Ενα φάντασμα πλανάται πάνω από τον Περισσό – το φάντασμα των «αντεπαναστατικών ανατροπών και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης» κατά τα έτη 1989-1991 στο πάλαι ποτέ σοσιαλιστικό στρατόπεδο και της ερμηνείας των αιτίων που οδήγησαν στην κατάρρευσή του. Δεκαεπτά χρόνια μετά το κλείσιμο του κύκλου επιβίωσης των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την αναδιάταξη του παγκόσμιου πολιτικού χάρτη, το ΚΚΕ οδεύει προς το 18ο Συνέδριό του (18-22 Φεβρουαρίου 2009) ανοίγοντας ίσως το πιο κρίσιμο κεφάλαιο στις πολιτικοϊδεολογικές και θεωρητικές επεξεργασίες του όσον αφορά τα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού κατά τον 20ό αιώνα. Η επιλογή της ηγετικής ομάδας να φέρει προς συζήτηση στο προσεχές συνέδριο το κεφαλαιώδες αυτό θέμα, ώστε να εξαχθούν τα συμπεράσματα από την εμπειρία της οικοδόμησης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», κινδυνεύει να μετατρέψει το ανώτατο αυτό κομματικό σώμα σε πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ηδη έχει ολοκληρωθεί σε όλες τις κομματικές οργανώσεις του ΚΚΕ η μελέτη και η συζήτηση του σχετικού κειμένου που έχει διαμορφώσει η Κεντρική Επιτροπή και το οποίο, αφού εμπλουτιστεί περαιτέρω, θα αποτελέσει τις θέσεις του ανώτατου καθοδηγητικού οργάνου προς το συνέδριο με τις εκτιμήσεις για την πορεία των σοσιαλιστικών καθεστώτων, που θα λάβουν κατόπιν μορφή επίσημης απόφασης. Το «Κείμενο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό», όπως είναι το τίτλος του, το οποίο έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», διακινήθηκε αυστηρά σε εσωκομματικό πλαίσιο, αριθμεί 50 σελίδες και είναι αποτέλεσμα μιας μακράς και επίπονης διαδικασίας συζητήσεων και μελέτης στο εσωτερικό του ΚΚΕ σε συνεργασία και με άλλα κομμουνιστικά κόμματα. Το 1995 διεξήχθη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για να διαμορφωθούν οι αρχικές εκτιμήσεις και τα πρώτα συμπεράσματα από την έρευνα για τα «αίτια της αντεπανάστασης», όπως ερμηνεύεται η πτώση των καθεστώτων. Ηταν ακόμη «ζεστά» τα γεγονότα της κρίσιμης τριετίας 1989-1991, τα οποία κορυφώθηκαν τον Δεκέμβριο του 1991 με την υποστολή της σημαίας της ΕΣΣΔ από την κορυφή του Κρεμλίνου. Εκτοτε το θέμα της επεξεργασίας της εμπειρίας από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση σε μια σειρά από χώρες εκκρεμούσε, ώσπου ο Περισσός αποφάσισε να ξεκινήσει σταδιακά την όλη διαδικασία. Επειτα από πολλές συζητήσεις και συναντήσεις με άλλα «αδελφά» κόμματα, τον Μάιο του 2007 ετέθη στα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ ένα κείμενο, το οποίο εγκρίθηκε ως βάση για την περαιτέρω επεξεργασία και ακολούθως πήρε τη σημερινή μορφή.


