Ο αμερικανός πρεσβευτής σε ρόλο εμπορικού αντιπροσώπου να δίνει εντολές και κατευθύνσεις κάθε φορά που κάτι πήγαινε στραβά με τη σύμβαση. Τα όρια του νόμου να ξεχειλώνουν για να βρεθεί δίοδος νομιμοφάνειας στη σκαστή παρανομία. Και οι πιέσεις και οι εκβιασμοί να αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικό μέρος του παιχνιδιού. Μόνον που όλα αυτά δεν συνέβαιναν σε κάποιο εξωθεσμικό κέντρο, πίσω από κλειστές πόρτες, όπου κάποιοι σκοτεινοί παράγοντες απεργάζονταν μεθόδους για την προώθηση των συμφερόντων τους. Ηταν η πραγματικότητα των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα κ. Τόμας Μίλερ για λογαριασμό της εταιρείας SAIC και το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, το περιώνυμο C4I. Και αν όλα αυτά φαντάζουν απίστευτα, περιγράφονται από τα πλέον αρμόδια (και γι’ αυτό αξιόπιστα) χείλη, για να μην είναι αληθινά· τον τότε υφυπουργό Δημόσιας Τάξης – ο οποίος σήκωσε το βάρος των διαπραγματεύσεων – κ. Χρ. Μακρογιαννάκη, και μάλιστα ενόρκως, στην κατάθεσή του πριν από λίγες ημέρες στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών κ. Π. Αθανασίου, όπως και στην επιστολή του υφυπουργού το 2004 προς τον τότε προϊστάμενό του, τον υπουργό Δημόσιας Τάξης κ. Γ. Βουλγαράκη, η οποία έμεινε απόρρητη και περιλαμβάνεται τώρα στον φάκελο της δικογραφίας.


Τρία είναι τα βασικά – και καθόλου κολακευτικά για την ελληνική κυβέρνηση – συμπεράσματα που προκύπτουν από τη μακροσκελή κατάθεση του κ. Μαρκογιαννάκη, στο πλαίσιο της διερεύνησης του σκανδάλου με τις «μίζες της εταιρείας Siemens» από τη Δικαιοσύνη.


1. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κινήθηκε στα όρια της νομιμότητας για την παραλαβή του συστήματος C4I.


2. Στις διαπραγματεύσεις για την παραλαβή του συστήματος με την κατασκευάστρια κοινοπραξία SAIC και την «υπεργολάβο» Siemens συμμετείχε ενεργά, πιέζοντας την ελληνική πλευρά, ο τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα κ. Τόμας Μίλερ.


3. Η εταιρεία SAIC πίεζε εκβιαστικά την ελληνική κυβέρνηση.


Ο κ. Μαρκογιαννάκης προσκόμισε στον κ. Αθανασίου και την απόρρητη επιστολή, που συνέταξε τον Ιούνιο του 2004, με παραλήπτη τον άμεσο προϊστάμενό του, υπουργό Δημόσιας Τάξης τότε, κ. Γ. Βουλγαράκη, στο οποίο αποκαλύπτει το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ μελών της κυβέρνησης και υπηρεσιακών παραγόντων με στελέχη της εταιρείας Siemens και της αμερικανικής κοινοπραξίας SAIC.


* Τι αναφέρει ενόρκως ο πρώην υφυπουργός Δημόσιας Τάξης στον εισαγγελέα Η κατάθεση Μαρκογιαννάκη


Η κατάθεση του πρώην υφυπουργού δόθηκε στις 17 Απριλίου 2008 και οι αναφορές του θεωρούνται από τους δικαστικούς λειτουργούς «βαρύνουσας σημασίας». Ο κ. Μαρκογιαννάκης ως υφυπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν ο κύριος συνομιλητής με τους εκπροσώπους της εταιρείας Siemens, υπεύθυνος για την παραλαβή του συστήματος C4I. Στελέχη της γερμανικής εταιρείας σε καταθέσεις τους στη γερμανική Δικαιοσύνη έχουν παραδεχθεί ότι πλήρωσαν μίζες δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να αγοράσει το σύστημα, το οποίο κόστισε στο ελληνικό Δημόσιο περίπου 250 εκατ. ευρώ. Ειδικό ενδιαφέρον για τους δικαστικούς λειτουργούς παρουσιάζει η καταβολή μιας δόσης 31,5 εκατ. ευρώ προς την κοινοπραξία SAIC, την οποία μνημονεύει ο κ. Μαρκογιαννάκης και η οποία συμπίπτει χρονικά με μίζα που βγήκε από τα περίφημα μαύρα ταμεία της Siemens.


