«Ο θάνατός σου με λύπησε αφάνταστα.

Με άφησε ορφανή αλλά και με απελευθέρωσε». Η Μαργαρίτα Καραπάνου απευθύνεται post mortem στη μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη. Λέει την αλήθεια και η αλήθεια είναι σκληρή. Δεν αντέχει όμως να γίνεται σκληρή και έτσι την επιστολή που έγραψε επτά χρόνια μετά τον θάνατο την ολοκληρώνει με το εξής σπαρακτικό: «Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπες, τώρα καθώς τα χρόνια περνούν η απουσία σου είναι πιο έντονη. Μαμά, σε αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που έτσι αγάπησα στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο που έχω από εσένα. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις, μαμά; Μου λείπεις». Η Μαργαρίτα Καραπάνου θέλησε να ανοίξει την ψυχή της στο κοινό και για να γίνει αυτό χρειάστηκε να ανοίξει τα συρτάρια της. Δύο βιβλία με προσωπικά κείμενα κυκλοφορούν ταυτόχρονα: ένας τόμος με 117 γράμματα που της έστειλε η μητέρα της από το Παρίσι με ευφυή τίτλοΔε μ΄ αγαπάς. Μ΄ αγαπάςκαι ένα βιβλίο με ημερολογιακές σημειώσεις της Καραπάνου με τίτλοΗ ζωή είναι αγρίως απίθανη.

Ανθρώπινη εμπιστοσύνη

Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στο Παρίσι,έξω από το σινεμά όπου έπαιζαν τη «Φαίδρα»

Δεν αποκαλύπτουμε κανένα μυστικό αν πούμε ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου ζει αποτραβηγμένη, κλεισμένη συχνά στον δικό της κόσμο. Αυτά τα δύο βιβλία λοιπόν δεν θα κυκλοφορούσαν αν δεν είχαν την επιμέλεια δικών της ανθρώπων. Και δεν μιλάμε για φιλολογική εμπιστοσύνη, αυτό έρχεται δεύτερο. Τα γράμματα της Λυμπεράκη επιμελήθηκε η Φωτεινή Τσαλίκογλου, με την οποία κάνουν παρέα. Οι θαμώνες της Τσακάλωφ τις θυμούνται επί χρόνια να πίνουν μαζί το καφεδάκι τους- οι συνομιλίες έχουν καταγραφεί μάλιστα στο βιβλίοΜήπως,όπου εναλλάσσονται οι ρόλοι της φίλης, της ψυχοθεραπεύτριας και της συγγραφέως. Τον τόμο με τα ημερολόγια επιμελήθηκε ο Βασίλης Κιμούλης, υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων στις εκδόσεις Ωκεανίδα, ο οποίος δεν επιχειρεί άλμα στο εκδοτικό κομμάτι του οίκου. Απλά είναι ο άνθρωπος που επικοινωνεί μαζί της χρόνια, τον συμπαθεί και του επέτρεψε να μπει στο σπίτι της και να τη βοηθήσει στην αξιολόγηση της χαρτούρας που υπάρχει διάσπαρτη στο περίφημο διαμέρισμα της οδού Στρατιωτικού Συνδέσμου.

Ζήτημα διακριτικότητας

Η Μαργαρίτα Καραπάνου με τον εξάδελφό της Κωνσταντίνο Μόραλη

Υπάρχει ένα ζήτημα διακριτικότητας όταν ανασύρονται κείμενα γραμμένα για προσωπική χρήση. Εν προκειμένω όμως η συγγραφέας βρίσκεται εν ζωή και τα «μυστικά» αποκαλύπτονται με τη συναίνεσή της, με πλήρη συνείδηση. Καθώς στα ημερολόγια δεν σχολιάζει τα κείμενα, μένει η περιέργεια αν πονά ή γελά με αυτά που έγραφε ως μικρό κορίτσι ή ως ασθενής σε ψυχιατρική κλινική. Αντιγράφουμε μια σκέψη από το καλοκαίρι των 15 ετών της: «Οταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, έχω την εντύπωση ότι εκπέμπω μια ασκήμια, όχι σωματική ούτε ηθική, είναι η έκφραση που παίρνουν τα μάτια μου, το πρόσωπό μου. Είναι ένα βλέμμα που πρώτη φορά αντικρίζω στα μάτια μου, ένα βλέμμα σκοτεινό, ανησυχητικό». Τέτοιες σκέψεις κατέγραφε η Μαργαρίτα Καραπάνου σε τετράδια της νιότης της- λευκώματα, τετράδια «Φοίνιξ», μπλοκ, μπλοκάκια, σκόρπια φύλλα. Αλλού υπάρχουν ημερομηνίες και αλλού όχι. Από τα συμφραζόμενα έγινε η τοποθέτηση σε χρονική συνέχεια. Κάποια αποσπάσματα γραμμένα στα γαλλικά μεταφράστηκαν από την ίδια και, όπως λέει ο Κιμούλης, εκεί είδε το ταλέντο ζωντανό. Μία λέξη άλλαζε και το κείμενο έπαιρνε άλλη βαρύτητα. Ξέρει να παίζει με τις λέξεις, όχι μόνο με τη μυθοπλασία.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου προλαμβάνει την υστεροφημία της· ότι προχωρεί σε αυτές τις δύο εκδόσεις για να αγιοποιήσει τον εαυτό της και να δαιμονοποιήσει τη μάνα της. Γιατί τι είδος γονιού είναι αυτό που όχι μόνο παρατά το παιδί του σε άλλη πόλη αλλά γράφει από πάνω: «Σε παρακαλώ, μην ξαναστείλεις εξπρές ούτε τηλεγράφημα- εκτός κι αν είναι κάτι επείγον- γιατί με ξυπνάνε στις επτά το πρωί και, όπως ξέρεις, αυτό μου χαλάει τη διάθεση». Και όμως η Καραπάνου δεν προσπαθεί να εξιδανικεύσει εαυτόν εις βάρος της μητέρας της. Απλώς τοποθετεί τα ντοκουμέντα σε χρονική σειρά, δεν παρεμβαίνει, δεν διαλέγει τα βολικά αποσπάσματα, δεν σχολιάζει. Αυτό που καταφέρνει είναι να μας δείξει ότι η ζωή της είναι ένα μυθιστόρημα και η ίδια η πιο ενδιαφέρουσα ηρωίδα της. Η σωματική αίσθηση