Το εσωκομματικό κείμενο έχει στο επίκεντρό του το σοβιετικό πρότυπο «ως πρωτοπόρας περίπτωσης στη διεθνή διαδικασία» και διαπνέεται από τη βαθιά πεποίθηση ότι «παρά τις αδυναμίες, τα λάθη και τις παρεκκλίσεις» τεκμηριώνεται ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας αυτών των κοινωνιών, σε αντίθεση με τις θεωρίες εκείνες που επιμένουν ότι επρόκειτο για ένα νέο εκμεταλλευτικό σύστημα ή μια μορφή του κρατικού καπιταλισμού. Επιπλέον, το ΚΚΕ αναπροσαρμόζει τις θεωρητικές προσεγγίσεις και αναλύσεις του σχετικά με το σοσιαλιστικό εγχείρημα του 20ού αιώνα, κάνοντας μια σαφή οριοθέτηση στην εξέλιξη της όλης διαδικασίας. Για το ΚΚΕ, λοιπόν, η συνεπής πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σταματά στον Ιωσήφ Στάλιν και από εκεί και πέρα σημειώνεται η «δεξιά οπορτουνιστική στροφή» με τον Νικίτα Χρουστσόφ, η οποία συνεχίζεται με τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ και κορυφώνεται με την «περεστρόικα» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.


Μια μικρή επιφύλαξη διατηρεί ο Περισσός σε ό,τι αφορά τη μικρή περίοδο του Γιούρι Αντρόποφ, η οποία προηγήθηκε της «περεστρόικας», καθώς το ΚΚΕ εντοπίζει κάποιες αναφορές στα επίσημα ντοκουμέντα του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ) «για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού».


Η ερμηνεία του ΚΚΕ για την ήττα του πανίσχυρου ΚΚΣΕ είναι ότι «από μια περίοδο και μετά, σταδιακά, το κόμμα έχασε τα επαναστατικά χαρακτηριστικά του και έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο κόμμα και στην εξουσία τη δεκαετία του 1980». Αυτή είναι η αφετηρία που προσεγγίζει την κατάρρευση των καθεστώτων αυτών «ως νίκη της αντεπανάστασης, ως ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ως κοινωνική οπισθοδρόμηση», προβάλλοντας το επιχείρημα πως «δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχθηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα επί Στάλιν, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού». Ο Περισσός απορρίπτει τον όρο κατάρρευση διότι, όπως αναφέρεται στο κείμενο, «υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση», η οποία εκδηλώθηκε στη βάση των «αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση».


* Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ


Για την περίφημη φάση της λεγόμενης «αποσταλινοποίησης», η οποία εγκαινιάστηκε από τον Νικίτα Χρουστσόφ στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 – τη χρονιά που στο ΚΚΕ καρατομήθηκε ο ηγέτης του και άλλοτε «αγαπημένο παιδί» των Σοβιετικών, ο Νίκος Ζαχαριάδης -, ο Περισσός θεωρεί ότι είναι η αρχή των δεινών, καθώς συμπεραίνει ότι «δεν εξασφάλισε την απαιτούμενη επαναστατική γραμμή, αλλά αντίθετα αποτέλεσε δεξιά οπορτουνιστική στροφή». Οπως αναφέρεται μάλιστα, «στο επόμενο (σ.σ.: μετά το συνέδριο) διάστημα παγιώθηκαν αναθεωρητικές και οπορτουνιστικές απόψεις στο κόμμα, με αποτέλεσμα σταδιακά να χάσει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά».


Αυτό είχε ως εξέλιξη, σύμφωνα με τις ερμηνείες του Περισσού, να κυριαρχήσουν τη δεκαετία του 1980 στην κομματική και κρατική ηγεσία της ΕΣΣΔ «οι προδοτικές αντεπαναστατικές δυνάμεις», ενώ «οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να τις αποκαλύψουν και να οργανώσουν την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης».


«Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο, επειδή σε αυτό διακηρύχθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων και κυρίως επειδή αποκρυσταλλώθηκαν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ» επισημαίνεται. Στο κυρίαρχο πεδίο της οικονομίας, όπου επικεντρώνεται όλο το βάρος των αναλύσεων του ΚΚΕ – σε αντίθεση με θέματα δημοκρατίας, συμμετοχής, διαφάνειας κτλ. -, «μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ σταδιακά υιοθετήθηκαν θεωρητικές προσεγγίσεις και πολιτικές επιλογές που θεωρούσαν ότι έπρεπε να αξιοποιηθεί η λειτουργία του νόμου της αξίας για την επίλυση των προβλημάτων, δηλαδή διευρύνθηκαν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στο όνομα διόρθωσης των αδυναμιών του κεντρικού σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων».