* «Ο χρόνος ήταν ελάχιστος»


«Ημουν επικεφαλής μιας επιτροπής στην οποία συμμετείχαν εκτός από εμένα ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, ο διευθύνων σύμβουλος του Αθήνα 2004 και ο γενικός γραμματέας των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν μπορώ να καταθέσω υπεύθυνα πολλά πράγματα που έχουν σχέση με την κατάρτιση της σύμβασης και τον διαγωνισμό που έγινε το 2003. Το μόνο που με έχει εντυπωσιάσει τώρα πλέον που έχω γνώση του θέματος είναι ότι για την υλοποίηση ενός παγκόσμια πρωτοποριακού τεράστιου έργου ο χρόνος ο οποίος διετίθετο ήταν ελάχιστος. Και ένα δεύτερο ότι παρά τις προσπάθειές μου τα δύο χρόνια που ήμουν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης κανείς δεν μπόρεσε να με πληροφορήσει υπεύθυνα ποιος είναι εκείνος ο οποίος καθόρισε τις προδιαγραφές του συστήματος C4I. Βεβαίως είχαν πληρωθεί δύο εταιρείες, η PLANET και στη συνέχεια η BOARDES, και μάλιστα ακριβά και κατ’ ανάθεση» δήλωσε στον εισαγγελέα ο κ. Μαρκογιαννάκης, αρχίζοντας την κατάθεσή του.


Στις οκτώ σελίδες που ακολουθούν ο κ. Μαρκογιαννάκης, μεταξύ άλλων, υπογραμμίζει: «Ενα άλλο στοιχείο το οποίο είναι αξιόλογο είναι ότι η προμήθεια του C4I υπήχθη στις εξοπλιστικές δαπάνες, θεωρήθηκε εξοπλιστικό σύστημα που διήπετο από τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 284/89 με σημαντικότερη συνέπεια να μην υπαχθεί η Σύμβασις στον έλεγχο του ελεγκτικού Συνεδρίου με περαιτέρω συνέπεια όταν ήρθε η ώρα να εγκριθούν τα εντάλματα πληρωμών να προκύψει μέγα πρόβλημα». Μάλιστα, ο κ. Μαρκογιαννάκης καταθέτει φωτοαντίγραφο της απόφασης του 5ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο – όπως λέει – «απεδέχθη ότι οι κρατούντες το 2003 ευρίσκοντο σε συγγνωστή πλάνη».


* Οι επαφές με τη Siemens


Αποκαλυπτικές είναι και οι λεπτομέρειες που παραθέτει στην κατάθεσή του στον εισαγγελέα ο κ. Μαρκογιαννάκης και για όσα επακολούθησαν μετά το τέλος των Ολυμπιακών Αγώνων: «Μετά τη λήξη και των Παραολυμπιακών Αγώνων, ξεκίνησαν οι έλεγχοι τεστ δοκιμών και αποδοχής, που τελείωσαν τον Μάρτιο του 2005. Μετά το πέρας των τεστ και μετά από σύσκεψη που είχα με τους συνεργάτες μου, ανωτάτους αστυνομικούς και τεχνικούς συμβούλους, εγγράφως ανακοίνωσα στην εργολήπτρια εταιρεία ότι δεν μπορούμε να παραλάβουμε το έργο, διότι παρουσίαζε τα προβλήματα που περιγράφοντο σε πολυσέλιδες καταθέσεις. Συνεκτιμήθηκαν όλα και ελήφθη η απόφασις, σε επίπεδο ασφαλώς αρμοδιοτήτων και πάνω από τον υφυπουργό, ότι συμφερότερο για τη χώρα θα ήταν να προχωρήσουμε σε μια διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης».


Ο κ. Μαρκογιαννάκης αναφέρεται στον ρόλο της εταιρείας Siemens ως εξής: «Η Siemens λειτουργούσε ως υπεργολάβος της SAIC. Από την πρώτη ημέρα που πήγα στο υπουργείο είχα συνεχείς επαφές με τους εκπροσώπους της Siemens και κυρίως με τον κ. Δενδρινό (διευθύνων σύμβουλος της Siemens), αρχικά στο πλαίσιο της προόδου κατασκευής του συστήματος ενδοεπικοινωνίας Tetra και στη συνέχεια με συνεχείς επισκέψεις στο γραφείο μου, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, που η Siemens απαιτούσε να πληρωθεί για την παροχή των υπηρεσιών Tetra».


