευτικού Αγωγού στο Κερατσίνι και σε μεγάλο τμήμα του κόλπου της Ελευσίνας, ενώ στον ευρύτερο Σαρωνικό οι τιμές είναι φυσιολογικές».