Τα χρόνια του Μπέρκλεϊ, η επιστροφή στην Ελλάδα και η είσοδος στην πολιτική





Με τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Κέντρο Οικονομικών Ερευνών


«Στην άκρη του αιώνα, Γαστούνη – Μπέρκλεϊ» είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του καθηγητή και προέδρου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού Αδαμάντιου Πεπελάση, που κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Ο γνωστός οικονομολόγος αφηγείται, στις 250 περίπου σελίδες του βιβλίου του, τις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στη Γαστούνη, αλλά το βιβλίο στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελεί εξιστόρηση των εμπειριών του από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του σε δύο διαφορετικούς πολιτικούς και πολιτισμικούς χώρους όπως εκείνοι της Ελλάδας και της Αμερικής, σταδιοδρομία που συνδέεται άρρηκτα, σε επίπεδο ανθρώπινης επαφής και πολιτικής πράξης, με εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου.


Από το τμήμα του βιβλίου που αναφέρεται στον ιδρυτή του ΠαΣοΚ είναι και τα αποσπάσματα που ακολουθούν:


ΩΣ ΤΟΥΤΗ τουλάχιστον τη στιγμή δύο είναι οι τόποι μου: Γαστούνη και Μπέρκλεϊ. Στον πρώτο γεννήθηκα, μεγάλωσα, ονειρεύτηκα, έκανα μικρό παιδί τα σχέδιά μου. Στον δεύτερο ανδρώθηκα, συγκρότησα τη σκέψη μου, έβαλα τα θεμέλια της ακαδημαϊκής μου σταδιοδρομίας κι έμαθα να βλέπω τα πράγματα με αντικειμενικότητα και αυστηρή λογική.


* Αποφεύγοντας τις ακροβασίες


Στο Μπέρκλεϊ συνειδητοποίησα τη σύγκρουση ανάμεσα στην τάση μου για λογική ανάλυση των πραγμάτων και σ’ ένα βαθιά ριζωμένο μέσα μου ρομαντικό συναίσθημα ­ επακόλουθο της φυσικής μου αισιοδοξίας. Αυτή η αέναη εσωτερική διαπάλη ανάμεσα στον ορθολογισμό και τον έντονο συναισθηματισμό δεν με άφησε ποτέ ήσυχο. Η συνειδητοποίηση αυτής της σύγκρουσης υπήρξε σωτήρια και με απέτρεψε πολλές φορές από ακραίες θέσεις και λαϊκίστικες ακροβασίες. Με βοήθησε να μην παραδίδομαι, τουλάχιστον ολοκληρωτικά, σε κινήματα και ρεύματα ­ που, ενδεχομένως, ποθούσε η ψυχή μου, από μια αθεράπευτη εσωτερική ανάγκη για δικαιοσύνη και ανθρωπιά.


* Στο κράσπεδο της πολιτικής


Πολλές φορές βρέθηκα σε απορία, διχασμένος, παγιδευμένος. Καθώς όμως κοιτάζω προς τα πίσω τη διαδρομή που έχω διανύσει, διακρίνοντας αυτή την παρατεταμένη προσπάθεια για εσωτερική συνέπεια και κοινωνική προσφορά, καταλήγω και πάλι ότι τα πράγματα έγιναν καταπώς έπρεπε. Ετσι εξηγείται το γιατί ποτέ δεν αναμείχθηκα ενεργά στην πολιτική ζωή. Κρατήθηκα στα κράσπεδά της, απρόθυμος πάντα να απεμπολήσω τον βαθύτερο εαυτό μου εκποιώντας τη μία ή την άλλη από τις δύο ιδιότητές μου. Πέρασα απ’ αυτή τη δοκιμασία δύο ή τρεις φορές. Η πιο σημαντική ήταν όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μου πρότεινε να είμαι υποψήφιος στις εκλογές του 1977, με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας, στην πρώτη θέση του νομού Ηλείας και, μετά από την άρνησή μου, υποψήφιος στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Γνωρίζω τώρα ότι, για να παραμείνω συνεπής, έπρεπε κάθε φορά να πληρώνω το τίμημα.


