ΥΠΟΥΡΓΟΙ, δήμαρχοι, συμβολαιογράφοι και δικηγόροι, σειρά παραγόντων του δημοσίου βίου, πρωταγωνιστούν από συστάσεως του ελληνικού κράτους- όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με το Βατοπαίδι- στο παιχνίδι της διεκδίκησης μεγάλων εκτάσεων δημόσιας γης από ιδιώτες, η οποία με τα χρόνια κατατμήθηκε, μεταπωλήθηκε, εκχερσώθηκε
και οικοδομήθηκε. Σε όλες τις περιπτώσεις μεσολάβησε ένα ατέλειωτο αλισβερίσι στα δικαστήρια για τα περιώνυμα «διακατεχόμενα», όπου το κράτος ξεχνούσε κάθε φορά να υπερασπιστεί το δάσος του. Η περίπτωση της Πεντέλης είναι χαρακτηριστική.Το ένα τέταρτο του βουνού,πάνω από 50.000 στρέμματα, έφθασε με τα χρόνια να ανήκει σε μια αθηναϊκή οικογένεια. Συγκεκριμένα η οικογένεια Ηλιόπουλου είχε στα χέρια της συνολικά 55.000 στρέμματα
στις περιοχές Σταμάτας και Διονύσου. Από αυτά όμως 26.000, ως «διακατεχόμενα», ήταν επί χρόνια υπό αμφισβήτηση. Αξιώνοντας την κυριότητά τους, ώστε να κατορθώσει να τα μοιράσει σε οικόπεδα και να τα μεταπωλήσει, η οικογένεια Ηλιόπουλου προσκόμιζε τίτλους από το 1880. Η «δικαίωσή» της έναντι του ελληνικού κράτους συντελέστηκε μόλις το 1991, με την 1230/1991 τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου.

Η πορεία της υπόθεσης της οικογένειας Ηλιοπούλου ήταν αντίστοιχη με τόσες άλλες. Μη μπορώντας να κατοχυρώσει την ιδιοκτησία της επί των περιοχών, καθώς είχε στην κατοχή της μόνο τίτλους του 19ου αιώνα, η οικογένεια Ηλιόπουλου προσέφυγε κατά του Δημοσίου καταθέτοντας στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών δύο αναγνωριστικές αγωγές με τις οποίες επικαλέστηκε και χρησικτησία. Η πρώτη αναγνωριστική αγωγή κατατέθηκε στις 12.9.1978 και η δεύτερη στις 23.10.1978. Ενα από τα παράδοξα της υπόθεσης είναι ότι μόλις έναν χρόνο πριν από την κατάθεση της αναγνωριστικής αγωγής, το 1979, οι τότε υφυπουργοί Γεωργίας και Οικονομικών εκδίδουν απόφαση με αριθμό πρωτοκόλλου 160561/1000, η οποία κατέληγε ως εξής: «Αναγνωρίζουμε, συνεπώς, ότι τα κτήματα “ΣταμάταΔιόνυσος” Αττικήςανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο, του οποίου τα δικαιώματα επ΄ αυτών είναι ισχυρά και αδιαπραγμάτευτα».

Ωστόσο η Δικαιοσύνη, δεδομένης της ασθενούς εκπροσώπησης του Δημοσίου στις δίκες που ακολούθησαν, βρήκε επαρκείς τους τίτλους ιδιοκτησίας που της προσκομίστηκαν και εξέδωσε απόφαση υπέρ των διεκδικήσεων της οικογένειας Ηλιόπουλου.

