Είκοσι έξι πιτσιρικάδες και πιτσιρίκες της έκτης τάξης σε ένα σχολείο του Αλίμου πριν από λίγα χρόνια γνώρισαν τον τόπο τους ψάχνοντας γι΄ αυτόν. Ακουσαν ιστορίες από ανθρώπους που μεγάλωσαν στον παραλιακό δήμο και έκαναν επισκέψεις σε διάφορες τοποθεσίες της περιοχής. Ηταν η τάξη Στ2 του 3ου Δημοτικού Σχολείου Αλίμου, που το 2002, με υπεύθυνη δασκάλα την κυρία Ιωάννα Μικρογιαννάκη, περιδιάβασαν τον τόπο τους και έγραψαν, ανάμεσα σε άλλα, και για την παραλία τους μέσα από τις διηγήσεις παλιών κατοίκων. Δείτε μέσα από την περιγραφή τους (http: //homepages.pathfinder. gr/s-3ds-alimos/home.

htm) το παραλιακό Καλαμάκι όπως ήταν κάποτε:

«Δ έκα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα ήταν μια παρθένα ακτή που ξεκινούσε από το ρέμα της Πικροδάφνης (γεμάτο τότε νερό) και τελείωνε στο ακρωτήρι του Αγίου Κοσμά.

Ηταν ένα κομμάτι του Σαρωνικού όλο μαγεία. Είχε άγρια ομορφιά και ήταν γεμάτο σπηλιές και βράχια. Το κλίμα του, μεσογειακό και ξηρό, όλο υγεία. Σε τέσσερα σημεία της ακτής το κύμα έστρωνε μια ψιλή χρυσή άμμο και σχημάτιζε τις αμμουδιές της Πικροδάφνης, του Γεμενάκη, του Ζέφυρου και του όρμου του Αλίμου. Αυτό ήταν το παραλιακό Καλαμάκι.

Το φρέσκο ψάρι και τα ποικίλα θαλασσινά που έβγαζε η περιοχή ήταν αιτία να ξεφυτρώσουν τα πρώτα ταβερνάκια, φτιαγμένα από δραστήριους επαγγελματίες. Είχαν πίστη και θέληση να ριζώσουν στον τόπο, πράγμα που πέτυχαν.

Παράλληλα με αυτούς τους μερακλήδες της θάλασσας, Αθηναίοι και Πειραιώτες με περισσή οικονομική άνεση έχτισαν τις βίλες τους. Οι πιο τρανοί στην παραλία ήταν οι Λογοθετόπουλος, Παπαστράτος, Τσόχας κ.ά. Επίσης πέρα από τον δημόσιο δρόμο οι Τσούχλος, Κράλλης, Δρακόπουλος κ.ά. Τέλος, ήρθε και η σειρά της κοινότητας να πάρει το μερτικό της από την εκμετάλλευση του ωραίου αυτού παραλιακού χώρου και δημιούργησε τρία θαλάσσια λουτρικά συγκροτήματα: της Πικροδάφνης, τα Κεντρικά και του Αλίμου. Με τη δημιουργία των τριών αυτών εγκαταστάσεων η κοινότητα βρήκε έναν σημαντικό οικονομικό πόρο. Με τα έσοδα αυτά είχε τη δυνατότητα να νοικοκυρεύει το εσωτερικό της και να δίνει δουλειά στους κατοίκους της που δούλευαν για πολλά χρόνια ως λουτροκόμοι. (…) Με το πέρασμα των χρόνων οι κάτοικοι πλήθαιναν και άλλαζαν τη μορφή του Καλαμακίου μετατρέποντάς το σε επαγγελματικό χώρο. Σε κάθε μέτρο της παραλίας άνοιγε και μια ψαροταβέρνα ή εστιατόριο ξεπερνώντας σε κίνηση και το Τουρκολίμανο, πράγμα που ύμνησε και ο ρεμπέτης Απ. Χατζηχρήστος στον “Αμαξά” του (“Τράβα, τράβα, καροτσέρη, τράβα και στο Καλαμάκι κόψε για ουζάκι”).

