Στον χώρο του Νεκρομαντείου στον Αχέροντα, μία ώρα περίπου με αυτοκίνητο βορείως της Πρέβεζας, υπάρχει υπόγεια αίθουσα κατασκευασμένη πριν από 2.400 χρόνια περίπου και όπως έδειξαν οι σχετικές μετρήσεις πρόκειται για έναν εξαιρετικής κατασκευής ανηχοϊκό θάλαμο. Το εκπληκτικό είναι ότι για να καθοριστούν σήμερα οι διαστάσεις μιας τέτοιας αίθουσας, προτού καν χτιστεί, χρησιμοποιούνται πανάκριβα μηχανήματα και υπολογιστικά πακέτα, ενώ τότε βέβαια δεν υπήρχαν όλα αυτά τα εργαλεία. Ακόμη πιο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει ο λόγος για τον οποίο είχε κατασκευαστεί ένας τέτοιος υπόγειος θάλαμος. Στο κυνήγι των πνευμάτων
Εφθασα στον Αχέροντα με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ μια Κυριακή απόγευμα, με τον ήλιο να καίει τον ουρανό και μαζί τους καταπράσινους αγρούς γύρω μου. Ομολογώ ότι δεν είχα κάνει την παραμικρή προετοιμασία σε σχέση με τον χώρο όπου βρέθηκα. Οι «άλλοι» όμως φθάνοντας από τη Νότια Ελλάδα, αναπλέοντας τις εκβολές του Αχέροντα για να βρεθούν στην Αχερουσία λίμνη, προετοιμάζονταν στη διαδρομή τους αυτή από ένα τοπίο πνιγμένο στις καλαμιές, στις ιτιές, στις λεύκες, με τα κλαδιά τους γεμάτα αηδονοφωλιές, ένα μέρος γεμάτο κουνούπια και ελονοσία, ενώ μια ομίχλη σκέπαζε συνήθως τον χώρο. Στο βάθος, στην κορυφή ενός λόφου, πάνω από τη συμβολή τριών ποταμών, γκρίζο και στιβαρά στηριγμένο σε τοίχο με πάχος πάνω από τρία μέτρα ξεπροβάλλει τελικά ένα διώροφο ιερό, σκυθρωπό και αποτρεπτικό στην πρώτη προσέγγιση, να δεσπόζει στον χώρο από τον οποίο θεωρούσαν ότι κατέβαινες στον Αδη. Ή ότι τουλάχιστον ήταν πιο εύκολο από αυτό το μέρος να επικοινωνήσεις με τους κατοίκους του Κάτω Κόσμου. Το Νεκρομαντείο του Αχέροντα ήταν το πιο φημισμένο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Τα περισσότερα ευρήματα αντιστοιχούν στην εποχή της μεγάλης ακμής του, στον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Ο Ηρόδοτος μας λέει ότι αυτό υπήρχε ακόμη και στον 8ο αι. π.Χ., ενώ έχουμε αναφορές για τον χώρο και σε μια ραψωδία της Οδύσσειας (Νεωνία) και στις ραψωδίες κ΄ και λ΄ της Ιλιάδος.

Αυτοί λοιπόν οι «άλλοι» της αρχαίας εποχής δεν θα μπορούσαν να βρεθούν έτσι απροετοίμαστοι σε οποιοδήποτε σημείο του νεκρομαντείου όπως εμείς σήμερα. Ο για πολλά χρόνια μελετητής του χώρου δρ Χαράλαμπος Γκούβας γράφει: «Σε αυτό το ιερό νεκρομαντείο κατέφευγαν οι αρχαίοι προσφέροντας χοές στους νεκρούς για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές και να πάρουν διάφορες πληροφορίες ύστερα από κατάλληλη προετοιμασία στην οποίαν υποβάλλονταν από τους ιερείς του μαντείου. Η σωματική και ψυχική δοκιμασία κατά την πολυήμερη παραμονή στα ειδικά, χτισμένα στον χώρο, σκοτεινά δωμάτια, η απομόνωση, οι μαγικές πράξεις, οι προσευχές και οι επικλήσεις, η περιπλάνηση στους σκοτεινούς διαδρόμους, η κοινή πίστη στην εμφάνιση των νεκρών δημιουργούσαν στον προσκυνητή την κατάλληλη ψυχική προδιάθεση. Σε αυτό συνέτειναν πολύ η ειδική δίαιτα (χοιρινό, στρείδια, κριθαρένιο ψωμί, δηλαδή τροφές σχετικές με τα νεκρόδειπνα, λούπινα, ενώ μάλλον πάθαινε και μια ελαφρά δηλητηρίαση από κουκιά που υποχρεωνόταν να τρώει επίσης), η κατάσταση ζάλης στην οποία περιερχόταν μετά την περιπλάνησή του σε έναν μικρό λαβύρινθο στην είσοδο και η χρήση με σύστημα γραναζιών ειδώλων ανερχομένων και κατερχομένων που εμφανίζονταν από το τίποτα στους πιστούς από τον πρώτο όροφο που δεν έχει διασωθεί».