Σταμάτα και Διόνυσος
Ταδασοκτήματα Σταμάτας και Διονύσου πριν από την απελευθέρωση ανήκαν σε Οθωμανούς, υποστήριξαν στο δικαστήριο οι εμφανιζόμενοι ως ιδιοκτήτες. Το κτήμα της Σταμάτας αγόρασε αμέσως μετά την απελευθέρωση ο τότε υπουργός ΕξωτερικώνΚωνσταντίνος Ζωγράφος. Το 1834 με δήλωσή του το παραχώρησε στονΑνδρέα Λουριώτη. Το 1855, και αφού έχει πεθάνει ο Αν. Λουριώτης και ο γιος του, τα δασοκτήματα περνούν στη σύζυγό τουΛουτσίκα. Εκείνη το 1872 τα μεταβιβάζει στον Κωνσταντίνο Βέρση. Το κτήμα του Διονύσου αγόρασε το 1836 από τονΣαδήκ Αγάο πρεσβευτής της Ελλάδας στη ΡωσίαΙωάννης Παπαρρηγόπουλος . Το 1872 πωλείται και αυτό στον Κωνσταντίνο Βέρση και γίνεται ενιαίο δασόκτημα με την ονομασία «Σταμάτα- Διόνυσος». Το 1877, ως ενιαίο πια, το δασόκτημα πωλείται από τον Κ. Βέρση στην Ευφροσύνη Δ. Σούτσου, σύζυγο του Δημητρίου Σούτσου, δημάρχου Αθηναίων.

Το 1883, με τη συμβολαιογραφική πράξη 26203, ο δικηγόρος και υπουργός τότε Δικαιοσύνης Δημήτριος Γ. Ράλλης , ενεργώντας ως πληρεξούσιος των κληρονόμων της οικογένειας Σούτσου, πουλάει το ενοποιημένο δασόκτημα στονΑσημάκη Ηλιόπουλοαντί τιμήματος 315.000 δραχμών. Σήμερα, τριάντα χρόνια από την αρχική διεκδίκηση, που έληξε υπέρ της οικογένειας Ηλιόπουλου, η μεγαλύτερη έκταση των περιοχών αυτών έχει κατατμηθεί, πωληθεί, διανεμηθεί σε ιδιώτες και οικοδομικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι διεκδικούν τώρα την ένταξη των δασικών εκτάσεών τους στο σχέδιο πόλης.

Τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι λίγοι οι ιδιώτες οι οποίοι προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη διεκδικώντας να κατοχυρώσουν όσα το Δημόσιο αμφισβητούσε ότι κατείχαν και οι οποίοι, όπως αποδείχθηκε, δεν κουράστηκαν καθόλου να το πετύχουν. Παρά το γεγονός ότι δεν είχαν στα χέρια τους παρά διάτρητους τίτλους ιδιοκτησίας που προέρχονταν από την εποχή της τουρκοκρατίας- τα λεγόμενα οθωμανικά χοτζέτιακατάφεραν να αποκτήσουν την κυριότητα των εκτάσεων που διεκδικούσαν.

«Η δικαστική διεκδίκηση για αυτούς δεν ήταν παρά περίπατος » σχολιάζουν μέλη της Ομάδας Κοινωνικής Εγρήγορσης- συστάθηκε από πολίτες που συναντήθηκαν κατά την ενασχόλησή τους με θέματα περιβάλλοντος, αναλαμβάνοντας ως ομάδα πια την υπεράσπιση υποθέσεων ανά τη χώρα. Η ομάδα έχει μάλιστα πραγματοποιήσει εκτεταμένη έρευνα για τις περιπτώσεις όπου το Δημόσιο απώλεσε πολλές χιλιάδες στρέμματα δασικών εκτάσεων εξαιτίας της αδυναμίας του να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.

Η στρατηγική στα δικαστήρια
Ο μηχανισμός είναι απλός και αποτελεσματικός ώστε κανείς να μην μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητά του. Ολα γίνονται διά της δικαστικής οδού. Οι ιδιώτες διεκδικούν την κυριότητα των εκτάσεων στα δικαστήρια. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων το Δημόσιο και οι εκπρόσωποί του εμφανίζονται «νωχελικοί», αδιαφορώντας για τις υποθέσεις.

