ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια η Ιστορία έχει επιταχύνει εντυπωσιακά τον βηματισμό της. Και αν η πολιτική διάσταση της κοσμογονίας που συντελείται γίνεται στοιχειωδώς κατανοητή στη χώρα μας, η ελληνοκεντρική αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο δεν μας αφήνει να συλλάβουμε στο πραγματικό της μέγεθος την, μεγαλύτερης ίσως σημασίας, οικονομική διάσταση αυτής της εξέλιξης.


Η μετάβαση από την GATT στον ΠΟΕ σηματοδοτεί μια ποιοτική διαφοροποίηση στον χαρακτήρα της παγκόσμιας οικονομικής συνεργασίας: δεν έχουμε πια να κάνουμε με ένα διεθνές forum ανταλλαγής απόψεων σχετικά με τη διαμόρφωση ενός κοινού μέλλοντος στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά με έναν διεθνή Οργανισμό, με συγκεκριμένη διάρθρωση και όργανα.


Δεν είναι όμως όλες οι χώρες το ίδιο πρόθυμες να έχουν συμμετοχή στην καινούργια παγκόσμια οικονομική τάξη, ούτε και το ίδιο καλά εξοπλισμένες γι’ αυτό το ανοικτό μέλλον. Και σε αυτό το παιχνίδι υπάρχουν «επιτιθέμενοι» και «αμυνόμενοι». «Επιτιθέμενοι» μπορούμε να πούμε ότι είναι εκείνες οι χώρες που, έχοντας ισχυρές παραγωγικές δομές, επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, καλές προσβάσεις στα διεθνή εμπορικά δίκτυα και αποτελεσματική διοίκηση, προωθούν τον δασμολογικό αφοπλισμό, επειδή θεωρούν ότι έχουν μόνο να κερδίσουν από αυτόν. Απέναντί τους οι ελάχιστα αναπτυγμένες χώρες (least developed countries – LDCs) πορεύονται με σχετική απροθυμία τον ίδιο δρόμο ενδίδοντας στις ισχυρές ελκτικές δυνάμεις που τους ασκούν οι προηγμένες χώρες και στις ωστικές της Ιστορίας. Ελπίδα των χωρών αυτών είναι τα φτηνά εργατικά τους χέρια ­ που μερικές φορές είναι παιδικά ­, οι φυσικοί τους πόροι και οι σχετικά «ευέλικτες» νομοθεσίες τους για το περιβάλλον, τα εργασιακά δικαιώματα και μια σειρά άλλες ευαισθησίες που κοστίζουν στις αναπτυγμένες.


Εχει ξεκινήσει λοιπόν το πιο ενδιαφέρον ίσως πείραμα του τέλους του αιώνα μας. Το γεωφυσικό ανάλογο αυτού του πειράματος, μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια μετακίνηση των τεράστιας μάζας γεωλογικών ­ οικονομικών για την περίπτωσή μας ­ πλακών. Η οικονομική «πλάκα» της ευρωπαϊκής αγοράς διαγκωνίζεται με εκείνη της Ασίας και την ευρύτερη αμερικανική, στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας καινούργιας πλανητικής ισορροπίας. Στις οριογραμμές αυτών των τεράστιων μεγεθών είναι φυσικό να δημιουργούνται τεκτονικές ανακατατάξεις. Και η χώρα μας, για λόγους γεωγραφικούς αλλά περισσότερο διαρθρωτικούς, βρίσκεται ακριβώς μέσα στη ζώνη αυτών των ανακατατάξεων. Το μικρό μέγεθος της αγοράς μας σε συνδυασμό με τη σχετική μας υστέρηση σε τομείς τεχνολογικής και διαχειριστικής αιχμής δεν μας επιτρέπουν να αναλάβουμε σήμερα σημαντικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο του οικουμενικού καταμερισμού. Από την άλλη πλευρά δεν διαθέτουμε, από πολύ καιρό πλέον, ένα φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ ως μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή χώρα έχουμε αναπτύξει ένα αρκετά προηγμένο αλλά πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο παραγωγής που κάνει δύσκολη την προσαρμογή μας στις συνθήκες του διεθνούς ανταγωνισμού.


Εν όψει όλων αυτών πώς τελικά τοποθετείται η Ελλάδα σε αυτή την παγκόσμια σκακιέρα; Είμαστε κοντύτερα στους «επιτιθέμενους» ή στους «αμυνόμενους»; Εχουμε ελπίδες να βγούμε κερδισμένοι από αυτό το παιχνίδι; Ερωτήματα που ακούγονται αφελή, είναι όμως απολύτως θεμιτά και εύλογα. Οι απαντήσεις δεν είναι δύσκολες, οι επιλογές εξάλλου είναι πολύ λίγες: η Ελλάδα δεν διαθέτει τα «ατού» των «επιτιθεμένων», ούτε την αμφιλεγόμενη «τύχη» να ανήκει στους «αμυνόμενους», που σίγουρα θα αποσπάσουν σημαντικά προνόμια προκειμένου να μείνουν στο παιχνίδι. Εχουμε όμως και εμείς τα «δυνατά χαρτιά» μας: την καλή ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τις εξαίρετες προσβάσεις ­ γεωγραφικές, εμπορικές, πολιτικές ­ στις αναδυόμενες μεγάλες αγορές των Βαλκανίων, της Παρευξείνιας Ζώνης και της Μεσογείου, την ισχυρή μας εμπορική ναυτιλία και τελευταία ­ αλλά όχι έσχατη ­ τη θεσμική συμμετοχή μας στη μεγαλύτερη ενιαία αγορά του κόσμου, την ευρωπαϊκή.