Πάντως, ο πρώην υφυπουργός δεν παραθέτει στοιχεία που να υποδεικνύουν κάποια «ύποπτη» κίνηση των εκπροσώπων της Siemens. Συμπληρώνει δε ότι στις 10 Ιανουαρίου 2006 παραιτήθηκε από υφυπουργός Δημόσιας Τάξης (λόγω της φραστικής επίθεσης που είχε εξαπολύσει από την Κρήτη όπου βρισκόταν εναντίον του τότε Προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Δ. Λινού) και έτσι… δεν γνωρίζει τι απέγινε τελικώς.


Σημειώνεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens κ. Διον. Δενδρινός, τον οποίο επικαλείται στην κατάθεσή του ο κ. Μαρκογιαννάκης, έχει κληθεί να καταθέσει ως ύποπτος για τις μίζες του συστήματος C4I. Ο ίδιος αντιτείνει ότι οι ενέργειές του ήταν διαφανείς και ότι δεν υπάρχει παραστατικό ή άλλο στοιχείο που να δείχνει ότι προχώρησε σε οποιαδήποτε παράνομη συναλλαγή.


* Η ζημιά για την Ελλάδα


Ο εισαγγελέας ρώτησε τον κ. Μαρκογιαννάκη αν από την παραλαβή του συστήματος C4I ζημιώθηκε ή ωφελήθηκε το ελληνικό Δημόσιο. Και ο κ. Μαρκογιαννάκης απάντησε: «Η ζημιά για το ελληνικό Δημόσιο επήλθε από την απόφαση για αγορά ενός τέτοιου συστήματος και προπάντων από την προχειρότητα με την οποία συνετάγη η Σύμβαση, από την υπαγωγή της στις εξοπλιστικές δαπάνες και από την απίστευτη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε τον πρώτο χρόνο που είχε ως αποτέλεσμα τα πάντα από εκεί και έπειτα να λειτουργήσουν με καθεστώς απίστευτης πίεσης. Θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας: οι σκέψεις στο μυαλό μας από τον Μάρτιο του 2004 και μετά ήταν πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε Ολυμπιακούς Αγώνες για να μη γελοιοποιηθεί διεθνώς η χώρα και να μην υποστεί αυτή περαιτέρω οικονομική βλάβη».


Τέλος, ο εισαγγελέας ρώτησε τον πρώην υφυπουργό Δημόσιας Τάξης: «Τι έχετε να πείτε για τους ισχυρισμούς διευθυντικών στελεχών της Siemens ότι για την ανάληψη του έργου από την κοινοπραξία SAIC λαδώθηκαν υπουργοί και κρατικοί αξιωματούχοι»; Ο κ. Μαρκογιαννάκης δήλωσε άγνοια και διατύπωσε μια παράκληση: «Δεν γνωρίζω τίποτα από όλα αυτά. Θα παρακαλούσα όμως ως Δικαιοσύνη, προς χάριν του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού κόσμου, να κάνετε ό,τι μπορείτε, στο πλαίσιο βέβαια των δυνατοτήτων που σας δίνει η Ποινική Δικονομία προκειμένου να αποκαλυφθούν οι χρηματισθέντες, όποιοι και αν είναι αυτοί, όσο ψηλά κι αν βρίσκονται».


* Με ποιον τρόπο ο αμερικανός πρεσβευτής κ. Τόμας Μίλερ επέβλεπε τη σύμβαση Η απόρρητη επιστολή προς τον κ. Βουλγαράκη


Κατά την κατάθεσή του ο κ. Χρ. Μαρκογιαννάκης παρουσιάζει για πρώτη φορά την απόρρητη τετρασέλιδη επιστολή (περιέχεται πλέον στη δικογραφία), την οποία έστειλε στον κ. Γ. Βουλγαράκη στις 23 Ιουνίου 2004. Σε αυτή περιγράφει αναλυτικά το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων με τα προβλήματα που παρουσιάζονταν για την αγορά του συστήματος C4I και τις πιέσεις που ασκούντο από πολλές πλευρές.