Η Καραπάνου στην Υδρα με τον σκύλο της Βούδα

Τα δύο βιβλία που κυκλοφορούν συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Τα ημερολόγια καταγράφουν περιστατικά και σκέψεις της εικοσαετίας 1959-1979 (από τα 13 ως τα 33 της) και τα γράμματα της μητέρας της έχουν ημερομηνίες από το 1962 ως το 1974. Και στα δύο βιβλία περνάει η ατμόσφαιρα μιας εποχής και ενός γοητευτικού τρόπου ζωής, με πληθώρα διάσημων καλλιτεχνών και προσωπικοτήτων της αστικής ζωής, της αθηναϊκής και της παγκόσμιας. Η μορφή της μητέρας όμως είναι πανταχού παρούσα: στους έρωτες, στις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, στη διαδικασία της συγγραφής. Στα ημερολόγια απευθύνεται στον εαυτό της και γράφει: «Είσαι [κακό κορίτσι] γιατί σκέφτεσαι φοβερά πράγματα για τη μαμά σου και θα τιμωρηθείς. Η τιμωρία είναι πως δεν θα ζήσεις, δεν έχεις δικαίωμα, δεν σ΄ αγαπάει κανείς, όλοι σε κοροϊδεύουν. Είσαι τριάντα χρονών κι έχεις μείνει μωρό. Είμαι ο χειρότερος δικαστής. Κι αυτό το βιβλίο, τηνΚασσάνδρα,πώς τόλμησες να το γράψεις; Σου ξέφυγε, έλα όμως που τώρα πρέπει να το εκδώσεις. Αν το εκδώσεις θα σε σκοτώσω, δεν θα μπορείς να πεις λέξη στον γάλλο εκδότη σου, τον Βelmont, σε κανέναν…». Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στα γράμματά της ανησυχεί για τα πάντα, έστω και από μακριά. Γράφει ότι θα ήταν πολύ λυπημένη αν δεν είχε δράση η ζωή της. Στα γράμματα που στέλνει στην κόρη της από το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη αναφέρεται σε πρόσωπα που αγαπά και την εμπνέουν. Με τον ίδιο τρόπο προσπαθεί να εμπνεύσει το παιδί της. Της γράφει στις 18 Ιανουαρίου 1965:

«Σχολιάστε τούτη την περίφημη φράση της Λυμπεράκη “Λατρεύω την απογείωση, μισώ την προσγείωση”. Ξεκινήστε απ΄ την καθαρά σωματική αίσθηση και προχωρήστε στην… ψυχική, τη συναισθηματική κτλ., κτλ. Τέλος, φανταστείτε πως είστε ένας σκύλος που λατρεύει την απογείωση και μισεί την προσγείωση. Γλυκιά μου, θα το έβρισκα πολύ διασκεδαστικό αν έγραφες μια σελίδα επάνω σ΄ αυτό». Δεν γνωρίζουμε αν η Καραπάνου έγραψε τα περί απογείωσης, πάντως το βέβαιον είναι ότι απογειώθηκε λογοτεχνικά, έγινε μια αξία στα ευρωπαϊκά γράμματα. Ποτέ δεν ρωτάμε «τι θα γινόταν αν…», εν τούτοις δημιουργείται το ερώτημα: Θα είχε ξεδιπλωθεί το ταλέντο της Καραπάνου αν είχε μεγαλώσει ως καθώς πρέπει κόρη;