O τρόπος με τον οποίο τα ανεπτυγμένα κράτη προσπαθούν τις τελευταίες εβδομάδες να αντιμετωπίσουν την οξύτατη πιστωτική, καταναλωτική και, πλέον, εργασιακή κρίση αναδεικνύει το πραγματικό δομικό και συστημικό πρόβλημα. Μετά την, κατά πολλούς κοντόφθαλμη και άστοχη, προσπάθεια εξευμενισμού των χρηματαγορών, η δημόσια συζήτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη αλλά και την Ελλάδα, επικεντρώνεται στη σωτηρία βασικών πυλώνων της πραγματικής οικονομίας, όπως οι τράπεζες και οι αυτοκινητοβιομηχανίες.

Οι πολίτες βρίσκονται μπροστά στο εκβιαστικό δίλημμα: σωτηρία των υπαρχουσών δομών και επιχειρήσεων (με δημόσιο χρήμα) ή χάος (με δημόσιο κόστος). Μετά το πακέτο των $700 δισ. για τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας, η Γε ρουσία τώρα συζητάει ένα επιπλέον πακέτο επείγουσας βοήθειας μεγέθους $25 δισ. για τη διάσωση των αυτοκινητοβιομηχανιών. Με απλά λόγια, όταν οι επιχειρήσεις παίρνουν ρίσκα και επιτυγχάνουν, τότε τα κέρδη ωφελούν τους μετόχους και τα ανώτατα στελέχη τους- όταν οι ίδιες επιχειρήσεις αποτυγχάνουν, τα κόστη μετακυλίονται στους φορολογούμενους.

Οι αδυναμίες και τα προκλητικά παράδοξα του συστήματος είναι προφανή σε όλους. Η κρίση αυτή αποτελεί όντως τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη ευκαιρία πραγματικής μεταρρύθμισης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εκλογή και παγκόσμια αποδοχή του Μπαράκ Ομπάμα, οι κινήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπό τη δυναμική ηγεσία του Σαρκοζί και η συνειδητοποίηση από μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινής γνώμης ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει» μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν τη δομή του συστήματοςπρος όφελος του δημοσίου συμφέροντος, των καταναλωτών και των πολιτών.

Σε αντίθεση όμως με αυτό που πολλοί πιστεύουν, τα χρονικά περιθώρια για τη λήψη και πραγματοποίηση τέτοιων δομικών αποφάσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Το δημόσιο συμφέρον πρέπει να διασφαλίζεται πριν από κάθε ενέργεια (έστω και προσωρινής) στήριξης ή διάσωσης κλάδων της βιομηχανίας ή των υπηρεσιών. Η έκδοση λευκών επιταγών και πακέτων σωτηρίας με δημόσιο χρήμα χωρίς την ταυτόχρονη λήψη αυστηρών μέτρων και προϋποθέσεων που θα θέτουν τη λειτουργία των αγορών σε νέα βάση, δεν επιβαρύνουν μόνο τον κρατικό προϋπολογισμόστέλνουν το εντελώς λάθος μήνυμα για τις μακροπρόθεσμες απαιτήσεις και προσδοκίες των πολιτών και των καταναλωτών. Οι ως τώρα κινήσεις σε Αμερική και Ευρώπη δεν αφήνουν περιθώρια για επανάπαυση. Τα τρία μεγάλα κόμματα της Βρετανίας έχουν επιδοθεί τις τελευταίες ημέρες σε έναν πρωτόγνωρο αγώνα λαϊκισμού με αντικείμενο το πόσο ευρεία θα είναι η περικοπή των φόρων ώστε να ενισχυθεί η κατανάλωση. Στην Αμερική πολλοί αναλυτές βλέπουν ως μόνη ελπίδα εξόδου από την κρίση την επιστροφή των καταναλωτών στα μαγαζιά. Ωστόσο η συγκεκριμένη άποψη είναι προβληματική. Ακόμη και αν επιτευχθεί βραχυπρόθεσμη αύξηση της κατανάλωσης (υπόθεση εξαιρετικά αμφισβητήσιμη δεδομένου ότι πολλοί ίσως επιλέξουν να αποταμιεύσουν τις λιγοστές φοροεπιστροφές), τα δημόσια έσοδα θα μειωθούν, το χρέος και το έλλειμμα θα αυξηθούν και οι ίδιοι οι φορολογούμενοι θα κληθούν εν τέλει να επιστρέψουν τα χρήματα αυτά έπειτα από λίγο καιρό.

Η απέλπιδα προσπάθεια των δυτικών κυβερνήσεων να μοιράσουν το δημόσιο χρήμα σε επιχειρήσεις και φορολογούμενους μπορεί να ερμηνευθεί ως χείρα βοηθείας σε μια στιγμή κρίσης- ή και ως ένδειξη ανευθυνότητας, ανασφάλειας και έλλειψης σχεδίου για το πώς το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ίδια του τα εργαλεία ούτως ώστε να χτίσει πιο γερή οικονομία.

Ο κ. Ρωμανός Γεροδήμος είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βournemouth και πρόεδρος του τομέα Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης (Greek Ρolitics Specialist Group) της Βρετανικής Εταιρείας Πολιτικών Σπουδών (Ρolitical Studies Αssociation).