Υστερα από 15 χρόνια η πολιτική «κατάρα» του ΟΤΕ κατατρύχει μία ακόμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αυτή τη φορά με πρωθυπουργό τον κ. Κ. Καραμανλή. Η πτώση της κυβέρνησης του κ. Κ. Μητσοτάκη τον Σεπτέμβριο του 1993 οφείλεται κατά πολλούς και στην προσπάθειά του να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ. Η επιχείρηση ιδιωτικοποίησης του 35% του οργανισμού και η εκχώρηση του μάνατζμεντ σε ξένο στρατηγικό επενδυτή από την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, των συνδικαλιστών, ακόμη και των «γαλάζιων», αλλά κυρίως η σφοδρή εσωκομματική κριτική υπουργών και βουλευτών αποτέλεσαν τροχοπέδη. Ο πολυσυζητημένος διαγωνισμός που σχεδίαζε με πολλή επιμέλεια ο τότε υπουργός Οικονομίας κ. Στ. Μάνος δεν ολοκληρώθηκε. Η πτώση της κυβέρνησης έφερε τις πρόωρες εκλογές και ακολούθησαν «νομοτελειακά» η ήττα της ΝΔ και η επιστροφή του ΠαΣοΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία. Το μόνο που κατάφερε ο κ. Μάνος ήταν να παραχωρηθούν δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας έναντι τιμήματος 10 εκατ. ευρώ η καθεμία, ποσόν που χαρακτηρίστηκε από πολλούς «ευτελές». Αναμφίβολα ο ΟΤΕ – μια ΔΕΚΟ-«φιλέτο», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο τότε υφυπουργός Οικονομικών (νυν Εξωτερικών) κ. Π. Δούκας – σημάδεψε και προσδιόρισε την πολιτική αντιπαράθεση.


Η ήττα οδήγησε τον κ. Μητσοτάκη να εισαγάγει στο πολιτικό λεξιλόγιο τον όρο «διαπλοκή» και μίλησε για «διαπλεκόμενα οικονομικά και εκδοτικά συμφέροντα». Από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη βασικός στόχος ήταν η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, η οποία αποτέλεσε πεδίο έντονων συγκρούσεων. Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο του τότε Πρωθυπουργού βρήκε πολλούς πολεμίους, ακόμη και εντός της ΝΔ.


Ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ πίστευε ότι θα κατάφερνε να ιδιωτικοποιήσει τον ΟΤΕ, ειδικά μετά την απόφαση της οικουμενικής κυβέρνησης (την 1η Φεβρουαρίου 1990) υπό την πρωθυπουργία του καθηγητή Ξ. Ζολώτα και τη συμμετοχή του κ. Μητσοτάκη και των Α. Παπανδρέου και Χ. Φλωράκη για την προμήθεια των 470.000 ψηφιακών παροχών. Η ανάθεση έγινε στις εταιρείες Siemens και Intracom, παρά τις ενστάσεις που όπως λέγεται είχε ο τότε υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών κ. Ι. Κεφαλογιάννης, σφοδρός πολέμιος του κ. Μητσοτάκη.


Ο κ. Κεφαλογιάννης ποτέ δεν ξέχασε εκείνη την ιστορία και προ οκτώ ετών είχε πει ότι δόθηκε εντολή, αναγκάζοντας τον κ. Μητσοτάκη να απαντήσει ότι «ο Ζολώτας είχε την ευθύνη για τον ειδικότερο χειρισμό». Η απόφαση για τις δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας αποδείχθηκε – όπως λέγεται – βραδυφλεγής βόμβα για την κυβέρνηση, αν και στελέχη του ΟΤΕ εκείνης της εποχής, όπως ο τότε πρόεδρος και γενικός διευθυντής αντιστοίχως, οι κκ. Τ. Μήνης και Κ. Κιουλάφας, υποστήριξαν ότι «η σύμβαση ήταν επωφελής».


* Το «παζάρι» της κυβέρνησης


Η κυβέρνηση «παζάρευε» τον ΟΤΕ με Ιάπωνες και Κορεάτες. Ο κ. Μάνος, ο οποίος είχε τότε κορυφαίο σύμβουλό του και πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων τον νυν υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη, διοργάνωνε την πώληση του 35% του ΟΤΕ σε στρατηγικό επενδυτή, ο οποίος θα ανελάμβανε και το μάνατζμεντ. Το 10% θα διετίθετο μέσω της Σοφοκλέους σε ιδιώτες, το 4% θα προσφερόταν στους εργαζομένους και το 51% θα παρέμενε στο κράτος. Παράλληλα προετοίμαζε την πώληση μέσω διεθνούς διαγωνισμού δύο αδειών κινητής τηλεφωνίας, αποκλείοντας τον ΟΤΕ. Υπεράσπιζε την εκδοχή του στρατηγικού επενδυτή, λέγοντας ότι έτσι ο ΟΤΕ θα απαλλασσόταν από τους προμηθευτές του και θα μπορούσε να απορροφήσει καλύτερα τις νέες τεχνολογίες.


