28η Οκτωβρίου σε δύο ημέρες και η χώρα μας, δεύτερη κατά σειρά σε ανθρώπινες απώλειες μετά τη Σοβιετική Ενωση συγκριτικά με τον πληθυσμό της, δεν θρήνησε μονάχα θύματα στα πεδία των μαχών. Χιλιάδες υπήρξαν οι άμαχοι, γυναικόπαιδα και γέροντες που εκτελέστηκαν προς παραδειγματισμό. Χωριά ολόκληρα ερειπώθηκαν. Οι σφαγές στο Δίστομο, στο Κομμένο της Αρτας, στα Καλάβρυτα και στην Κάνδανο της Κρήτης συγκινούν ακόμη και αποκαλύπτουν το μέγεθος της απάνθρωπης βαρβαρότητας, αλλά και του ηθικού μεγαλείου ενός λαού που δεν υπέκυψε.

Η είσοδος του Αουσβιτς. Δεξιά, το κείμενο τριών από τις δεκατρείς σελίδες του χειρογράφου του Μαρσέλ Νατζαρή από τη Θεσσαλονίκη. «Προς την Αγαπημένη μου Πατρίδα ΕΛΛΑΣ» γράφει στην πρώτη, «Ζήτω η Ελλάς» στη δεύτερη και στην τρίτη δίνει την ταυτότητά του γνωρίζοντας καλά πως είναι καταδικασμένος σε θάνατο: «Οδός Κρουσόβου 4, Θεσσαλονίκη, Ελλάς». Το χειρόγραφο βρέθηκε θαμμένο από τον ίδιο κάτω από μια βελανιδιά μέσα στο στρατόπεδο, κοντά στα αποδυτήρια του κρεματορίου ΙΙΙ. Οταν το βρήκαν πολωνοί εργάτες καθαρίζοντας χόρτα ανάμεσα στα κρεματόρια ΙΙ και ΙΙΙ το παρέδωσαν στην ελληνική πρεσβεία στη Βαρσοβία (ΑΠ. 8250-147/4020/97, 10 Ιουνίου 1997).

Η χώρα μας στις αμέτρητες εκατόμβες που στήθηκαν στην απέραντη έκταση των δύο στρατοπέδων, Αουσβιτς και Μπίρκεναου, μια στην κυριολεξία βιομηχανία θανάτου των ναζιστών, πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Εξήντα χιλιάδες Ελληνες, που το μόνο για το οποίο έφταιξαν είναι γιατί γεννήθηκαν εβραίοι, και μερικές δεκάδες χριστιανών που συνελήφθησαν για αντιστασιακή δράση ή γιατί βοήθησαν εβραίους συμπολίτες τους να διαφύγουν, γνώρισαν απίστευτα μαρτύρια στην κόλαση εκείνη που ακόμη και η πένα του Δάντη θα αδυνατούσε να περιγράψει. Το στοιχείο αυτό, το θλιβερό προνόμιο της χώρας μας να μετρήσει ακόμη και χριστιανούς πολίτες της ανάμεσα στα θύματα των στρατοπέδων, ερευνήθηκε συστηματικά για πρώτη φορά. Οργώνοντας κυριολεκτικά απ΄ άκρη σε άκρη τη χώρα από την Πελοπόννησο ως τη Θεσσαλονίκη, την Ηπειρο και τα νησιά, οι μαρτυρίες των ελάχιστων επιζώντων συγκλονίζουν. Ο φωτογραφικός φακός που παρακολουθεί βήμα βήμα την πορεία θανάτου των ατυχών εκείνων Ελλήνων δένοντας τις μαρτυρίες των ίδιων των θυμάτων, πλέκει ένα ακόμη ηρωικό έπος που τιμά τη χώρα μας. Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής παρουσίας στο Αουσβιτς – Μπίρκεναου, ανάμεσα σε χιλιάδες ετεροεθνή θύματα, δεν ξέφυγε από την προσοχή του ιταλού διανοούμενου Πρίμο Λέβι, που βρέθηκε και αυτός έγκλειστος εκεί. Εγραψε σχετικά: « Το πνεύμα αλληλεγγύης που διέκρινε τους Ελληνες στο στρατόπεδο,η απέχθειά τους για τη βία,η συνείδηση της επιβίωσης και η προσπάθεια διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας,τους έκανε να αποτελούν την πιο συμπαγή εθνική ομάδα στο στρατόπεδο και γι΄ αυτό την πιο πολιτισμένη…».