Ολα ξεκινούν με την κατάθεση μιας αναγνωριστικής αγωγής από κάποιον ιδιώτη κατά του Δημοσίου. Στη συνέχεια ο ένας και μοναδικός υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τη διαδικασία αυτή στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θα εξετάσει τον φάκελο που έχουν καταθέσει σε βάρος του Δημοσίου οι διεκδικούντες τους τίτλους γης. Αναλαμβάνει, υποτίθεται, να συλλέξει τα στοιχεία που χρειάζονται για να τους αντικρούσει και να υπερασπίσει τα συμφέροντα του Δημοσίου. Το πιθανότερο είναι ότι όταν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο, ο φάκελος που θα κατατεθεί από την πλευρά του Δημοσίου θα είναι ισχνός σε στοιχεία. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι και ο ρόλος των δικηγόρων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που εκπροσωπούν το Δημόσιο σε αυτές τις δίκες. Η εμπειρία έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές πάνε στο δικαστήριο χωρίς να έχουν φροντίσει να αναζητήσουν τα στοιχεία που αποδεικνύουν τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των αμφισβητούμενων δασικών εκτάσεων.

«Θα αρκούσε μια προσεκτική έρευνα στο Γενικό Αρχείο του Κράτους ή στο αρχείο του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης για να κερδίσει το κράτος πολλές από τις υποθέσεις, αφού θα αποδεικνυόταν η κυριότητα του Δημοσίου και το διάτρητο των τίτλων των διεκδικητών της δημόσιας δασικής έκτασης»επισημαίνει η Ομάδα Κοινωνικής Εγρήγορσης, η οποία ήδη επεξεργάζεται συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις για την ισχυροποίηση του νομικού οπλοστασίου του Δημοσίου έναντι των επίδοξων διεκδικητών.

Αφού ο ιδιώτης αναγνωριστεί τελεσίδικα ως ιδιοκτήτης από τη Δικαιοσύνη, ακολουθεί το επόμενο βήμα: ο αποχαρακτηρισμός της δασικής έκτασης. Ο πιο πρόσφορος τρόπος είναι αυτή τη φορά οι διαδικασίες των πρωτοβάθμιων- δευτεροβάθμιων επιτροπών επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων.

Πώς προέκυψαν τα «διακατεχόμενα»

ΜΕΓΑΛΕΣ εκτάσεις δασικής γης, οι οποίες λόγω του χαρακτήρα τους είχαν εξαιρεθεί από τον αναδασμό της γης που πραγματοποιήθηκε υπέρ των ακτημόνων και των προσφύγων με νόμο του Ελευθερίου Βενιζέλου το 1927, αποτέλεσαν τα χρυσά οικόπεδα που διεκδικούνται ως διακατεχόμενα από ιδιώτες, μοναστήρια και άλλους επίδοξους «ιδιοκτήτες».

Οι εκτάσεις αυτές απεικονίζονται σε χάρτες, οι περισσότεροι από τους οποίους χρησιμοποιούνται και σήμερα από τα δασαρχεία. Ο δημόσιος χαρακτήρας ορισμένων εκ των εκτάσεων που εξαιρέθηκαν κατά τη διανομή του 1927 αμφισβητήθηκε μεταγενέστερα από ιδιώτες. Ετσι προέκυψαν τα «διακατεχόμενα», δηλαδή κομμάτια δημόσιας δασικής γης η οποία διεκδικείται από ιδιώτες που ασκούν δικαιώματα χρησικτησίας, όπως ξύλευση, βόσκηση κ.ά.

Οι τίτλοι τους, που εν πολλοίς θεωρούνται διάτρητοι, περιγράφονται σε οθωμανικά χοτζέτια, όχι ακριβώς… κανονικά. Και αυτό γιατί δεν είχαν δηλωθεί ως όριζε ο νόμος του 1834 του Καποδίστρια. Επρόκειτο, εξηγούν όσοι έχουν ερευνήσει την προέλευσή τους, για τίτλους που οι εμφανιζόμενοι ως ιδιοκτήτες κατήρτισαν εκ των υστέρων, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις της πάλαι ποτέ επικράτειας της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προκειμένου να κατοχυρώσουν γη που δεν τους ανήκε. Οι ενδιαφερόμενοι ταξίδευαν μέχρις εκεί για να βρουν κάποιον «συνταξιούχο» ο οποίος είχε αξιώματα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο οποίος τους έφτιαχνε τους πλαστούς τίτλους που χρειάζονταν, με το αζημίωτο φυσικά..