Μετρώντας τον Κάτω Κόσμο
Στον 21ο αιώνα δεν υπάρχει λίμνη Αχερουσία, αλλά ούτε κουνούπια και ελονοσία, στη θέση της έχουν δημιουργηθεί κατάφυτοι αγροί, οι τρεις ποταμοί μόλις που διακρίνονται από τον λόφο του ιερού, έχουν φυτευτεί πεύκα και κυπαρίσσια γύρω από τα ερείπια όταν ακόμη γίνονταν οι ανασκαφές, μεταξύ 1958 και 1964, όντας το πρώτο ιερό και μαντείο των θεών του Κάτω Κόσμου που έγινε γνωστό. Μόλις σήμερα όμως έχουμε στα χέρια μας άλλη μια απόδειξη των εκπληκτικών γνώσεων που διέθεταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης. Δύο έλληνες μηχανικοί, ο Βασίλης Ζαφρανάς, ηλεκτρονικός- ηλεκτρολόγος μηχανικός και ο αρχιτέκτοναςσύμβουλος ακουστικής Παναγιώτης Καραμπατζάκης, ξεκίνησαν μια μεγάλη σειρά μετρήσεων για τη διερεύνηση των ακουστικών ιδιοτήτων μιας κατάκλειστης υπόγειας αίθουσας κάτω από το ισόγειο κτίριο με τους κοιτώνες και τις αποθήκες.

Χρησιμοποίησαν έναν φασματικό αναλυτή RΤΑ συνδεδεμένο με ηλεκτρονικό υπολογιστή και τα σήματα για τη μελέτη της ακουστικής συμπεριφοράς του χώρου τα έδινε τελικός ενισχυτής μονομπλόκ και ένα δωδεκάεδρο ηχείο για να διαχέεται ο ήχος όσο το δυνατόν πιο σφαιρικά. Οπως λοιπόν για πρώτη φορά είχε παρατηρήσει μόνο με το αφτί ο Βασίλης Ζαφρανάς και επιβεβαίωσαν τελικά οι μετρήσεις, ο χρόνος αντήχησης στην υπόγεια αυτή αίθουσα είναι ασυνήθιστα χαμηλός σχεδόν για όλη την έκταση των ήχων που πιάνει το ανθρώπινο αφτί, μάλιστα πολύ χαμηλότερος από όσο θα ανέμεναν οι ειδικοί για χώρους αναλόγων διαστάσεων και υλικών. Το υλικό του υπόγειου αυτού χώρου, που απαιτεί το κατέβασμα με μια παλιά σιδερένια σκάλα με δεκαπέντε τουλάχιστον σκαλοπάτια, είναι από πωρόλιθο με πόρους που καταλαμβάνουν περίπου το 10% του όγκου του, ασβεστολιθικής σύστασης και κιτρινωπό (με πυκνότητα 1.730 χιλιογράμμων ανά κυβικό μέτρο).