* Μεγάλες καθυστερήσεις


Ο τότε υφυπουργός αναφέρει στην επιστολή του προς τον κ. Βουλγαράκη: «Το σύστημα ολοκληρωμένο και λειτουργικό επιχειρησιακά θα έπρεπε να παραδοθεί στη Διεύθυνση Ασφαλείας Ολυμπιακών Αγώνων στις 28 Μαΐου 2004. Με αυτό το δεδομένο θα ήταν αναμενόμενο τη 10η Μαρτίου 2004, ημερομηνία όρκισης της νέας κυβέρνησης, το έργο να ευρίσκεται στο στάδιο της αποπεράτωσης. Η πραγματικότητα όμως ήταν τελείως διαφορετική. Ουσιαστικά όλα τα υποσυστήματα καρκινοβατούσαν ευρισκόμενα στο αρχικό τους στάδιο, ορισμένων δε εξ αυτών δεν είχε ξεκινήσει καθόλου η κατασκευή ή λόγω προβλημάτων είχε καθυστερήσει η πρόοδος. Χαρακτηριστικές ήταν οι περιπτώσεις των κέντρων διοίκησης εγκαταστάσεων που είχαν κατασκευαστεί 8 ενώ η σύμβαση προβλέπει 154 και των σταθμών βάσης του συστήματος Tetra που είχαν κατασκευαστεί 7 από τους 100 που προβλέπει η σύμβαση. Για το Ολυμπιακό Χωριό, ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο, δεν είχε γίνει απολύτως τίποτε, ενώ υπήρχαν εκκρεμότητες, όπως οι οδεύσεις, οι παρεμβάσεις στο κτίριο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής και το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης στις εγκαταστάσεις και στους αττικούς δρόμους που τα συμβαλλόμενα μέρη επί μήνες συζητούσαν χωρίς να βρίσκουν λύσεις». Ακολούθως χαρακτηρίζει την όλη κατάσταση «απογοητευτική» και επισημαίνει: «Καταβλήθηκαν συστηματικές προσπάθειες άσκησης πιέσεων προς την εργολήπτρια εταιρεία να επιταχύνει τους ρυθμούς εκτέλεσης των έργων».


Για την παρέμβαση του τότε αμερικανoύ πρεσβευτή, ο κ. Μαρκογιαννάκης αναφέρει στην επιστολή του προς τον κ. Βουλγαράκη: «Εν όψει του ότι η καταληκτική ημερομηνία παράδοσης του έργου στις 28 Μαΐου 2004 πλησίαζε και ήταν φανερό ότι η SAIC αδυνατούσε να ανταποκριθεί στη συμβατική της υποχρέωση, προκλήθηκε περίπου στις 20 Μαΐου 2004 σύσκεψη, στην οποία συμμετείχατε κι εσείς (σ.σ.: δηλαδή ο κ. Γ. Βουλγαράκης), όπως και ο πρεσβευτής των ΗΠΑ κ. Μίλερ. Σε αυτήν έγινε αποτίμηση της προόδου των εργασιών και αποφασίστηκε ομόφωνα η παράταση της προθεσμίας παράδοσής του, μέχρι τις 30 Ιουνίου 2004, αφού εάν επιμέναμε στην προηγούμενη ημερομηνία αυτό θα παρεδίδετο ημιτελές και μη λειτουργικό».


Ο κ. Μαρκογιαννάκης μιλάει μάλιστα για την προσπάθεια του κ. Μίλερ να επιρρίψει ευθύνες στην ελληνική κυβέρνηση: «Κατά τη σύσκεψη αυτή, παρότι η SAIC και ο κ. Μίλερ προσπάθησαν να επιρρίψουν τις ευθύνες της καθυστέρησης στο ελληνικό Δημόσιο, αυτό αποκρούστηκε επιτυχώς. Κατά την άποψή μου η μεγίστη ευθύνη βαρύνει την κατασκευάστρια εταιρεία, ευθύνεται όμως και η πλευρά του Δημοσίου, αφού, μεταξύ άλλων, σε πολλές περιπτώσεις δεν κατασκευάστηκαν εγκαίρως οι υποδομές εντός των οποίων η SAIC θα εγκαθιστούσε τον εξοπλισμό του συστήματος C4I».


