ΤΡΙΑΝΤΑ πέντε χρόνια από την ίδρυση του Ιερού Λόχου και επτά από τον θάνατο του αρχηγού του, Χριστόδουλου Τσιγάντε, η ελληνική πολιτεία αποφάσισε το 1977 την ανέγερση μνημείου σε απότιση τιμής στη μνήμη των ενδόξων ιερολοχιτών που έπεσαν αγωνιζόμενοι για την ελευθερία της πατρίδας μας στη διάρκεια επιχειρήσεων μεταξύ 1942-1945. Ταυτόχρονα, με οδηγίες του υπουργού Εθνικής Αμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, ξεκινούσε η διαδικασία μετακομιδής της τέφρας του αντιστρατήγου Τσιγάντε που πέθανε αυτοεξόριστος στο Λονδίνο τον Οκτώβριο του 1970, διατηρώντας μέχρι τέλους την επιθυμία του να μην «επιστρέψει» στην Ελλάδα όσο διαρκούσε το καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών.

Αγημα ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς οδηγεί την τεφροδόχο, μετά το πέρας της τελετής στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, στον δρόμο προς το αεροδρόμιο. «Ο ήρωας πολέμου, Στρατηγός Τσιγάντες, που πέθανε στην εξορία το 1970, είχε κατηγορηματικά αρνηθεί να επιστρέψει η τέφρα του στην Ελλάδα όσο δεν είχε αποκατασταθεί η δημοκρατία στη χώρα» επισημαίνεται στη λεζάντα. Κάτω, σε εκτενές άρθρο του στην εφημερίδα «Τhe Daily Τelegraph» ο Κρις Γούντχαουζ (14.9.1977) αναφερόμενος στη δράση του Τσιγάντε στη διάρκεια του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου επεσήμαινε μια ιδιαίτερη συγκυρία στην απόφαση του Ευάγγελου Αβέρωφ να ενεργήσει ώστε να επιστρέψει η τέφρα του Τσιγάντε στην Ελλάδα: Στρατιωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο ήταν ο κυβερνήτης του «Βέλος» Ν. Παππάς, ο οποίος συμμετέχοντας σε νατοϊκή άσκηση στασίασε σε συνεννόηση με τον μετέπειτα υπουργό και αντίπαλο της χούντας Ευ. Αβέρωφ και ζήτησε καταφύγιο στη γείτονα Ιταλία. Ο Ν. Παππάς δικαιώθηκε αργότερα για την αντιστασιακή του δράση με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα και επανήλθε στο Ναυτικό

OΓούντχαουζ σε εκτενές άρθρο του στην «Daily Τelegraph» με τίτλο «Η ζωή και ο θάνατος ενός ήρωα» (14.9.1977) τον χαρακτήρισε «έναν γνήσιο τζέντλεμαν,έναν σπουδαίο αξιωματικό» και ο λόρδος Ερλ Τζέλλικο, βρετανός αξιωματικός και φίλος του από τα χρόνια του πολέμου που έζησε δίπλα του ως την τελευταία του πνοή, «έναν μεγάλο πατριώτη, έναν σπουδαίο Ελληνα, απευθείας απόγονο των ιερολοχιτών του Θηβαίου Επαμεινώνδα και του Αλέξανδρου Υψηλάντη,ατρόμητο στην καρδιά και ευαίσθητο συνάμα, με τρομερό χιούμορ που τον έκανε ψυχή της παρέας, καταπληκτικό μάγειρο, υπέροχο στρατιώτη, αλλά και άνθρωπο της ειρήνης,αδιαπραγμάτευτο υποστηρικτή των αρχών που πρέσβευε, ανάμεσα σε αυτές και την προσήλωσή του στη δημοκρατία,γι΄ αυτό κι η απόφασή του να ταφεί μακράν της πατρίδας του όσο διαρκούσε το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών δεν ήταν κίνηση θεατρική,αλλά πεποίθηση και ουσία.Η φράση “ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος” του Περικλή,κατ΄ επιθυμία του γιου του Μιχάλη» είπε στην επιμνημόσυνη ομιλία του ο λόρδος Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1977 «στη φιλική, αλλά πάντως ξένη για τον ίδιο τον Τσιγάντε αγγλική γη, με γέμισε μελαγχολία καθώς κοίταζα τον ζεστό ήλιο που έδυε το απόγευμα της Κυριακής στο εξοχικό μου στο Γουιλτσάιρ ρίχνοντας το φως του πάνω στην επιτύμβια στήλη λίγα μόλις μέτρα πιο ΄κεί,στον αυλόγυρο της κοινοτικής εκκλησίας όπου έκειτο η τέφρα του παλιόφιλου, τόσο αγαπητού σε μένα, τόσο σπουδαίου ήρωα, εκείνου του άνδρα που ενσάρκωνε απόλυτα αυτό που εθεωρείτο μεγαλείο στην εποχή του Περικλή».

Με την παράθεση μικρού μόνο αποσπάσματος από την τόσο μεστή και ανθρώπινη ομιλία του λόρδου Τζέλλικο, που έφυγε και αυτός από τη ζωή πριν από λίγα μόλις χρόνια, σκιαγραφείται η προσωπικότητα ενός έξοχου άνδρα, ενός πραγματικού ήρωα που στάθηκε μέχρι τέλους του βίου του ακέραιος και αξιοπρεπής, παρά τις πίκρες που γεύθηκε στην πολυτάραχη ζωή του.