Τα χρόνια εκείνα που η παραλία μας ήταν σπαρμένη με ταβέρνες, τα βραχάκια σε όλο το μήκος της ακτής ήταν γεμάτα όστρακα, αχινούς, πεταλίδες και στρείδια. Συνηθισμένη ήταν και η εικόνα των πελατών που κάθονταν στα τραπεζάκια φορώντας το μαγιό τους. Οποτε ήθελαν βουτούσαν στη θάλασσα για 5-10 λεπτά και επέστρεφαν με τη σακούλα γεμάτη θαλασσινά για τον μεζέ του ούζου. Γραφικότατο και ρομαντικότατο το καλοκαιρινό βράδυ στο Καλαμάκι από το 1920 ως το 1954, να ατενίζεις μια παραλία σπαρμένη στη σειρά με φωτάκια από τα κέντρα του Καλαμακίου. Είχε φτάσει μια εποχή που ξεπερνούσαν τα 50 μαγαζιά. Ας επιχειρήσουμε να θυμηθούμε μερικά από αυτά. Σαν κάτι που ήταν και δεν είναι πια.

Ο “Ποσειδών” του Γεωργίου Γκούμη. Ο ιδιοκτήτης ήταν φανατικός φιλελεύθερος και όποτε περνούσε την τότε παραλιακή λεωφόρο ο Σοφοκλής Βενιζέλος έστηνε με φοίνικες αψίδα θριάμβου. Γι΄ αυτή του την “αγωνιστικότητα” όταν ήρθαν στην εξουσία οι Φιλελεύθεροι τον διόρισαν πρόεδρο της κοινότητας (1949-1951). Ο “Μποέμ” που προτιμούνταν από τους καλλιτέχνες της Λυρικής Σκηνής. Το “Μπαρμπούνι” της Καλλιοπάρας, όπως το ΄ξερε τότε ο κόσμος. Μαζί με τον άντρα της Αντώνη θησαύρισαν εκείνη την εποχή γιατί στο εστιατόριό τους έτρωγαν βασιλιάδες, πρίγκιπες, διπλωμάτες και πολιτικοί. Η Καλλιοπάρα υποδεχόταν τους πελάτες της ντυμένη νησιώτισσα βαστώντας τη ρόκα της και γνέθοντας μαλλί. Ο “Ζέφυρος”, σήμερα στη θέση αυτή είναι τα λουτρά του ΕΟΤ, Ακτή Αλίμου. Η “Αρζεντίνα”, το φημισμένο καμπαρέ της παλιάς εποχής. Ολα αυτά τα μαγαζιά δημιουργήθηκαν σταδιακά ως το 1954. Τη χρονιά αυτή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τότε υπουργός Δημοσίων Εργων, κατεδάφισε τα παραλιακά για την αξιοποίηση του όλου χώρου και τη διάνοιξη- διαπλάτυνση της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Β΄, όπως λεγόταν τότε η σημερινή Ποσειδώνος. (…) Πρώτος και αρχαιότερος ψαράς στον τόπο ήταν ο Γεώργιος Μινογιάννης. Ψάρευε στην περιοχή μας από το 1911. Από τους πρώτους με μόνιμο στέκι στη θάλασσα μπροστά από το “Μπαρμπούνι” της Καλλιοπάρας ο Θόδωρος Βατίστας. Ο Ηλίας Ανδρειόπουλος διαλαλούσε τα όστρακά του γαλλιστί “φρουί ντε λα μερ” (φρούτα της θάλασσας). Μια ξεχωριστή περίπτωση ήταν η Γεωργία Πανταζή. Παιδούλα 19 ετών, αδελφή της οικονομημένης μα τσιγκούνας Καλλιοπάρας, πουλούσε θαλασσινά για να τα βγάλει πέρα. Υπήρχαν και πολλοί ερασιτέχνες ψαράδες με μεγάλες επιτυχίες. Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Νίκο Μαυρικάκη, μηχανικό αεροπλάνων, με τρόπαιο μια σφυρίδα 25 κιλών. Τα μαγαζιά της παραλίας περιέρχονταν και οι φιστικάδες. Ηταν και αυτοί μόνιμοι κάτοικοι του τόπου μας, με οικογένειες που πορεύονταν και μεγάλωναν τα παιδιά τους από την πώληση φιστικιών. Οι φιστικιές ευδοκιμούσαν στον τόπο μας. Και σήμερα ακόμη βλέπουμε φιστικόδενδρα σε πολλούς κήπους».