Μέσα σε ένα περιβάλλον θανάτου οι Ελληνες γρήγορα συνειδητοποίησαν πως έπρεπε να ανακαλύψουν, παρά τους αυστηρούς περιορισμούς επικοινωνίας μεταξύ τους, μηχανισμούς συνεννόησης και στήριξης ο ένας για τον άλλον. Λόγια παραίνεσης και συμβουλές ψιθυριστά στο αφτί εκείνων που έφταναν σαν χαμένοι, από τους παλαιότερους, ήταν ένα σοβαρό στήριγμα και μια παρηγοριά για όλους, ακόμη και γι΄ αυτούς που οδηγούνταν απευθείας στον θάνατο. « Τους λέγαμε πρώτα να καθήσουν να ξεκουρασθούν αν φυσικά ο Γερμανός δεν έβλεπε» αφηγείται ο Μαρσέλ Νατζαρή που δούλευε μέσα στο κρεματόριο. «Μετά τους φώναζαν οι Γερμανοί να ξεντυθούν. Τα κοριτσάκια είχαν ντροπή και δυσκολεύονταν,έκλαιγαν για τη ντροπή και όχι γιατί σε λίγα λεπτά αργότερα θα είχαν πεθάνει,διότι δεν το γνώριζαν… Το δράμα βλέποντας τα μικρά παιδιά να κλαίνε που είχαν την προαίσθηση του θανάτου,μας στενοχωρούσε πιο πολύ από όλα. Προσπαθούσαμε να τα πλησιάσουμε,αλλά μας φοβούνταν, σαν να ήμασταν οι χάροι τους».

Ο ίδιος περιγράφει ως εξής τις δραματικές εκείνες τελευταίες ώρες των θυμάτων: «Οση ώρα οι Γερμανοί τριγύριζαν γύρω γύρω σαν τα κοράκια να αρπάξουν τίποτα χρυσές λίρες ή κοσμήματα και την ώρα που οι γυναίκες έβγαζαν τα ρούχα τους, αυτές μας ρωτούσαν τι θα τις κάνουν.Αλλες ήταν έξυπνες και γνώριζαν πως πήγαιναν για σκότωμα.Εγώ πάλι έλεγα πως δεν καταλαβαίνω γερμανικά ούτε καμμίαν άλλην γλώσσαν,παρά ελληνικά.Και να που κάποια φορά ένας γέροντας άρχισε να μου μιλά αρχαία ελληνικά,ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου της Ουγγαρίας…».