Αυτές οι επιθετικές κινήσεις της κυβέρνησης προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων και άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου. Το σχέδιο της κυβέρνησης ήταν σαφές: Θα παραχωρούσαν ένα ιδιωτικό μονοπώλιο στον αποκαλούμενο «στρατηγικό επενδυτή», ο οποίος θα εξασφάλιζε σίγουρα κέρδη. Το δεύτερο «δώρο» της κυβέρνησης θα ήταν η εν λευκώ διαχείριση των προμηθειών από τον μάνατζερ. Το τρίτο ήταν η εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος μη ελέγχου στον τελικό αγοραστή. Στο πολιτικό σκηνικό προκλήθηκε αναστάτωση μετά την αποκάλυψη του «Βήματος» ότι ο αγοραστής του 35% θα μπορούσε αμέσως να πουλήσει το 5% των μετοχών σε τιμή που θα ήταν οπωσδήποτε πολύ υψηλότερη της αξίας που θα πλήρωνε όταν τις αγόραζε.


Επειτα από πολύμηνες διαβουλεύσεις, η κυβέρνηση το φθινόπωρο του 1991 αποφασίζει την πώληση του 49% των μετοχών του ΟΤΕ σε ιδιώτες. Από την αρχή εκδηλώθηκε διεθνές ενδιαφέρον. Οι μνηστήρες πολλοί: Η ιαπωνική τηλεπικοινωνιακή εταιρεία ΝΤΤ, στην οποία είχε ανατεθεί από την κυβέρνηση και ο ρόλος του τεχνικού συμβούλου για την ανάπτυξη της κινητής τηλεφωνίας από ιδιώτες, εκδήλωσε ενδιαφέρον για τον ΟΤΕ. Επιθυμία για την αγορά μετοχών έδειξαν τρεις αμερικανοκαναδικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών – η Bell Atlantic, η Bell Canada και η Northern. Εκείνη την εποχή φέρονταν ως ενδιαφερόμενοι για τις πωλούμενες μετοχές του ΟΤΕ και οι όμιλοι των εταιρειών των κκ. Β. Βαρδινογιάννη και Σ. Κόκκαλη.


* Η κοινωνική έκρηξη


Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης προκαλεί κοινωνική έκρηξη. Το κλίμα είναι ιδιαίτερα βαρύ για την κυβέρνηση, η οποία από τον Νοέμβριο του 1991 χάνει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, όπως κατέγραψαν και οι δημοσκοπήσεις της εποχής. Ωστόσο τα πρώτα αποκαλυπτήρια των πραγματικών προθέσεων της κυβέρνησης έγιναν στη Βουλή τη 13η Δεκεμβρίου 1991, από τον τότε υφυπουργό Οικονομικών κ. Κ. Γιατράκο, αναγκάζοντας τους συνδικαλιστές του ΟΤΕ να μιλήσουν για «σκάνδαλο» και για εκποίηση του 49% του ΟΤΕ σε ξένη εταιρεία με αδιαφανείς και συνοπτικές διαδικασίες έναντι πινακίου φακής.


Ο κ. Γιατράκος υποχρεώθηκε να καταθέσει στη Βουλή την επιστολή του τότε υπουργού Οικονομικών κ. Ι. Παλαιοκρασσά προς ξένους χρηματοοικονομικούς οίκους. Με αυτή τους ζητούσε να εκδηλώσουν ενδιαφέρον, προκειμένου σε σύντομο χρονικό διάστημα να πουλήσουν με ευθύνη τους το 49% του ΟΤΕ με το καλύτερο δυνατό αντίτιμο. Η κίνηση του κ. Παλαιοκρασσά εξόργισε την αντιπολίτευση και είναι χαρακτηριστική η παρέμβαση του τότε βουλευτή του Συνασπισμού (σήμερα του ΠαΣοΚ) κ. Μ. Ανδρουλάκη ο οποίος κατήγγειλε στη Βουλή ότι «παρανόμως και σκανδαλωδώς» ο υπουργός Οικονομικών κίνησε τη διαδικασία πώλησης του ΟΤΕ.