Τα μαγικά τόξα

Μια άποψη της υπόγειας αίθουσας η οποία έδινε την ακουστική εντύπωση ότι κάποιος είχε ήδη φθάσει κοντά και επικοινωνούσε με τους κατοίκους του Αδη. Τα τόξα που διατρέχουν την οροφή και τους τοίχους δημιουργώντας τους ενδιάμεσους χώρους στην οροφή, όπου γίνονταν πολλαπλές ανακλάσεις και χανόταν η ηχητική ενέργεια, είναι υπεύθυνα σε μεγάλο βαθμό για τη μετατροπή της σε ανηχοϊκό θάλαμο

Το πιο αξιοπρόσεκτο στην αίθουσα, τη λαξευμένη στον βράχο, είναι τα δεκαπέντε πρόσθετα τόξα από το ίδιο υλικό που διατρέχουν την οροφή και φθάνουν, κατά μήκος των τοίχων, ως το έδαφος. Φτιάχνοντας στον υπολογιστή ένα όσο γίνεται πιο πιστό αντίγραφο της αίθουσας με τα χαρακτηριστικά τόξα της, βρίσκουμε ότι σε όγκο είναι περίπου 264 κυβικά μέτρα και η ολική της επιφάνεια εξαιτίας των τόξων αυτών αυξάνεται κατά πολύ φθάνοντας τα 421 τετραγωνικά μέτρα. Οταν λοιπόν διαιρεθεί ο όγκος διά της ολικής επιφανείας παίρνουμε τον αριθμό 0,63 που είναι μικρότερος από τη μονάδα. Στις συνηθισμένες σημερινές κατασκευές αιθουσών ο λόγος αυτός βγαίνει μεγαλύτερος από τη μονάδα και κατά μέσο όρο βρίσκεται κοντά στο 1,35. Για όποιον έχει την εύλογη απορία για το ποια είναι η σημασία αυτής της σχέσης ανάμεσα στον όγκο και στην όσο γίνεται μεγαλύτερη ολική επιφάνεια του κάθε υπό εξέταση χώρου, πρέπει να κάνουμε κάποιες πράξεις ξεκινώντας από τον θεμελιώδη και ακόμη αποδεκτό από τους επιστήμονες της ακουστικής νόμο του Sabine, όπου ο χρόνος αντήχησης συνδέεται με τον όγκο και την επιφάνεια μιας αίθουσας. Από προσομοιώσεις σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές βγαίνει ότι αν εξασφαλιστεί σε χώρο όπου ισχύει η εξίσωση του Sabine η διαίρεση όγκου με επιφάνεια να δίνει αποτέλεσμα μικρότερο ή κοντά στο 0,5, ο χρόνος αντήχησης θα είναι πολύ μικρός. Ακόμη κι αν τα υλικά κατασκευής της αίθουσας είναι τόσο σκληρά όσο εδώ που έχουμε βράχο και πέτρινα τόξα πολύ κοντά μεταξύ τους. Αν σκεφθούμε λοιπόν ότι μάλλον και το σημερινό, αρκετά ανώμαλο, δάπεδο τότε θα ήταν σκεπασμένο με κάποιο άλλο πιο απορροφητικό υλικό, ενώ υφάσματα στους τοίχους, άχυρο, άμμος, θα είχαν και αυτά τη συμμετοχή τους στην απόσβεση του ήχου, τότε φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι σε μια τέτοια αίθουσα οι ήχοι θα είχαν σχεδόν μηδενική αντήχηση. Δηλαδή, αν και βαθιά μέσα στη γη, θα ήταν σαν να ήμαστε σε υπαίθριο χώρο, όπως στην άκρη ενός γκρεμού, όπου οι φωνές μας δεν επιστρέφουν στα αφτιά μας ύστερα από ανάκλαση σε κάποια επιφάνεια!

Το σκοτεινό βασίλειο
Η υπόγεια αυτή αίθουσα λοιπόν έκανε στην πραγματικότητα, όπως θα έλεγε κάποιος της ακουστικής, «εξομοίωση ανοικτού χώρου», δηλαδή αν και βρισκόσουν σε έναν περίκλειστο χώρο οι κατασκευαστές είχαν καταφέρει, με χρόνους αντήχησης, μετρημένους σήμερα, από 0,3 ως 0,4 του δευτερολέπτου, να σου δίνεται η εντύπωση ότι γύρω σου είναι το απέραντο κενό. Σε αυτό βοηθούν και τα τόξα, διότι στην οροφή δημιουργούν πολύ σοφά θέσεις-παγίδες όπου φθάνοντας τα ηχητικά κύματα υφίστανται πολλαπλές ανακλάσεις χάνοντας πολλή από την έντασή τους προτού επιστρέψουν και είναι σαν να αιχμαλωτίζονται εκεί για κάποιο διάστημα ώσπου να χάσουν στην πλειοψηφία τους την έντασή τους.