Στη γλώσσα και την αξία που είχε στο δέσιμο των Ελλήνων μεταξύ τους αναφέρεται ο Λέον Χάγουελ από τη Θεσσαλονίκη. « Στο στρατόπεδο μιλούσαμε μόνο την ελληνική (σημ. σε αντιδιαστολή με την ισπανοεβραϊκή λαδίνο που μιλούσαν οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης από παράδοση αιώνων), γιατί, βλέπεις, νιώθαμε ξενιτεμένοι. Η γλώσσα η ελληνική είναι ο δεσμός με την πατρίδα που νοσταλγείς…». Ο ίδιος καταθέτει μία ακόμη μαρτυρία για το πώς άλλαζαν τα λόγια από γνωστά τραγούδια του Βαμβακάρη με τα οποία περιέργως είχαν εξοικειωθεί οι Γερμανοί και δεν έδιναν σημασία, ενώ στην πραγματικότητα οι Ελληνες επικοινωνούσαν μεταξύ τους άλλοτε δίνοντας πληροφορίες αλλά και στηρίζοντας ηθικά ο ένας τον άλλον, αφού απαγορευόταν να μιλάνε μεταξύ τους. Συγκλονιστική είναι η κατάθεση της Βάσως Σταματίου, φοιτήτριας της Νομικής από τη Θεσσαλονίκη, που αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο πληροφορήθηκε ότι ο πόλεμος τελείωσε ενώ βρισκόταν ακόμη μέσα στο στρατόπεδο. Ετρεξε προς το μέρος της η Γκράτσια, μια νεαρή ουγγαρέζα ποιήτρια από τη Βουδαπέστη με την οποία συνεννοείτο κάνοντας χρήση της αρχαίας ελληνικής που και οι δύο κατείχαν καλά και της είπε «ξαναμμένη,με μια υποψία ρόδινου στα χλωμά μάγουλά της και τα μάτια της να λάμπουν:Εστι φήμη τις,Χίτλερ απεβίωσεν…». Η ίδια στη μαρτυρία της προσπαθεί να θυμηθεί αν το βροντοφώναξε ή απλώς το σκέφτηκε σαν έραβε το κόκκινο πανάκι με το γράμμα G στο μανίκι της για να ξεχωρίζει. G σήμαινε Griechenland «Ελλάδα, να ένα παιδί σου. Το ογδόντα δύο διακόσια είκοσι τέσσερα! (8224)» που ήταν στο μπράτσο της.

Το μολυσμένο νερό του Αουσβιτς όπως και το κλίμα αποδείχτηκαν θανατηφόροι παράγοντες για τους Ελληνες, οι οποίοι καθώς ήσαν μαθημένοι να ζουν σε μεσογειακό κλίμα και να πίνουν πολύ νερό λίγοι απέφυγαν τις δυσεντερίες και τον κοιλιακό τύφο που αποδεκάτιζε τους κρατουμένους, οδηγώντας τους ταχύτερα στα κρεματόρια.

Κορυφαίες, πάντως, υπήρξαν οι στιγμές αντίστασης των Ελλήνων στη βία του στρατοπέδου. Η ηρωική εξέγερση που έγινε στις 7 Οκτωβρίου του 1944 είναι και η μοναδική πράξη αντίστασης στα χρονικά των ναζιστικών στρατοπέδων. Από μαρτυρίες ελαχίστων που εξαιτίας μιας απροσδόκητης τύχης επέζησαν, ανάμεσά τους ο Σόλομον Βενέτσια και ο Μαρσέλ Νατζαρή, και οι δύο από τη Θεσσαλονίκη, γινόμαστε αποδέκτες της πιο φρικτής μαρτυρίας που γνώρισαν οι άνθρωποι εκείνοι δουλεύοντας μέρα-νύχτα καίγοντας νεκρούς στα κρεματόρια.

Για χρόνια αρνούνταν να μιλήσουν για όσα έζησαν και είδαν τα μάτια τους στα κρεματόρια. «Εκεί δεν υπήρχε η λέξη αισθάνομαι.Ηταν δύσκολο να νιώσεις οτιδήποτε.Φαντάσου τον άνθρωπο να εργάζεται μέρα-νύχτα ανάμεσα σε νεκρούς,σε πτώματα.Τα συναισθήματα εξαφανίζονται. Είσαι και ο ίδιος νεκρός,γίνεσαι νεκρός». Και όμως εκείνοι οι ίδιοι άνθρωποι μπόρεσαν να σηκώσουν το ανάστημά τους και με μια εντυπωσιακή κίνηση που αιφνιδίασε τους Γερμανούς Ες Ες, αφού έψαλαν τον Ελληνικό Εθνικό Υμνο, ανεμίζοντας στον αέρα την ελληνική σημαία που είχαν φτιάξει με κάτι κουρέλια από τις ριγέ στολές τους, ανατίναξαν μαζί με τους εαυτούς τους το ένα από τα πέντε κρεματόρια του στρατοπέδου. « Διά ολίγα λεπτά ευρέθησαν ελεύθεροι» είναι η μαρτυρία του Μαρσέλ Νατζαρή.

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.