Ετσι εκτιμάται ότι «μέχρι τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό την καθοδήγηση του ΚΚ των μπολσεβίκων διαμορφώθηκε η βάση της νέας κοινωνίας: η σοσιαλιστική παραγωγή με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό και η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων». Από εκεί και πέρα θεωρείται ότι στη νέα φάση που εισήλθε μετά τον πόλεμο η σοσιαλιστική οικοδόμηση, το σοβιετικό κόμμα βρέθηκε ενώπιον «νέων απαιτήσεων και προκλήσεων», οι οποίες, όπως συμπεραίνεται, δεν αντιμετωπίστηκαν καθώς το 20ό Συνέδριο εξετράπη από την «απαιτούμενη επαναστατική γραμμή».


* Η κολεκτιβοποίηση της υπαίθρου


Η διαδικασία της αναγκαστικής κολεκτιβοποίησης της ρωσικής υπαίθρου, που επέβαλε ο Στάλιν, με την απαλλοτρίωση της αγροτικής γης και τη δημιουργία κολχόζ (αγροτικοί συνεταιρισμοί) και σοβχόζ (βιομηχανοποιημένοι συνεταιρισμοί), ερμηνεύεται από τον Περισσό ως σωστή. «Παρά τα λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας ήταν στη σωστή κατεύθυνση» αναφέρεται χαρακτηριστικά, καθώς «στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός) που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, που επικρατούσε τότε στην αγροτική οικονομία, σε κοινωνικοποιημένη παραγωγή». Οσον αφορά τη σύγκρουση που επέφερε στη ρωσική ύπαιθρο η κολεκτιβοποίηση, το ΚΚΕ θεωρεί ότι «η πορεία αυτή πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης κάτω από την αντίδραση των κουλάκων (σ.σ.: πλούσιοι γαιοκτήμονες) και στρωμάτων που επωφελήθηκαν από τη ΝΕΠ» (σ.σ.: τη Νέα Οικονομική Πολιτική που είχε εισαγάγει ο Λένιν και η οποία συνιστούσε μια πολιτική «προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό» μέσω της παραχώρησης ενός αριθμού επιχειρήσεων μόνο για χρήση σε καπιταλιστές, της ανάπτυξης του εμπορίου κτλ.). Και ότι η αντίδραση αυτή «εκδηλώθηκε με συγκεκριμένες ενέργειες σαμποτάζ της βιομηχανίας και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά».


* Οι εκκαθαρίσεις και οι δίκες της Μόσχας


Για τις μαζικές εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30 δεν γίνεται λόγος στο κείμενο, ενώ όσον αφορά τις περιβόητες δίκες της Μόσχας (1936-1938) που οδήγησαν στην εξόντωση των αντιπάλων του Στάλιν ουσιαστικά υιοθετούνται. Για τον Λέοντα Τρότσκι (σ.σ.: επιφανής επαναστάτης μπολσεβίκος και θεωρητικός του μαρξισμού, ο οποίος μετά τον θάνατο του Λένιν το 1924 ήλθε σε σύγκρουση με τον Στάλιν και εξορίστηκε από τη Σοβιετική Ρωσία, για να δολοφονηθεί το 1940 στο Μεξικό) επισημαίνεται ότι «θεωρούσε αδύνατη την επικράτηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία, την οποία εξαρτούσε αποκλειστικά από τη νίκη της επανάστασης σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης» και ότι «με την πλευρά των τροτσκιστών συντάχθηκε και η λεγόμενη «νέα αντιπολίτευση» με επικεφαλής τους Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ» (σ.σ.: στελέχη της μπολσεβικικής φρουράς που συντάχθηκαν με τον Τρότσκι και ακολούθως εξοντώθηκαν ως «συνωμότες» και «πράκτορες»). «Η αντιπαράθεση με τις απόψεις του Τρότσκι απασχόλησαν μια σειρά συνέδρια του ΚΚ μπολσεβίκων της ΕΣΣΔ. Ολα τα συνέδρια απέρριψαν αυτές τις θέσεις και τελικά οι Τρότσκι, Ζηνόβιεφ και Κάμενεφ και οι οπαδοί τους διαγράφηκαν από το ΚΚ», αρκείται να επισημάνει ο Περισσός.


