το πρόσφατο περιστατικό του ατυχήματος της Motor Oil στα Ισθμια επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των καταστρεπτικών συνεπειών από τη διαρροή πετρελαίου στις θάλασσές μας καθώς και τις δυνατότητες αναστροφής τους. Το γεγονός ότι το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαιοειδών διακινείται στη Μεσόγειο, έχει συνέπεια την καθημερινή κατάληξη εκατοντάδων τόνων πετρελαιοειδών στις ελληνικές θάλασσες. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι στα πελάγη Αιγαίο, Ιόνιο και Λιβυκό, με τα 15.000 χλμ. ακτών και τα 4.500 νησιά, απολήγουν ετησίως 70.000-125.000 τόνοι αργού πετρελαίου. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 10-20% του συνολικού πετρελαίου που χύνεται στη Μεσόγειο.


Οι πετρελαιοκηλίδες προκαλούν ανεπανόρθωτες


καταστροφές στα θαλάσσια


οικοσυστήματα


και ιδιαίτερα στις κλειστές


θάλασσες, όπως


η Μεσόγειος.


Το πετρέλαιο δηλητηριάζει


τους ζωντανούς οργανισμούς, λιγοστεύει


το οξυγόνο και λερώνει


τις παραλίες με τη μορφή της ενοχλητικής πίσσας.


Στη χώρα μας


ανετέθη πρόσφατα


από την Ευρωπαϊκή Ενωση η εκτέλεση ενός πιλοτικού προγράμματος


βιολογικής διάσπασης


των πετρελαιοκηλίδων


Μπάνιο στους Αγίους Θεοδώρους ενώ στο βάθος συνεχίζεται η προσπάθεια


για την αντιμετώπιση


της πετρελαιοκηλίδας






Η Ελλάδα, διαθέτοντας μεγάλο στόλο δεξαμενόπλοιων (θεωρείται η τρίτη πλοιοκτήτρια χώρα στον κόσμο), φέρει σημαντικό μέρος της ευθύνης γι’ αυτή την οικολογική καταστροφή. Δεδομένου ότι απαιτούνται 50 χρόνια για την ανανέωση των υδάτων της Μεσογείου, το πρόβλημα λαμβάνει δραματικές διαστάσεις γι’ αυτό το εξαιρετικά ευαίσθητο οικοσύστημα.


Τα δεξαμενόπλοια, τα οποία μπορούν να έχουν χωρητικότητα ως και 750.000 τόνων, πολλές φορές δεν πληρούν τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας τόσο για το προσωπικό όσο και για το φορτίο. Σύμφωνα με τις στατιστικές, ένα δεξαμενόπλοιο 15 ετών έχει 3 φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσει σοβαρές βλάβες που θα οδηγήσουν σε διαρροή πετρελαίου από ό,τι ένα τάνκερ 10 ετών. Παρ’ όλα αυτά, το 42% του παγκόσμιου στόλου των δεξαμενόπλοιων έχει ηλικία μεγαλύτερη των 15 ετών, ενώ περισσότερο από το 55% μεγαλύτερη των 10 ετών.


Για τα ελληνικά δεξαμενόπλοια η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσάρεστη. Το 80% των πλοίων με ελληνική σημαία είναι ηλικίας άνω των 15 ετών, ενώ από τα πλοία ελληνικών συμφερόντων με ξένη σημαία εκείνα που έχουν ηλικία άνω των 18 χρόνων ξεπερνούν το 85%. Οσο για τα πλοία που κάνουν μικρά ταξίδια μέσα στη Μεσόγειο, οι στατιστικές ανεβάζουν την ηλικία τους σε 25 χρόνια και άνω, ενώ οι αυξημένες μεταφορικές ανάγκες, σε συνδυασμό με την τάση για μεγιστοποίηση του κέρδους, οδήγησαν στην κατασκευή πλοίων με χαμηλές προδιαγραφές ασφαλείας.


Εκτός από τα ατυχήματα των δεξαμενόπλοιων, ρύπανση προκαλείται και από χερσαίες γεωτρήσεις και εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαιοειδών στα λιμάνια και διυλιστήρια της χώρας (Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ισθμια, Σκαραμαγκάς, Ρόδος, Κέρκυρα κλπ.).