Ο πρώην υφυπουργός, στην επιστολή του προς τον κ. Βουλγαράκη, αναφέρεται ευθέως σε «εκβίαση» της κυβέρνησης από την αμερικανική κοινοπραξία, ενώ προβαίνει στην εκτίμηση ότι τα μέλη της κυβέρνησης που χειρίζονται την υπόθεση «κινούνται στα όρια της νομιμότητας». Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει: «Η SAIC επιμένει πιεστικά, θα έλεγα εκβιαστικά, να λάβει το ποσό των 31.000.000 ευρώ που αντιστοιχούν στην επιτυχή έκβαση της τρίτης άσκησης (σ.σ.: επρόκειτο για μια άσκηση δοκιμής λειτουργίας του συστήματος που είχε πραγματοποιηθεί τον Φεβρουάριο του 2004 και στην οποία είχαν παρουσιαστεί σειρά προβλημάτων). Κινούμεθα πλέον στα όρια της νομιμότητας σε σχέση με το περιεχόμενο της σύμβασης με κίνδυνο μελλοντικά, παρά τις αγαθές προθέσεις μας, να δημιουργηθεί πρόβλημα. Υπάρχει όμως ο ορατός κίνδυνος, εφόσον δεν βρεθεί λύση, το έργο να σταματήσει. Εάν μάλιστα αυτό συμβεί και μάλιστα δημοσιοποιηθεί, θα είναι καταστροφικό για τη χώρα, αφού το σύστημα C4I θεωρείται η προμετωπίδα των προσπαθειών για ασφαλή διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων».


* Τα προβλήματα και τα 31 εκατ. ευρώ


Παρά ταύτα, και ενώ η τρίτη κατά σειρά άσκηση δοκιμής του συστήματος C4I ανέδειξε σειρά προβλημάτων, ο κ. Μαρκογιαννάκης εισηγήθηκε στον κ. Βουλγαράκη να καταβληθεί το ποσόν των 31.000.000 ευρώ (για το οποίο, όπως λέει ο ίδιος, εκβίαζε η SAIC). Ο υφυπουργός αναφέρει συγκεκριμένα στην επιστολή του: «Προτείνω οι 4-5 στόχοι που δεν επιτεύχθηκαν στην τρίτη άσκηση να θεωρηθούν μη κρίσιμοι, αφού βεβαιώνει και η Διεύθυνση Ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων (ΔΑΟΑ) ότι δεν επηρεάζουν τη λειτουργικότητα εν όλω ή εν μέρει του υπολοίπου συστήματος και να μεταφερθούν στην τέταρτη άσκηση. Μετά ταύτα, να χορηγηθεί στη SAIC βεβαίωση για επιτυχή διεξαγωγή της τρίτης άσκησης για να καταβληθεί το ποσό των 31.000.000 ευρώ σε αυτήν και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η κατασκευή του έργου».


Για την καταβολή αυτού του ποσού διεξάγεται σήμερα ειδική έρευνα από τους έλληνες και γερμανούς δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι ερευνούν την υπόθεση με τις μίζες της Siemens (ρεπορτάζ στη σελ. Α37). Και αυτό γιατί την ημέρα – δηλαδή στις 20 Ιουλίου 2004 – που καταβλήθηκε τελικώς η προαναφερόμενη δόση καταγράφεται εκροή 785.000 ευρώ προς λογαριασμό της Barclays Bank στο Λονδίνο, από την εταιρεία Weawind, η οποία χρησιμοποιείτο για την προώθηση των «μαύρων κονδυλίων» της Siemens. Οι δικαστικοί λειτουργοί εξετάζουν το ενδεχόμενο αυτές οι δύο συναλλαγές να σχετίζονται μεταξύ τους…


Ο κ. Μαρκογιαννάκης στην επιστολή του προς τον κ. Βουλγαράκη αποσαφηνίζει: «Η λύση αυτή (σ.σ.: καταβολής των χρημάτων στη Siemens) είναι λύση ανάγκης για να αποφύγουμε τις παραπάνω δυσμενέστατες συνέπειες. Αλλωστε, όπως με διαβεβαιώνει η ΔΑΟΑ, η αποτίμηση του ήδη κατασκευασθέντος έργου υπερκαλύπτει τα ποσά που θα έχουν καταβληθεί, σε κάθε δε περίπτωση η SAIC καταθέτει για κάθε ποσό που λαμβάνει σχετική εγγυητική επιστολή καλής κατασκευής του έργου. Η παραπάνω λύση προϋποθέτει συμφωνία με τη SAIC για την περαιτέρω συμπεριφορά της δεδομένου ότι σε πρόσφατη συνάντηση που είχα με τους εκπροσώπους της αντιλήφθηκα ότι πιθανόν να προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν τη δυσχερή θέση στην οποία βρισκόμαστε και να προβάλλουν παράλογες ή αντισυμβατικές απαιτήσεις».