* Ο Ζολώτας ήταν η αφορμή


Από το 1954, ο Ζολώτας, μεθοδικός και προσεκτικός, είχε σκεφτεί να ζητήσει τις απόψεις διαπρεπών ξένων οικονομολόγων για την αναγκαιότητα της ίδρυσης ανεξάρτητης Οικονομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπήρχαν προτάσεις προς τον Ζολώτα και την Κυβέρνηση από μεγάλα και γνωστά ονόματα, όπως του Βασίλυ Λεοντίεφ και του Καρλ Κάισεν του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, του Σερ Θιοντόρ Γκρέγκορυ, κοσμήτορα της Σχολής Οικονομικών Επιστημών του Λονδίνου, και της Χ. Μακάουερ, επίσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ολοι τους υποστήριζαν με σοβαρά επιχειρήματα την ανάγκη δημιουργίας ανεξάρτητης σχολής και εκτιμούσαν ότι η προσπάθεια του Ξ. Ζολώτα πρέπει να ευοδωθεί, εφόσον η Ελλάδα επιθυμούσε να πορευτεί προς την επιστημονική και οικονομική ανάπτυξη.


Ο Απόστολος Λάζαρης ­ σημαντικό στέλεχος της Τραπέζης της Ελλάδος και ίσως ο μόνος τότε οικονομολόγος με σύγχρονη οικονομική παιδεία ­ και εγώ αναλάβαμε την εκπόνηση ενός πρώτου σχεδίου για την αναμόρφωση των οικονομικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη δημιουργία Οικονομικής Σχολής. Ο Απ. Λάζαρης, ο Α. Παπανδρέου κι εγώ, στις συχνές συναντήσεις μας, συμφωνήσαμε για το περιεχόμενο και τη μορφή αυτής της Σχολής και, προς τα τέλη του Φεβρουαρίου του 1961, ο Απόστολος κι εγώ είχαμε ήδη συντάξει την έκθεσή μας, με τη σύμφωνη γνώμη και έγκριση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος και την υπέγραψε.


………………….


Δυστυχώς, το σχέδιο του Ζολώτα δεν προχώρησε. […] Κυριότερος λόγος ήταν, εκ πρώτης όψεως, η βλακώδης αντίδραση των φοιτητών της Ανωτάτης Εμπορικής, οι οποίοι παρασύρθηκαν από μερικούς καθηγητές τους (κάποιοι από τους οποίους μάλιστα θεωρούνταν «προοδευτικοί» και «σύγχρονοι») και εναντιώθηκαν στη δημιουργία ανεξάρτητης Οικονομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Θεώρησαν ότι η νέα σχολή θα απειλούσε το κύρος της ΑΣΟΕΕ και άλλα τέτοια παιδαριώδη και στενοκέφαλα. Διαδηλώσεις και φωνασκίες στην οδό Πατησίων και απειλές καθόδου στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου βρίσκονταν τα γραφεία μας.


………………….


Η θλιβερή και αρτηριοσκληρωτική αυτή αντίδραση μας έφερνε στα όρια της απόγνωσης. Ευτυχώς, ο Απόστολος Λάζαρης κι εγώ δεν χάσαμε το θάρρος και την επιμονή μας. Είχαμε και οι δύο ζήσει στην ελληνική επαρχία και γνωρίζαμε ότι ο δρόμος είναι δύσκολος και κάθε εκσυγχρονιστική διαδικασία απαιτεί χρόνο.


Δεν έλειψαν όμως οι ήρεμες και νηφάλιες φωνές.


………………….


Η ουσιαστική όμως δυσκολία βρισκόταν αλλού. Ηταν ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για να επιτύχει το εγχείρημα για τη δημιουργία ανεξάρτητης Οικονομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών έπρεπε να είχε εξασφαλισθεί, εκ των προτέρων, η μόνιμη παρουσία του Ανδρέα Παπανδρέου στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής. Με το επιστημονικό κύρος που διέθετε, θα γινόταν ευκολότερη η θεσμική αυτή αναμόρφωση. Αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν ήταν ακόμη έτοιμος να δεχθεί κάτι που θα άλλαζε το καθεστώς της υπηκοότητάς του.


Η αμφίθυμη αυτή διάθεσή του διήρκεσε για πολύ καιρό. Ενώ είχαμε επιστρέψει στην Ελλάδα για να συμβάλουμε στην προσπάθεια της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού της, ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν φαινόταν διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε θα έθετε σε κίνδυνο τη δυνατότητα επιστροφής του στην πανεπιστημιακή ζωή της Αμερικής.