Οσον αφορά τον Μπουχάριν, ένα από τα θύματα επίσης του Στάλιν και από τους θεωρούμενους τότε κορυφαίους θεωρητικούς οικονομολόγους της μπολσεβικικής φρουράς, αναφέρεται στο κείμενο ότι η τάση που εκπροσωπούσε στην ηγεσία του ΚΚ χαρακτηρίστηκε «»δεξιά παρέκκλιση» και είχε εκφραστεί ήδη από το 1925». «Απευθύνοντας προς τους αγρότες το σύνθημα «Πλουτίστε!», αντιδρούσε στην πολιτική ανάπτυξης της βαριάς βιομηχανίας και σε υψηλούς ρυθμούς εκβιομηχάνισης. Ηδη από το 1920 ο Μπουχάριν είχε αναπτύξει αναθεωρητικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι οποίες είχαν δεχθεί την κριτική του Λένιν». Το ΚΚΕ υιοθετώντας πλήρως τη σταλινική «γραμμή» της κολεκτιβοποίησης, ασκεί κριτική στον Μπουχάριν και στους οπαδούς του που «θεωρούσαν ότι οι κουλάκοι θα μπορούσαν εξελικτικά να ενσωματωθούν στον σοσιαλισμό». «Αντιδρούσαν στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, θεωρώντας ότι μόνο μέσω των καταναλωτικών και προμηθευτικών συνεταιρισμών και την απελευθέρωση της αγοράς μπορεί η αγροτική παραγωγή να μπει στον δρόμο του σοσιαλισμού» αναφέρεται, με την επισήμανση ότι «επί της ουσίας η τάση αυτή εξέφραζε με αυθεντικό τρόπο τα συμφέροντα των κουλάκων, των ΝΕΠμεν (σ.σ.: όσων ωφελήθηκαν από τη Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν) και των μικροαστικών τάσεων στα πλαίσια της σοβιετικής κοινωνίας». «Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι υιοθετήθηκαν οι ιδέες του Μπουχάριν από την πολιτική της περεστρόικας το 1988» υπογραμμίζουν οι αναλυτές του ΚΚΕ.


Σχετικά με τις μαζικές εκκαθαρίσεις και τις δίκες της Μόσχας, ο Περισσός ουσιαστικά επιλέγει να τις δικαιολογήσει («παρά τις όποιες υπερβολές», όπως σημειώνεται), υιοθετώντας τις κατηγορίες για σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών. Συγκεκριμένα, αναφέρεται: «Τα παραπάνω οπορτουνιστικά ρεύματα επιδρούσαν καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 τόσο στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού όσο και στη διαμόρφωση της στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στην πορεία αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού. Αυτό αποδείχθηκε τεκμηριωμένα στην αποκάλυψη αντεπαναστατικών κέντρων στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Παρά τις όποιες υπερβολές στην αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, στις δίκες του 1936 και 1937 αποκαλύφθηκαν συνεννοήσεις αυτών των κέντρων με τμήματα του στρατού – υπόθεση Τουχατσέφσκι – (σ.σ.: πρόκειται για τον στρατάρχη του Κόκκινου Στρατού που εκτελέστηκε το 1937, ως επικεφαλής συνωμοσίας κατά του Στάλιν και συνεργάτης των Γερμανών, μαζί με άλλους επιφανείς στρατηγούς, εγκαινιάζοντας έναν αιματηρό κύκλο εξοντώσεων στρατιωτικών στελεχών), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας κτλ. Ακόμη και πηγές προερχόμενες από καπιταλιστικές χώρες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων σχεδίων και τη συμμετοχή σε αυτά ηγετικών στελεχών όπως ο Μπουχάριν».