Το δάσος του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου

Η ΥΠΟΘΕΣΗ του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου Κορασίδων, που διεκδίκησε έκταση δάσους 26.000 στρεμμάτων θεωρείται από τις πιο χαρακτηριστικές υποθέσεις εκχώρησης δικαιωμάτων του Δημοσίου σε ιδιώτη, τουλάχιστον κατά την περίοδο πριν από το ξέσπασμα του σκανδαλωδών μεταβιβάσεων μεταξύ Δημοσίου και Μονής Βατοπαιδίου. Η συνολική έκταση που κατέχει σήμερα το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο είναι 35.000 στρέμματα δασικής γης που εκτείνεται στη Βορειοανατολική Αττική καλύπτοντας περιοχές σε Καπανδρίτι, Μαλακάσα, Μήλεσι, Σκάλα Ωρωπού, Νέα Παλάτια, Συκάμινο, Χαλκούτσι, Μαρκόπουλο. Από τα 35.000 στρέμματα τα 26.000 ήταν δασικά, στη συνέχεια χαρακτηρίστηκαν ως «διακατεχόμενα» και το 1995 πέρασαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση στην ιδιοκτησία του Αμαλιείου.

Η αρχή της διεκδίκησης σε βάρος του Δημοσίου έγινε στις 24 Οκτωβρίου 1984 με την κατάθεση αναγνωριστικής αγωγής κατά του ελληνικού Δημοσίου. Το Αμαλίειο στηρίχθηκε σε οθωμανικά χοτζέτια από τα οποία προέκυπτε ότι ιδιοκτήτης των περιοχών ήταν οΙωάννης Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος στη συνέχεια μεταβίβασε τις εκτάσεις σε σύζυγο και παιδιά και εκείνα με τη σειρά τους τις μεταπώλησαν στονΑνδρέα Συγγρό. Ο Ανδρέας Συγγρός τις κληροδοτεί στο Αμαλίειο με ιδιόγραφο κωδίκελλο που κατήρτισε το 1897. Δύο χρόνια μετά, το 1899, ο Συγγρός πεθαίνει και οι δασικές εκτάσεις περνούν στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο. Ωστόσο έχοντας στα χέρια του μόνο αμφιλεγόμενους τίτλους, το Αμαλίειο καταθέτει το 1981 αναγνωριστική αγωγή επικαλούμενο και χρησικτησία.

Στο Πρωτοδικείο εμφανίζεται ως μάρτυρας υπέρ του Δημοσίου ο τότε διευθυντής Προστασίας Δασών κ. Ελευθέριος Φραγκιουδάκης, μιλώντας για στοιχεία που υπάρχουν στα Αρχεία του Κράτους, τα οποία είχε παραδώσει σε φωτοαντίγραφα στον δικηγόρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αλλά τα στοιχεία αυτά ουδέποτε κατατέθηκαν επισήμως στο δικαστήριο από τους νομικούς εκπροσώπους του κράτους.

Ετσι το Δημόσιο χάνει πανηγυρικά με την υπ΄ αρ. 9512/1992 απόφαση του Πρωτοδικείου τα δικαιώματά του και η ήττα του επικυρώνεται με τις εφετειακές αποφάσεις 7401/93 και 835/1995 του Αρείου Πάγου. Τα άλλοτε δημόσια δάση είναι πλέον του Αμαλιείου. Δεν εμπίπτουν στις διατάξεις περί δημοσίων δασών, πριν από μερικά χρόνια κάηκαν και για την τεχνητή αναδάσωσή τους πρέπει τώρα να συναινέσει το Αμαλίειο, ως νόμιμος ιδιοκτήτης.