Κεφαλλονίτης την καταγωγή ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, από τα Σβορωνάτα Κάτω Λειβαθούς, ήταν μόλις 16 ετών όταν κατετάγη στον ελληνικό στρατό στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, και 20 όταν επικεφαλής τάγματος πεζικού στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέδειξε εξαίρετη ανδρεία πολεμώντας στο μακεδονικό μέτωπο. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του Α Δ και του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, έβλεπε να ανοίγεται μπροστά του ο δρόμος για μια αξιοζήλευτη στρατιωτική σταδιοδρομία. Ελαβε μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας και σε συνέχεια στη Μικρασιατική, η ανάμειξή του όμως στο κίνημα του Μαρτίου του έτους 1935 είχε ως συνέπεια την οριστική καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού και την καταδίκη του σε ποινή ισόβιων δεσμών. Με βασιλική χάρη που του δόθηκε με την παλινόρθωση της μοναρχίας έλαβε άδεια να φύγει στο εξωτερικό, όχι όμως και να επιστρέψει στο στράτευμα. Το ξέσπασμα του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε στη Γαλλία. Εκεί κατετάγη στη Λεγεώνα των Ξένων και βρέθηκε σύνδεσμος με τις «Ελεύθερες Γαλλικές Δυνάμεις» του στρατηγού Ντε Γκωλ σε επιχειρήσεις στην Ανατολική Αφρική υπό τον στρατηγό Λεκλέρκ. Η αμνηστία που του δόθηκε από την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση ευθυνόταν για την επιστροφή του στις τάξεις του ελληνικού στρατού με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Τότε ήταν που ίδρυσε την καταδρομική μονάδα Ιερός Λόχος, της οποίας υπήρξε αρχηγός σε μια σειρά επιτυχών και ριψοκίνδυνων επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και στο Αιγαίο Πέλαγος. Για την ηρωική του δράση στη Μέση Ανατολή τιμήθηκε μαζί με άλλους δύο συνταγματάρχες, τον Θρασύβουλο Τσακαλώτο και τον Παυσανία Κατσώτα, με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.

Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους ναζιστές, διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του το 1948 με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Γνωστός για τις δημοκρατικές του απόψεις, εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα». Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), παυθείς αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.

Στις 12 Οκτωβρίου του έτους 1970 ο Τσιγάντες, νοσηλευόμενος στο Λονδίνο, πέθανε έχοντας διαρκώς στο πλάι του συναγωνιστές του, βρετανούς αξιωματικούς από τα χρόνια της κοινής τους δράσης στο Αιγαίο, ανάμεσά τους τον λόρδο Τζέλλικο με τον οποίο τον συνέδεε ιδιαίτερη, βαθιά φιλία. Η αποτέφρωση της σορού του έγινε μία ημέρα αργότερα.

Στις 26 Αυγούστου 1976 με έγγραφό του ο τότε υπουργός Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας εξέδωσε απόφαση για τη διάθεση ποσού 1,5 εκατ. δραχμών για την ανέγερση μνημείου «εντός του Πεδίου του Αρεως» και «την μεθόδευσιν των διαδικασιών μετακομιδής της τέφρας του Αντιστρατήγου Χρ. Τσιγάντε εκ Λονδίνου εις Αθήνας» (Φ.

735/51575).

Εναν χρόνο αργότερα, στις 2 Αυγούστου 1977, με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ το Αρχηγείο Στρατού ζητούσε τη μεσολάβηση του πρώτου για τη διεκπεραίωση όλων των απαιτούμενων ενεργειών για τον επαναπατρισμό της τέφρας του νεκρού ήρωα. Η ευθύνη ανετέθη στον διπλωματικό τότε σύμβουλο Α΄, σήμερα πρέσβη ε.τ. Παύλο Αποστολίδη, που υπηρετούσε μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο στην κεντρική υπηρεσία. Στο μεταξύ τα βρετανικά ΜΜΕ, χάρη στην εξαίρετη δραστηριότητα του επικεφαλής του Γραφείου Τύπου στο Λονδίνο Μ. Δραγούμη, αφιέρωναν το ένα μετά το άλλο δημοσιεύματα για τον Τσιγάντε, ενώ στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 22.00 προβαλλόταν μαζί με την είδηση φιλμ από τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ιερού Λόχου υπό τις διαταγές του στρατηγού Μοντγκόμερι στη Βόρεια Αφρική.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1977 ο έλληνας πρεσβευτής στο Λονδίνο Σταύρος Ρούσσος παρέθεσε παρουσία μεγάλου αριθμού βρετανών επισήμων δείπνο προς τιμήν του υφυπουργού Αμυνας Ανδρέα Ζαΐμη που είχε φθάσει την προηγουμένη της τελετής για να παραλάβει συνοδευόμενος από άγημα ευζώνων της Προεδρικής Φρουράς την τέφρα του Τσιγάντε με στρατιωτικό αεροσκάφος C-130. Μετά την επιμνημόσυνη τελετή και την υπέροχη ομιλία του Τζέλλικο στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο Λονδίνο, η τέφρα του Τσιγάντε, με ένα σύντομο σταθμό στη βάση της RΑF στο Λάινχαμ Ουίλτς όπου θα ακολουθούσε δεύτερη τελετή, θα στάθμευε επ΄ ολίγον στο Παρίσι για μία ακόμη λαμπρή τελετή στον χώρο των Ιnvalides, προτού τελικά φθάσει στην Αθήνα. Στη ρευστότητα αξιών που χαρακτηρίζει την εποχή μας παραδείγματα ζωής όπως αυτό του Χριστόδουλου Τσιγάντε αξίζει να προβάλλονται αντί να περικλείονται σε λίγες μόνο σειρές των σχολικών εγχειριδίων.

Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού σΑρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.