* Συμβατικές μέθοδοι


αντιμετώπισης της


θαλάσσιας ρύπανσης


Από τη στιγμή όπου το πετρέλαιο χυθεί στη θάλασσα, οι δυνατότητες αντιμετώπισης της ρύπανσης είναι πολύ περιορισμένες. Μόνο σε ήπιες κλιματολογικές συνθήκες και προτού η κηλίδα προλάβει να διασκορπιστεί μπορεί το πετρέλαιο να περισυλλεγεί. Στην περίπτωση αυτή ειδικά εξοπλισμένα σκάφη, τα λεγόμενα «σκίμερς», περικυκλώνοντας την κηλίδα με πλαστικό ύφασμα, αντλούν το πετρέλαιο από την επιφάνεια του νερού και το αποθηκεύουν σε δεξαμενές. Η εφαρμογή της απλής αυτής μεθόδου δυσχεραίνεται κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας. Τα συνεργεία αντιμετώπισης καταφεύγουν στην απευθείας καύση του πετρελαίου, η οποία όμως προκαλεί ατμοσφαιρική ρύπανση πολύ μεγάλης έκτασης. Εξίσου βλαβερή είναι και η χρήση χημικών ουσιών με ειδικά απορρυπαντικά και μέσα καταβύθισης, διότι τα μεν απορρυπαντικά είναι τοξικά για τους θαλάσσιους οργανισμούς, ενώ τα μέσα καταβύθισης προκαλούν σοβαρές καταστροφές στη ζωή του βυθού. Η εφαρμογή των παραπάνω μεθόδων δυσχεραίνεται λόγω του υψηλού κόστους, της έλλειψης του κατάλληλου εξοπλισμού στον τόπο και στον χρόνο όπου χρειάζονται, από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες κ.ά.


*Διάσπαση


πετρελαιοκηλίδων


με βιολογικές
μεθόδους


Το θαλάσσιο οικοσύστημα έχει τη δυνατότητα να αποκαθιστά τη ρύπανση μικρής έκτασης από πετρελαιοειδή. Οταν όμως αυξάνεται το μέγεθος της πετρελαιοκηλίδας, η ικανότητα αυτοπροστασίας της θάλασσας δεν επαρκεί. Για την περίπτωση αυτή προσφέρονται νέες τεχνολογίες καταπολέμησης των πετρελαιοκηλίδων με βιολογικές μεθόδους οι οποίες περιορίζουν στο ελάχιστο τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των συμβατικών μεθόδων. Η νέα αυτή προσέγγιση έχει στόχο να επιταχύνει τη διάσπαση των υδρογονανθράκων του πετρελαίου, με τη βοήθεια μικροοργανισμών που χρησιμοποιούν τις ενώσεις αυτές σαν τροφή που τους χρειάζεται για να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Η μέθοδος της βιολογικής διάσπασης πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε για την αντιμετώπιση της πετρελαιοκηλίδας του Amoco Cadiz, στις ακτές της Βρετάνης, το 1968, ενώ η πιο γνωστή ως σήμερα εφαρμογή της έγινε στην Αλάσκα, τον Μάρτιο του 1989, στο ατύχημα του πετρελαιοφόρου Exxon Valdez.


Στις ακτές του Σαρωνικού διεξάγεται σήμερα μια πρωτοποριακή έρευνα, με θέμα τη βιολογική διάσπαση του πετρελαίου, χρησιμοποιώντας μεγάλα ενυδρεία – μινιατούρες θαλάσσιων βιοτόπων. Στόχος της έρευνας αυτής είναι η αντιμετώπιση ενός καίριου περιβαλλοντικού προβλήματος, προωθώντας παράλληλα την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, φιλικών προς το περιβάλλον. Την υλοποίηση έχει αναλάβει η Ελληνική Εταιρεία Περιβαλλοντικών Τεχνολογιών OikoTechnics, σε συνεργασία με τη γνωστή πολυεθνική εταιρεία ELF, καθώς και το περιβαλλοντικό ινστιτούτο έρευνας και τεχνολογίας Battelle, με έδρα στις ΗΠΑ και στη Γερμανία. Η έρευνα χρηματοδοτείται από την 11η διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.