Το 1962, μάλιστα, και ενώ το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών άρχισε να αναπτύσσεται και να προχωρεί σε σειρά εξειδικευμένων εκδόσεων, εμπειρικής κυρίως προσέγγισης, ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε ξαφνικά να επιστρέψει στο Μπέρκλεϊ, όπου και παρέμεινε αρκετούς μήνες. Μια Κυριακή πρωί μου ανακοίνωσε την απρόσμενη απόφασή του, καθώς με παρακάλεσε να περπατήσουμε, από το σπίτι της μητέρας του, της οδού Γύζη 58, ως τη δεύτερη πλατεία του Ψυχικού. Μάταια προσπάθησα να ανατρέψω την απόφασή του, την οποία είχε ήδη ανακοινώσει στο Μπέρκλεϊ από την Παρασκευή. Στον περίπατό μας εκείνο ξαφνικά μου αποκαλύφθηκαν άγνωστα στοιχεία του χαρακτήρα του, όταν κάποια στιγμή μου είπε: «Στενοχωρούμαι βέβαια για σένα… Τι θα κάνεις τώρα;». Στην παρατήρησή μου ότι εγώ θα μείνω εδώ και δεν γυρίζω στο Μπέρκλεϊ, πήρα την παρακάτω σκληρή απάντηση: «Εγώ έκανα το ΚΟΕ, κι όσο δεν θα είμαι εδώ δεν θα υπάρχει ΚΟΕ!». Χρειάστηκε να «συνωμοτήσουμε» ο πατέρας του, η Μαργαρίτα κι εγώ για να μην κλείσει το ΚΟΕ.


Ο Ανδρέας Παπανδρέου πήρε την απόφαση να ταυτίσει τελικά τη ζωή του με την ελληνική κοινωνία και τα προβλήματά της μετά τις εκλογές του 1963, στη διάρκεια της Κυβέρνησης των Πενήντα Ημερών της Ενωσης Κέντρου, ακριβώς λίγο πριν λήξει η προθεσμία υποβολής υποψηφιοτήτων για τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964.


Ανήκα σε εκείνους που, μαζί με τον πατέρα του και τη Μαργαρίτα, επιχειρηματολογούσαν υπέρ της ενεργού και μόνιμης ανάμειξής του στην πολιτική ζωή. Την απόφασή του να λάβει μέρος στις εκλογές του 1964 μου την ανακοίνωσε ένα πρωινό στα γραφεία του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών, της οδού Αμερικής. Το προηγούμενο βράδυ είχε μακρά και φιλική συνάντηση σε δείπνο με τον Κώστα Μητσοτάκη και τον Πάνο Κόκκα.


Μόνο τότε, νομίζω, αποφάσισε οριστικά ο Ανδρέας Παπανδρέου να παραμείνει διά βίου στην Ελλάδα και να ασχοληθεί με την πολιτική. Ως εκείνη τη στιγμή επικρατούσε αμφιθυμία. Η ανάμειξή του με την πολιτική ήταν έμμεση και περιορισμένη. Ανέλυε τα πολιτικά πράγματα στον πατέρα του, προσφέροντας έμμεσα τις συμβουλές του σ’ αυτόν και σε άλλους πολιτικούς παράγοντες και φίλους.


Παλιότερες προσπάθειες και νουθεσίες του πατέρα του να επιστρέψει στην Ελλάδα και να εμπλακεί στον πολιτικό βίο ήταν χωρίς αποτέλεσμα. Το 1952, π.χ., όταν ο Πλαστήρας επισκέπτετο τις ΗΠΑ, είχε παρακληθεί από τον Γ. Παπανδρέου να συναντήσει τον Ανδρέα και να τον παροτρύνει κι αυτός να επιστρέψει. Η συνάντηση των δύο έγινε στο Σικάγο. Οταν επέστρεψε ο Πλαστήρας στην Αθήνα, φώναξε στο γραφείο του τον Μιχάλη Μανουηλίδη, τον γνωστό ως Μ. Μήδη, παλαιό Νομάρχη Λέσβου, αφοσιωμένο στον «Γέρο», και τον παρακάλεσε να μεταφέρει στον Πρόεδρο (Γ. Παπανδρέου) τους χαιρετισμούς του Ανδρέα και την άποψη του Πλαστήρα «να αφήσει τον Ανδρέα εκεί που είναι, ήσυχο, με την καλή του καριέρα στο πανεπιστήμιο. Δεν ενδιαφέρεται να γυρίσει πίσω και τα αισθήματά του για μας εδώ δεν είναι τόσο θερμά…». Η αντίδραση του Γ. Παπανδρέου στον Μήδη ήταν απλή: «… Ακόμη και ο πρωτόγονος Πλαστήρας αντελήφθη…».


Φαίνεται πως εκείνο το βράδυ, λίγο καιρό πριν από τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964, ο Ανδρέας αποφάσιζε οριστικά, μετά την επαφή του με Μητσοτάκη – Κόκκα, να πολιτευθεί. Οι δύο αυτοί παράγοντες λογάριαζαν ότι, με την ανοιχτή είσοδο του Ανδρέα στο κόμμα και στην κυβέρνηση, θα ισχυροποιείτο η θέση τους τόσο έναντι του Γεωργίου Παπανδρέου όσο και έναντι του Σοφοκλή Βενιζέλου.