* Οι «ρωγμές» στο κόμμα


Οι επόμενοι μήνες ήταν επεισοδιακοί, με ένταση και στο εσωτερικό της κυβέρνησης. Την 1η Δεκεμβρίου 1992 στη συνεδρίαση της ΚΟ της ΝΔ οι βουλευτές με τις παρεμβάσεις τους επιβεβαίωσαν τις ρωγμές που υπάρχουν στην ενότητα του κόμματος. Την ίδια ημέρα οι «γαλάζιοι» συνδικαλιστές πέρασαν στην αντεπίθεση, αντιδρώντας στην κυβερνητική πολιτική. Η ΔΑΚΕ-ΟΤΕ ανακοινώνει ότι διαφωνεί με την ιδιωτικοποίηση του οργανισμού και επιτίθεται προσωπικά με σκληρούς χαρακτηρισμούς στον κ. Μάνο.


Ο κ. Μητσοτάκης, αρκετά πιεσμένος από τα εσωκομματικά μέτωπα, αναζήτησε διέξοδο. Η λύση που πρόκρινε ήταν να προχωρήσει την επόμενη ημέρα σε σαρωτικό ανασχηματισμό. Ο κ. Μάνος παρέμεινε αμετακίνητος στο υπουργείο Οικονομίας. Οι αντιδράσεις συνεχίζονται. Η πολυπόθητη ηρεμία που αναζητούσε ο κ. Μητσοτάκης δεν διήρκεσε παρά λίγα εικοσιτετράωρα.


Ενα ισχυρό «ράπισμα» δέχθηκε η κυβέρνηση στις 7 Δεκεμβρίου 1992. Ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, πρώην αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, πέρασε στην αντεπίθεση, επιμένοντας στη διαφωνία του για την κυβερνητική πολιτική στον ΟΤΕ. Με ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή κατήγγειλε το πρόγραμμα αποκρατικοποίησης του ΟΤΕ ως «ύποπτη ενέργεια» που γίνεται προς όφελος ξένων συμφερόντων. Σε ιδιαίτερα σκληρό ύφος αναφέρθηκε σε σκάνδαλο 100 δισ. δρχ. και κατήγγειλε ότι το ΔΣ του ΟΤΕ αποφάσισε να περιορίσει το δικαίωμα εκδήλωσης ενδιαφέροντος για προμήθεια, εγκατάσταση και λειτουργία του τηλεπικοινωνιακού δικτύου της Αττικής φωτογραφικά μόνο σε δύο εταιρείες, την Ericsson και τη Siemens. Οπως εξηγούσε στην ερώτησή του, στην προκήρυξη οριζόταν ότι μόνοι δικαιούμενοι να εκδηλώσουν ενδιαφέρον είναι τα συστήματα ΑΧΕ-10 ή EUSD, πίσω από τα οποία, όπως διευκρίνισε, κρύβονταν επώνυμα συμφέροντα γνωστών εταιρειών.


Λίγους μήνες μετά είδε το φως της δημοσιότητας η υπόθεση των υποκλοπών, δηλαδή οι καταγγελίες για την παρακολούθηση των τηλεφώνων πολιτικών αντιπάλων του κ. Μητσοτάκη. Οι επόμενοι μήνες ήταν θυελλώδεις.


* Το θερμό καλοκαίρι


Το καλοκαίρι του 1993 ήταν το πιο κρίσιμο και ταυτόχρονα δύσκολο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι αντιθέσεις εντός της ΝΔ ήταν μεγάλες. Ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος του ΠαΣοΚ Α. Παπανδρέου κατήγγειλε στις 25 Ιουνίου 1993 την κυβέρνηση Μητσοτάκη για «άγριο ξεπούλημα» της εθνικής περιουσίας, μέσα από το οποίο κρύβονταν «άνομα συμφέροντα».


Παρά τις έντονες αντιδράσεις, ο κ. Μητσοτάκης επιμένει και επιζητεί ευκαιριακό συμβιβασμό με τον κ. Μ. Εβερτ και τους «αντάρτες» βουλευτές – μερικοί εκ των οποίων συνομιλούσαν με τον πρώην υπουργό Εξωτερικών κ. Αντ. Σαμαρά – με στόχο να περάσει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Ο κ. Σαμαράς υπερασπιζόταν να μείνει ο ΟΤΕ στον εθνικό και όχι στον κρατικό έλεγχο και όπως ανέφερε αργότερα «η πώληση του ΟΤΕ όπως σχεδιάστηκε, ήταν εθνικά επιζήμια».


