Η οριοθέτηση των «νέων» κοινωνικών κινημάτων σε σχέση με τα αντίστοιχα «παλαιά» αφορούσε, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, την αναζήτηση των τρόπων σύζευξης εργάσιμου και διαθέσιμου χρόνου. Ως προς το ζήτημα αυτό υπήρξαν τρεις τουλάχιστον εκδοχές. Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, στο δεδομένο πλαίσιο των σχέσεων κεφαλαίου και εργασίας, ο υπό διάθεση χρόνος συνιστά τα «έξοδα παραστάσεως» στη διαδικασία αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου. Επομένως η προτεραιότητα δίδεται στον εργάσιμο χρόνο και στο κίνημα, το «εργατικό», που αγωνίζεται για τη βελτίωση των όρων εργασίας.


Αντίθετα, όταν ο εργάσιμος χρόνος αντιμετωπίζεται ως ριζικά διαφορετικός από τον υπό διάθεση χρόνο, τότε προτάσσεται ο τελευταίος. Η «σχόλη» δεν έχει καμιά σχέση υποταγής στον ιδρώτα και την καταπίεση της «δουλειάς». Από μια τέτοια αντίληψη εκπορεύονται τα κυριότερα συνθήματα του γαλλικού «Μάη». Σχεδόν όλα κινούνται στην ίδια τροχιά ανάδειξης της αυταξίας που μπορεί να διαθέτει ο υπό διάθεση χρόνος ως ανατροπέας του καθεστώτος που επιβάλλει η εργασία. Για παράδειγμα πώς ορίζεται ο «προλετάριος»; Είναι εκείνος «που δεν έχει ισχύ πάνω στη ζωή του και το ξέρει». Και τι είναι η ελευθερία που δεν του ανήκει; Αυτό που «μας εμπόδισαν να αποκτήσουμε οι νόμοι, οι προκαταλήψεις, η άγνοια». Επομένως, το «αλλάξτε τη ζωή» σημαίνει «αλλάξτε τις οδηγίες χρήσης», με επιστέγασμα το «Κάτω η κοινωνία της κατανάλωσης». Δηλαδή κάτω μια «κοινωνία σαρκοβόρα» που καθιστά την πλήξη κατάσταση «αντιεπαναστατική». Κι ακόμη περισσότερο: «Αυτοί που δουλεύουν πλήττουν όταν δεν δουλεύουν. Αυτοί που δεν δουλεύουν δεν πλήττουν ποτέ». Με επακόλουθο την ανατροπή του κεντρικού συνθήματος του εργατικού κινήματος: «Εργαζόμενοι όλων των χωρών, απολαύστε!».


Για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τίποτε δεν προμηνούσε τα γεγονότα του Μαΐου – Ιουνίου του 1968, τα οποία αντιμετώπισε στην έκρηξή τους με άφωνη δυσπιστία και στην εκτύλιξή τους με χλευασμό και εχθρότητα. Μόνο μετά την παρέλευση μιας δεκαετίας διέκρινε, διστακτικά στην αρχή, και τις επιπτώσεις που είχαν στις θεωρητικές του επεξεργασίες και τις πολιτικές του επιλογές.


Η συνθηματολογική κυρίως καταγραφή της εμπειρίας («ecrivez partout») δεν κάλυψε μόνο τους τοίχους της Σορβόνης, αλλά και το εργοστάσιο της Renault. Κυρίως διατυπώνεται η άρνηση των μεγάλων, και γι’ αυτό κενών, ιδεολογικών σχημάτων, θραύεται η λογική επιφάνεια που συχνά λειτουργεί ως επικάλυψη των πραγμάτων, απορρίπτεται η αυθεντία μιας επιστήμης των κοινωνικών νομοτελειών, προτάσσεται η αξιοποίηση του διαθέσιμου χρόνου χωρίς καταναλωτικά πρότυπα και καταγγέλλεται ο κατακερματισμός της γνώσης. Επιπλέον δακτυλοδεικτείται ο πατερναλισμός που προσδιορίζει τις σχέσεις των δύο φύλων, αποδοκιμάζεται η λογική της ανάπτυξης και της θεσμικής ιεράρχησης των αναγκών, προκρίνεται η αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν και της «σταδιοκρατίας» από την εξέγερση και προτείνεται η μεταφορά του «περιθωρίου» στο επίκεντρο και αντίστοιχα της αυθεντίας στην περιφέρεια.


Η τρίτη εκδοχή, που υπαινίχθηκα στην αρχή αυτού του κειμένου, αφορά στην ανάγκη διακρίβωσης των όρων συνέχειας και ασυνέχειας ανάμεσα στις δύο πλευρές του χρόνου, στον οποίο καθημερινά αναλίσκεται ο άνθρωπος. Πρόκειται για το δικαίωμα και στην εργασία και στη «σχόλη» που δεν καθίσταται δαπανηρή ή περιττή. Βέβαια οι τιμητές του εργάσιμου χρόνου ήταν πρωτίστως φοιτητές και διανοούμενοι που τους πλαισίωναν. Ομως μετά τη 16η Μαΐου παρισινοί εργάτες καταλαμβάνουν εργοστάσια, συμμετέχοντας στη φοιτητική εξέγερση. Οσο διήρκησε μια τέτοια συμπόρευση φοιτητών και εργατών, δηλαδή ως τις 18 Ιουνίου που επαναλειτουργεί το εργοστάσιο της Ρενό, ένα από τα συνθήματα οριοθετούσε το δίλημμα της περιόδου: «Πάρε τηλέφωνο τη μοναξιά σου ή βγες ξανά στους δρόμους της φωτιάς». Ετσι η δράση δεν ήταν μόνο «αντίδραση», αλλά και «δημιουργία». Πάντως προτού οι γκωλικοί επαναβεβαιώσουν την κυβερνητική τους πλειοψηφία (30 Ιουνίου) ο Πομπιντού είχε προβεί σε αρκετές «παραχωρήσεις» στην εργατική τάξη. Με μια μορφή κακεντρέχειας οι γητευτές του ονείρου, λιγοστοί πια και ασυντόνιστοι, επέμειναν: «Οι ανέσεις είναι το όπιο του λαού». Για κάποιους η ελευθερία ταυτίστηκε με το «δικαίωμα στη σιωπή», ενώ κάποιοι άλλοι έλεγαν και στον εαυτό τους: «Κοιτάξτε μπροστά»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.