Εκτός όμως και από τις μετρήσεις του χρόνου αντήχησης καταγράφηκαν και οι στάθμες θορύβου βάθους, δηλαδή το τι ακούγεται αν κάποιος μένει τελείως ακίνητος και αφουγκράζεται το τι γίνεται γύρω του. Βρέθηκε λοιπόν μια τιμή κοντά στα 13 decibel όταν σε τεχνητά κατασκευασμένους χώρους έχουμε τουλάχιστον 22 decibel, και αυτά τα 13 decibel μετρήθηκαν σε έναν χώ ρο όπου υπάρχει τώρα το μόνιμο άνοιγμα της σκάλας καθόδου, όπως και κάποιες οπές προς τα επάνω, απομεινάρια κάποιων αδέξιων ανασκαφών. Αρα στην παλιά εποχή στον χώρο θα βασίλευε ακόμη μεγαλύτερη σιγή.

Οπως παρατηρούν οι δύο μηχανικοί στη σχετική εργασία τους, παρουσιασμένη και στο Συνέδριο Ακουστικής στην Ξάνθη, τον προηγούμενο μήνα: «Η αντίληψη του ανθρώπου για κάποιον δεδομένο χώρο σχηματίζεται κυρίως από δύο αισθήσεις, την όραση και την ακοή. Επικουρικά μπορεί να συμβάλει και η αίσθηση της αφής ή γενικότερα της επαφής με τον χώρο. Οταν η αίσθηση της όρασης απουσιάζει (όπως όταν βρισκόμαστε σε έναν κατασκότεινο χώρο), μοναδικά κριτήρια για την εκτίμηση του χώρου είναι η ακοή και η αφή. Οταν λόγω καθήλωσης σε ένα σημείο κάποιος στερείται και τη δυνατότητα της ψηλάφησης, μένει η ακοή που μέσω αυτής θα ταξινομηθεί ο χώρος σαν ανοικτός ή κλειστός». Στην αρχαία εποχή επικρατούσε η άποψη για τα τρία βασίλεια. Αυτό του πραγματικού κόσμου με βασιλιά τον Δία, εκείνο του υδάτινου κόσμου με δεσπόζουσα μορφή αυτή του Ποσειδώνα και τέλος το βασίλειο του Κάτω Κόσμου με κυρίαρχο τον Αδη. Ο υπόγειος αυτός κόσμος θεωρούνταν ότι ήταν περίπου σαν τον πραγματικό σε σχέση με τις αισθήσεις μας.

Στο κλασικό «Εγχειρίδιο Ακουστικής» του Α. Εverest από το 1998 αναφέρεται ότι αν μείνει για ώρα κάποιος μέσα σε έναν ανηχοϊκό θάλαμο τότε «η σιωπή ύστερα από μισή ώρα αρχίζει να πιέζει. Ανακαλύπτονται νέοι ήχοι που προέρχονται από το ίδιο μας το σώμα. Στην αρχή το δυνατό χτύπημα της καρδιάς μας που συνέρχεται από τη νέα κατάσταση. Περνά μία ώρα, ακούγεται το αίμα μέσα στις φλέβες μας. Τέλος αν τα αφτιά μας είναι λίγο τεντωμένα η υπομονή μας ανταμείβεται από έναν παράξενο σφυριχτό ήχο. Τι είναι αυτό; Είναι ο ήχος των σωματιδίων του αέρα που χτυπούν στα τύμπανά μας. Η κίνηση των τυμπάνων, που είναι αποτέλεσμα αυτού του σφυριχτού ήχου, είναι απίστευτα μικρή, μόνο το ένα εκατοστό του εκατομμυριοστού του εκατοστού του μέτρου ή το ένα δέκατο της διαμέτρου του υδρογόνου».