Τη στιγμή που δημόσια ο τότε πρωθυπουργός εμφανιζόταν έτοιμος για διάλογο με τον κ. Εβερτ και τους «άλλους», όπως αποκάλεσε τους διαφωνούντες, από το περιβάλλον του σκληροί «μητσοτακικοί» άφηναν να διαρρεύσει ότι αν δεν συμφωνούσαν στο θέμα του ΟΤΕ, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα δίσταζε να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησης. Η πίεση στη ΝΔ ήταν ιδιαίτερα έντονη, ειδικά μετά την ίδρυση στις 30 Ιουνίου 1993 από τον κ. Σαμαρά του κόμματος Πολιτική Ανοιξη.


Εκείνη την εποχή κυρίαρχη ήταν η εκτίμηση ότι η ψηφοφορία για τον ΟΤΕ ισοδυναμούσε σε ψήφο εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απειλή για πρόωρες εκλογές διατυπώθηκε από αρκετά κυβερνητικά στελέχη, όπως δημόσια το έπραξε, π.χ., ο τότε υπουργός Βιομηχανίας (μετέπειτα βουλευτής του ΠαΣοΚ) κ. Β. Κοντογιαννόπουλος.


* Οι «γαλάζιοι» απειλούν


Ο κ. Μάνος, ο οποίος είχε την πλήρη υποστήριξη του κ. Μητσοτάκη, επέμενε να καταθέσει το νομοσχέδιο στο Β’ Θερινό Τμήμα της Βουλής. Οι «γαλάζιοι» συνδικαλιστές απειλούν. Ο τότε πρόεδρος της ΔΑΚΕ-ΟΤΕ Χρ. Κυριακόπουλος και ο αντιπρόεδρος (νυν βουλευτής Αργολίδος της ΝΔ) κ. Ι. Μανώλης διαμήνυσαν ότι δεν θα συνηγορούσαν στην παραχώρηση του μάνατζμεντ του ΟΤΕ.


Στις 23 Ιουλίου συνεδριάζει η Κυβερνητική Επιτροπή και αμέσως μετά ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας κ. Ι. Βαρβιτσιώτης (νυν επικεφαλής των ευρωβουλευτών της ΝΔ) δήλωσε ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις πήραν τις διαβεβαιώσεις που ήθελαν για την προστασία του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών τους. Μάλιστα το σχέδιο νόμου προέβλεπε και τη συμμετοχή ανωτάτου αξιωματικού στο ΔΣ του ιδιωτικοποιημένου οργανισμού με δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο).


Την 1η Αυγούστου ο τότε γενικός γραμματέας του υπουργείου Μεταφορών – Επικοινωνιών κ. Γ. Δημητροκάλλης με συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» διαφωνεί με τον κ. Μάνο για τον ΟΤΕ και εξηγούσε γιατί έπρεπε το κράτος να διατηρήσει το 51% των μετοχών. Η παρέμβαση Δημητροκάλλη είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν το στέλεχος εκείνο που επωμίστηκε το κομματικό καθήκον να πείσει τους τότε «αντάρτες» της ΝΔ να συμφωνήσουν με την εκποίηση του οργανισμού.


Λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα, στις 4 Αυγούστου, ένταση επικράτησε κατά τη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπό τον κ. Μητσοτάκη. Ο κ. Μάνος δέχθηκε επίθεση από τους κκ. Βαρβιτσιώτη, Κεφαλογιάννη και Γ. Σουφλιά, όχι επί της ουσίας του νομοσχεδίου για τον ΟΤΕ αλλά επί της διαδικασίας προώθησής του. Οι τρεις υπουργοί μίλησαν για παλινωδίες στον τρόπο κατάρτισης του νομοσχεδίου, εξέφρασαν την άποψη ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάστηκε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα εξέθετε την κυβέρνηση και άσκησαν δριμεία κριτική για την απουσία του κ. Μάνου από το μοναδικό Υπουργικό Συμβούλιο του Αυγούστου.


Το κτύπημα Εβερτ και η αντίστροφη μέτρηση


Τον Αύγουστο του 1993, λίγες εβδομάδες πριν από την πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ξανακτυπά ο κ. Εβερτ. Το κορυφαίο στέλεχος της ΝΔ δήλωσε ότι δεν θα ψήφιζε την αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ αν δεν πληρούνταν οι όροι που εκείνος θεωρούσε απαραίτητους για την προστασία συμφερόντων του οργανισμού.