Μπορούμε, λοιπόν, με την κατάλληλη στρατηγική, να ελπίζουμε. Και βέβαια στρατηγική δεν είναι η ανιαρή επανάληψη της προνομιούχου γεωγραφικής μας θέσης στο σταυροδρόμι των νέων αγορών. Εξάλλου, πολλές χώρες θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρόμοιους ισχυρισμούς και να τους τεκμηριώσουν με επάρκεια, τόσο στη γεωγραφία όσο και στην ιστορία, ενώ παράλληλα υπάρχουν σήμερα χώρες που τα έχουν καταφέρει θαυμάσια χωρίς αυτά τα πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η Ιαπωνία.


Σε ό,τι αφορά τη θέση της χώρας μας απέναντι στις εξελίξεις που σημειώνονται στον ΠΟΕ, η στρατηγική μας διαμορφώνεται από τα εξής δεδομένα:


* Την ανάγκη να διατηρήσουμε ­ αλλά και να αξιοποιήσουμε προωθώντας μέτρα θεσμικού εκσυγχρονισμού ­ τη μεταβατική περίοδο που καθορίστηκε από την τελική έκβαση των συνομιλιών της GATT σε μια σειρά από κλάδους που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία μας, όπως π.χ. η κλωστοϋφαντουργία, η γεωργία και οι τηλεπικοινωνίες.


* Το ενδιαφέρον να επιταχυνθούν οι διαδικασίες «συντεταγμένης» απελευθέρωσης των παγκόσμιων αγορών σε τομείς και κλάδους όπου η χώρα μας διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως π.χ. οι υπηρεσίες, το εμπόριο και η υπερπόντια ναυτιλία. Ιδιαίτερα για την τελευταία, η χώρα μας έχει διατυπώσει στο πλαίσιο του ΠΟΕ συγκεκριμένες θέσεις για την κατάργηση των προστατευτικών πρακτικών στις διεθνείς ναυτιλιακές μεταφορές, πρακτικών που εμποδίζουν την ελληνική ναυτιλία να αναπτύξει τα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα.


* Τη θέση μας ότι η λειτουργία του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος θα είναι πλημμελής και ατελέσφορη χωρίς την πλήρη συμμετοχή σε αυτό του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού χωρών και ιδιαίτερα εκείνων που λόγω μεγέθους έχουν σημαντικό ρόλο να παίξουν, όπως π.χ. η Ρωσική Ομοσπονδία και η Κίνα.


* Την ανάγκη να υπάρξει ένας συγκερασμός απόψεων μεταξύ των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών στα κρίσιμης σημασίας νέα θέματα που αφορούν τις σχέσεις του παγκόσμιου εμπορίου με τα πρότυπα εργασίας, το περιβάλλον και τις επενδύσεις, έτσι ώστε να διατηρηθεί η πολιτική συνοχή του ΠΟΕ και να ενισχυθεί η δυνατότητα ανάληψης από αυτόν νέων πρωτοβουλιών.


* Την τεράστια σημασία που έχει για το μέλλον της παγκόσμιας οικονομικής συνεργασίας ­ αλλά και ιδιαίτερα για τη χώρα μας ­ η αποφυγή του κινδύνου να περιθωριοποιηθούν οι ελάχιστα αναπτυγμένες χώρες (LDCs) οι οποίες βλέπουν, στην αυγή ήδη της νέας οικονομικής τάξης, τις περιοχές τους να δέχονται μικρότερο συγκριτικά μερίδιο των άμεσων ξένων επενδύσεων (foreign direct investments ­ FDIs) και τη συμμετοχή τους στο διεθνές εμπόριο να μειώνεται σε σχετικούς όρους.


Η στρατηγική μας αυτή έχει τα τελευταία χρόνια αποτυπωθεί σε πολιτικές τις οποίες η κυβέρνηση υποστήριξε με συνέπεια, συνέχεια και επιτυχία σε όλα τα διεθνή fora. Στο εσωτερικό μέτωπο, αυτό που απαιτείται για να υπηρετηθεί σωστά η πολιτική μας είναι η προώθηση νέων θεσμικών μορφών οικονομικής οργάνωσης, όπως π.χ. οι ελεύθερες ζώνες και αποθήκες, οι εταιρείες διεθνούς εμπορίου και η συνεχής εγρήγορση, που θα μας επιτρέψει να κάνουμε τις σωστές κινήσεις πολιτικής που θα αξιοποιήσουν τις υφιστάμενες υπέρ της χώρας μας συνέργειες και συγκυρίες. Στη σημερινή πραγματικότητα μπορεί να κερδίσουν όχι μόνο εκείνοι που διαθέτουν εν αφθονία τις παραγωγικές προϋποθέσεις, αλλά και εκείνοι που αξιοποιούν με τρόπο έξυπνο τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διάρκεια του πυρετού για το χρυσό (gold rush) στην Καλιφόρνια, εκτός από τους λίγους τυχερούς χρυσοθήρες κέρδισαν κυρίως εκείνοι που εμπορεύονταν φτυάρια και σκαπάνες…


Ο κ. Νίκος Αντ. Ζαχαριάδης είναι γενικός γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.