Θα σημειώσω ότι όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκε στην Ελλάδα, το 1960, για να μελετήσει το γιουγκοσλαβικό οικονομικό «πείραμα», είχε εντυπωσιασθεί από την πολιτική παρουσία του Κ. Μητσοτάκη. Το ίδιο βράδυ της επιστροφής του στο Μπέρκλεϊ, μέσα Σεπτεμβρίου, στο σπίτι του ­ το οποίο είχα νοικιάσει εγώ για όσο καιρό έλειπε ­, μας διηγείτο μεταξύ άλλων πόσο ικανός και σύγχρονος πολιτικός, με θάρρος («πιστόλι στην κωλότσεπη»), ήταν ο Μητσοτάκης.


Οπως θυμάμαι, στη συντροφιά εκείνη, εκτός από την Ελλη και μένα, ήσαν ο καθηγητής Ιατρικής Αλέξανδρος Κοντόπουλος, ο αρχιτέκτονας αδελφός του Θάνος και η υπεύθυνη του Γενικού Προξενείου μας στον Αγιο Φραγκίσκο Αρετή Καλλίγα.


Οι απόψεις του Α. Παπανδρέου για τον Μητσοτάκη διαταράχτηκαν αμέσως μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1964. Το βράδυ, μάλιστα, της ομιλίας του Γ. Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη, κατά τη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση και ενώ η συνοδεία του και άλλοι στενοί φίλοι των Παπανδρέου ήμασταν στο ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ», έγιναν φανερά (τουλάχιστον σε μένα) τα πρώτα σημάδια απόστασης μεταξύ των δύο ανδρών. Ηταν σχεδόν αναπόφευκτο, καθώς άλλαζαν οι συσχετισμοί δυνάμεων στην Ενωση Κέντρου. Η πρώτη συνάντηση στο Σαν Φρανσίσκο


ΜΕ ΤΟΝ Ανδρέα Παπανδρέου συναντήθηκα για πρώτη φορά ένα μουντό καλοκαιριάτικο απόγευμα, το 1955, σ’ ένα μοντέρνο σπίτι, στην παραλία του Αγίου Φραγκίσκου. Αργότερα συνδέθηκα στενά μαζί του και η σχέση μας, παρ’ όλους τους κραδασμούς της, διατηρήθηκε ακέραια και δυνατή.


Είχε μια αληθινή ουσία και διοχέτευε μια καθαρτήρια αύρα. Εκείνο το απόγευμα μείναμε μαζί μιλώντας σε χαμηλούς τόνους για δύο περίπου ώρες, ώσπου σουρούπωσε. Μιλήσαμε για την κατάσταση των πανεπιστημίων και για τις οικονομικές επιστήμες. Για την Ελλάδα δεν μιλήσαμεΩ φαινόταν σαν να απέφευγε συζητήσεις για την Ελλάδα και για ελληνικά θέματα.


………………….


Φεύγοντας, είχα κιόλας σχηματίσει την εντύπωσή μου για τον άνθρωπο ­ που δεν πιστεύω να άλλαξε και πολύ στα χρόνια που ακολούθησαν, στα οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να συνδεθώ στενά και να συνεργαστώ μαζί του.


Ορισμένα πράγματα με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα, από την πρώτη κιόλας στιγμή. Δεν ξέρω αν τυχαία ή όχι είχε φιλοξενηθεί σ’ εκείνο το σπίτι της παραλίας, αλλά, στη διάρκεια της συνάντησής μου, διαπίστωνα όλο και περισσότερο ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μια κρυφή, μια υπόγεια σχέση με τη θάλασσα και τη ζωή της. Στον κάθε παφλασμό των κυμάτων και στο κάθε σπάσιμο των τεράστιων υδάτινων όγκων του Ειρηνικού ανταποκρινόταν ανεπαίσθητα, σαν να έπαιρνε μηνύματα από τη θάλασσα. Αργότερα, όλοι όσοι βρέθηκαν κοντά του ήξεραν γι’ αυτό το μοναδικό του δέσιμο με τη θάλασσα, αυτόν τον εναγκαλισμό μαζί της, που ο πατέρας του τον θεωρούσε ως τον μόνο «απόλυτο εναγκαλισμό» του ανθρώπου. Ο Κένεντι και το «σύνδρομο της συνωμοσίας»


Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, όπως όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι, ήταν ένα μείγμα από αντιφατικές ιδιότητες και χαρακτηριστικά. Αν και πολλές φορές απέδιδε συνωμοτικές τάσεις στους άλλους, ήταν ωστόσο ανοιχτός στους πάντες. Ετσι, αρκετές φορές έπεφτε σε παγίδες, με τον τρόπο που προσπαθούσε να εξηγήσει τα πράγματα.