Η προσέγγιση αυτή είναι η αποκρυστάλλωση των αναλύσεων που κάνει τα τελευταία χρόνια το ΚΚΕ, υποστηρίζοντας μάλιστα την άποψη, όπως αυτή έχει καταγραφεί στον επίσημο κομματικό Τύπο, ότι με τις δίκες της Μόσχας εξοντώθηκε η Πέμπτη Φάλαγγα του Χίτλερ στη Ρωσία και ότι «αυτό το υποτιθέμενο έγκλημα του Στάλιν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το τσάκισμα των μηχανισμών υπονόμευσης του σοβιετικού κράτους και η υπεράσπιση του σοσιαλισμού, με δεδομένο τον επερχόμενο πόλεμο». Μάλιστα ο ίδιος ο Στάλιν δήλωνε στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1939): «Δεν μπορούμε να πούμε ότι η εκκαθάριση έγινε χωρίς σοβαρά λάθη. Δυστυχώς έγιναν περισσότερα απ’ όσα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δεν θα αναγκαστούμε να χρησιμοποιήσουμε ξανά τη μέθοδο της μαζικής εκκαθάρισης».


Το ηθικό δίδαγμα που εξάγει ο Περισσός από τις αναλύσεις του στο θέμα είναι: «Το γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του κόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση» όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά στο εμπιστευτικό κομματικό κείμενο.


* Η οικονομία και οι πολιτικοί θεσμοί


Το κύριο ζήτημα που εντοπίζει το ΚΚΕ στο πεδίο της σοβιετικής οικονομίας και των φαινομένων επιβράδυνσης και καθυστέρησης που αναδεικνύονταν ήταν η πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού χαρακτήρα της βιομηχανίας κατά τη δεκαετία του 1960 (μεταρρύθμιση Κοσίγκιν). Για τον Περισσό οι θεωρητικές προσεγγίσεις και οι επιλογές που έγιναν μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ για τη διεύρυνση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια που έθετε ο κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία, οδήγησαν σε επιπρόσθετα προβλήματα, μεταξύ των οποίων και η «μαύρη αγορά» και το «λαθρεμπόριο», καθώς «μέσω των μεταρρυθμίσεων δημιουργήθηκε η δυνατότητα ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους να επενδύονται σε «σκιώδη παραγωγή» ή στη «μαύρη» αγορά». Δυνατότητα η οποία, όπως υπογραμμίζεται, «αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, τα στελέχη του εξωτερικού εμπορίου» – φαινόμενο που εκτεινόταν και στην αγροτική οικονομία ενισχύοντας τη διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροκτημάτων και των συνεταιρισμών σε σχέση με τον «κοινωνικό χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής». Οι θεωρίες περί «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «σοσιαλισμού με αγορά», που άρχισαν να υιοθετούνται από τη δεκαετία του 1960, ολοκληρώθηκαν, σύμφωνα με τις αναλύσεις του ΚΚΕ, τη δεκαετία του 1980 επί Γκορμπατσόφ με τις αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και την ψήφιση νόμου (το 1987) «που κατοχύρωνε και τη θεσμική νομιμοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας». Οσον αφορά τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις της «περεστρόικας», τονίζεται ότι «υιοθετήθηκαν ανοιχτά κοινοβουλευτικές λειτουργίες, το σύστημα των σοβιέτ διαστρεβλώθηκε σε αστικοφιλελεύθερη κατεύθυνση».