Αρχαίοι Κόπερφιλντ

Στα πιθάρια σώζονται ακόμη υπολείμματα των προσφορών που έφερναν οι επισκέπτες

Στον χώρο του νεκρομαντείου βρέθηκαν εκτός από τους σπόρους και τα καμένα κόκαλα των διαφόρων ζώων που προσφέρθηκαν, κάποια σπαράγματα μηχανισμών ανεβάσματος και κατεβάσματος αντικειμένων με τη βοήθεια τροχαλιών και ένα πιθάρι-λουτήριο για το πλύσιμο των χεριών. Ο άνθρωπος που κατέβαινε «κάτω» άκουγε από τον ιερέα-οδηγό θαυμαστές διηγήσεις, ακατάληπτες δεήσεις, έκανε λουτρό για να μην τον βλάψει η επαφή με τους νεκρούς, έριχνε προς τα δεξιά του σε έναν λιθοσωρό τη δική του αποτρόπαια πέτρα και έπλενε τα χέρια του στο μεγάλο πιθάρι που σώζεται ακόμη. Μετά έμπαινε στο βόρειο δωμάτιο για την τελική προετοιμασία. Στον χώρο του νεκρομαντείου σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει και τον κ. Σπύρο Ράπτη, έναν άνθρωπο δεμένο με τον χώρο, πρόθυμο να δώσει όσες πληροφορίες μπορεί να ξέρουμε σήμερα σχετικά με το τι γινόταν εκεί μέσα τότε. Πέρα λοιπόν από την πιο απλή εκδοχή που είναι ότι οι ιερείς είχαν στήσει εκεί μια προσοδοφόρα επιχείρηση εξαπάτησης αφελών που πίστευαν ότι από εκεί, από τον πιο κοντινό στις πύλες του Αδη χώρο, θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους χαμένους για πάντα αγαπημένους τους κατεβαίνοντας στην ανηχοϊκή κρύπτη, την κατάλληλα διακοσμημένη και εξοπλισμένη με τους μηχανισμούς ανεβάσματος και κατεβάσματος διαφόρων ειδώλων, ενώ οι ιερείς κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε διπλούς τοίχους κάνοντας διάφορα σαν να ήταν πρόγονοι του «μάγου» Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, ο κύριος Ράπτης προσφέρει και μια πιο αξιοπρεπή για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής εκδοχή.

Μπορεί, λέει, κάποιοι να έφθαναν ως εκεί για να συναντήσουν τους αποβιώσαντες δικούς τους αλλά και άλλοι έφθαναν εκεί με σκοπό να μυηθούν σε διάφορα μυστήρια μέσα από διάφορες τελετές, όπου και η υπόγεια αίθουσα έπαιζε τον ρόλο της. Αλλωστε ακόμη και σήμερα καταφθάνουν στον χώρο ομάδες με σκοπό όχι μόνο να τον δουν αλλά και να κάνουν κάποιες δικές τους τελετές μύησης. Ο χώρος, αν και γυμνός τελείως σήμερα, ασκεί παρ΄ όλα αυτά μια γοητεία σε ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Οσο κι αν σε πρώτη προσέγγιση η σκέψη της παρουσίας ηλεκτρονικών μηχανημάτων σε έναν χώρο λατρείας μάς κάνει να νιώθουμε λίγο άβολα, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η παρατηρητικότητα και οι μετρήσεις των δύο ελλήνων μηχανικών, που με επιμονή ασχολήθηκαν με το θέμα για αρκετό καιρό, μας αποκάλυψαν κάτι σημαντικό. Οτι κοντά στις γνώσεις των αρχαίων που αποκαλύπτονται χάρη στη θαυμαστή κατασκευή του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, στον μοναδικό τρόπο δόμησης του Παρθενώνα ή στην καταπληκτική αρχιτεκτονική των θεάτρων, μπορούμε να προσθέσουμε και γνώσεις ακουστικής που σήμερα εμείς μόνο με τη βοήθεια προχωρημένων μηχανημάτων τις προσεγγίζουμε.