Το «σύνδρομο της συνωμοσίας» τροφοδοτούσε την αδιαλλαξία του. Ενώ στον επιστημονικό χώρο αναζητούσε τη σύνθεση και το μέτρο, στην προσωπική και την πολιτική του ζωή του έλειπε η μετριοπάθεια και η συμβιβαστική διάθεση. Η ιστορία σίγουρα θα καταγράψει αντικειμενικά τις πιέσεις που άσκησε ο Ανδρέας στον πατέρα του (αλλά και την ευθύνη του) στα Ιουλιανά, το 1965. Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε κρατήσει σε άγνοια τους συναρχηγούς της Ενωσης Κέντρου, καθώς και τους πιο στενούς του συνεργάτες, όλη εκείνη την κρίσιμη περίοδο πριν από τις 15 Ιουλίου του 1965. Ούτε για τις απαράδεκτες βασιλικές επιστολές είχαν ενημερωθεί, ούτε για τα σχέδια και τις ενέργειες της κυβερνητικής ηγεσίας. Ο Ανδρέας κρατούσε τον πατέρα του σε απομόνωση από τους επιτελείς του κόμματος και της κυβέρνησης. Τα μηνύματά τους, όπως και το δικό μου, τόσο προς τον αρχηγό της Ενωσης Κέντρου όσο και προς τον Ανδρέα, δεν έβρισκαν καμιά ανταπόκριση. Απλώς, στην περίπτωσή μου, στάθηκαν αφορμές για την επιδείνωση των προσωπικών μας σχέσεων, γεγονός που με οδηγούσε σε απόγνωση.


Δύο περιστατικά επανέρχονται συχνά στο μυαλό μου:


Ο Ανδρέας στο γραφείο του της οδού Σουηδίας, με το ακουστικό στο χέρι, απ’ όπου κρέμονταν πράσινα, κόκκινα, κίτρινα καλώδια, που μέσα τους ανεβοκατέβαινε κάποιο υγρό. Η έκπληξή μου υπήρξε μεγάλη αντικρίζοντας το θέαμα αυτό, καθώς είχα μπει απρόσκλητος στο δωμάτιο. Ο Ανδρέας μου εξηγεί γελώντας: «… Οταν το κίτρινο κατεβαίνει και το κόκκινο ανεβαίνει, τότε με παρακολουθούν από την…, ενώ όταν το πράσινο ανεβαίνει, τότε…».


Το άλλο περιστατικό έχει σχέση με τη δολοφονία του Τζων Κένεντυ. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες ο Ανδρέας πίστευε ότι ο Κένεντυ δεν υπήρξε θύμα κάποιου ανισόρροπου ή μανιακού τύπου, αλλά ενός μελετημένου παρακρατικού σχεδίου. Είχε μάλιστα συχνά επικοινωνία με γνωστούς του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και με τον Καρλ Κέυσεν, στους οποίους εμπιστευόταν τις απόψεις του.


Ο Ανδρέας, με την ευαισθησία που τον διέκρινε, ήταν περισσότερο ανασφαλής απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Γι’ αυτό ίσως οι φιλίες του ήταν εύθραυστες και συχνά διακεκομμένες.


Ενα ανοιξιάτικο μεσημέρι του 1960 γευματίζαμε οι δυο μας στην ταβέρνα «Τα Καλάμια», της οδού Σταδίου. Χαλαρωμένοι από το κρασί, είχαμε ανοίξει τις καρδιές μας. Κάποια στιγμή βλέπω τα μάτια του να υγραίνονται, καθώς μου εξομολογείται την ανησυχία του: «Κάθε βράδυ που πέφτω στο κρεβάτι αναρωτιέμαι πόσο ακόμη θα κρατήσει η καλή μου τύχη». Συνέχισε απαριθμώντας τις «τυχερές» στιγμές της ζωής του. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και ότι μάταια προσπαθούσα να κάνω διάλογο μαζί του. Μιλούσε όπως και ο πατέρας του για τα σημαδιακά γεγονότα της ζωής του, που τα απέδιδε στις «μοίρες» ­ με τη διαφορά ότι εκείνος έπαιζε με τη γοητεία του λόγου του, ενώ ο Ανδρέας αποκάλυπτε την ψυχή του. Ο βαθύς, ανέγγιχτος ψυχικός του κόσμος ήταν πάντα σε εγρήγορση.