Ο κ. Εβερτ δίνει ένα ηχηρό «ράπισμα» στην κυβέρνηση στις 10 Αυγούστου, όταν στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή συντάσσεται με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης και καταψηφίζει το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Με την ψήφο του κ. Εβερτ το νομοσχέδιο εισήχθη για συζήτηση στο Β’ Θερινό Τμήμα της Βουλής, έχοντας αρνητική έκθεση της Επιτροπής, αφού καταψηφίστηκε με 10 ψήφους κατά και 9 υπέρ.


Η κίνηση του κ. Εβερτ εξόργισε τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος την ίδια ημέρα πληροφορήθηκε τη σκληρή επιστολή των βουλευτών της ΝΔ, των κκ. Ν. Κλείτου και Δ. Σταμάτη (οι οποίοι μετέπειτα πολιτεύτηκαν με την Πολιτική Ανοιξη) προς τον τότε πρόεδρο της Βουλής Αθανάσιο Τσαλδάρη. Οι δύο βουλευτές, που αντικαταστάθηκαν «πραξικοπηματικά» από τη σύνθεση του Β’ Θερινού Τμήματος της Βουλής, κατήγγειλαν «πρωτοφανή συμπεριφορά» και «αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις».


Ο κ. Εβερτ ήταν αποφασισμένος να μην κάνει πίσω και να καταψηφίσει το νομοσχέδιο στο Θερινό Τμήμα αν δεν γίνονταν αποδεκτοί οι όροι του, όπως, π.χ., το ΔΣ του ΟΤΕ (που ελέγχεται από το κράτος) να είναι υπεύθυνο για την τιμολογιακή πολιτική κ.ά. Η προσπάθεια της κυβέρνησης είχε ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Ακόμη και έγκριτοι συνταγματολόγοι όπως ο καθηγητής κ. Δ. Τσάτσος χαρακτήριζαν το νομοσχέδιο αντισυνταγματικό και με αρθρογραφία τους ανέφεραν το δικαίωμα του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να το αναπέμψει.


Υπό το βάρος των αντιδράσεων και άλλων στελεχών της ΝΔ όπως, π.χ., ο κ. Στ. Δήμας, ο κ. Μάνος επέλεξε το δρόμο του «προγραμματισμένου συμβιβασμού» όπως χαρακτηρίστηκε τότε, για να πείσει τους «αντάρτες» της ΝΔ να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τον ΟΤΕ. Με το νέο σχέδιο ο «στρατηγικός επενδυτής» θα αποκτούσε κατ’ αρχάς το 25% των μετοχών και στη συνέχεια θα εισέπραττε το 10% του μετοχικού κεφαλαίου με προσφυγή στην κεφαλαιαγορά, το οποίο και θα χρησιμοποιούσε για την ενίσχυση των οικονομικών του οργανισμού. Η λύση του κ. Μάνου προήλθε μετά και την κρίσιμη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 6 Αυγούστου και ενώ είχε κάνει δεκτούς τους όρους που έθεσαν οι κκ. Γ. Σουφλιάς (σχετικά με τις προμήθειες) και Βαρβιτσιώτης (για τη διασφάλιση του απορρήτου των στρατιωτικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων).


Η επιστροφή στην Αθήνα του κ. Μητσοτάκη από τις θερινές διακοπές, λόγω του Δεκαπενταύγουστου, αναζωπυρώνει τα σενάρια περί «πολιτικής αναταραχής». Οι σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού μιλούσαν ανοικτά για σχέδιο άμεσης ανατροπής της κυβέρνησης, προκειμένου να εξυπηρετηθούν δήθεν επιδιώξεις και στόχοι των μεγάλων συμφερόντων. Εκείνη την περίοδο οι επιθέσεις στελεχών της ΝΔ εναντίον του κ. Σαμαρά ήταν καθημερινό φαινόμενο. Μάλιστα ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Β. Μαγγίνας, παρ’ ότι δεν κατονόμασε τα περίφημα «συμφέροντα», μίλησε ανοικτά για σχέδιο ανατροπής.


Με την προεκλογική του συνέντευξη στο «Βήμα της Κυριακής» την 26η Σεπτεμβρίου 1993 με τον τίτλο «Εγώ, τα λάθη μου και τα σωστά μου» ο κ. Μητσοτάκης υπερασπίστηκε την πολιτική του στο θέμα του ΟΤΕ. Ηταν, όμως, ήδη αργά. Οι ημέρες της ΝΔ στην εξουσία τελείωσαν και απλά έμειναν οι καταγγελίες του για τα περίφημα «συμφέροντα» που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησής του. Το θέμα, όμως, του ΟΤΕ έμεινε ανοικτό και ταλαιπωρεί και σήμερα μια άλλη κυβέρνηση της ΝΔ.