Ο ΟΤΕ δεν είναι μια απλή δημόσια επιχείρηση. Από τη δεκαετία του 1990 αποτελεί τη θρυαλλίδα πολιτικών εξελίξεων, είναι το κάστρο του δημόσιου τομέα και των προνομίων του – «αν πάρουν οι Γερμανοί το μάνατζμεντ αλλάζει όλος ο δημόσιος τομέας», υποστηρίζουν γνώστες της κατάστασης. Ο ΟΤΕ είναι η αγελάδα που άρμεγαν οι κυβερνήσεις σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας. Εξαιτίας των μετοχοποιήσεών του κατόρθωσε να εισέλθει η Ελλάδα στην ΟΝΕ. Ο ΟΤΕ υπήρξε φυτώριο συνδικαλιστών και πολιτικών στελεχών: από εκεί προέρχονται οι κκ. Ρ. Σπυρόπουλος, Ι. Μανώλης, Κ. Πουπάκης, Στ. Ανέστης κ.ά. Από το 1993, οπότε η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχείρησε την πρώτη ιδιωτικοποίηση, όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις είχαν τον ίδιο στόχο: να εκχωρήσουν τον ΟΤΕ σε στρατηγικό εταίρο. Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να κινηθεί η σημερινή κυβέρνηση έχει συσπειρώσει απέναντί της την αντιπολίτευση, με το ΠαΣοΚ από τη μια πλευρά να αντιδρά αμήχανα, αφού αυτό άνοιξε την κερκόπορτα των μετοχοποιήσεων, και από την άλλη πλευρά να αντιμετωπίζει τη συμφωνία με την Deutsche Telekom ως το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών.


Την προσεχή εβδομάδα αναμένεται να συνεδριάσει η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων υπό τον υπουργό Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφη – ο οποίος δέχεται και εσωτερικά βέλη για την κατάσταση της οικονομίας – προκειμένου να εγκριθεί η πώληση στους Γερμανούς του 3% των μετοχών από το 28% που κατέχει το Δημόσιο στον ΟΤΕ, στην τιμή των 26 ευρώ ανά μετοχή, εισπράττοντας 382 εκατ. ευρώ. Στον όμιλο της MIG οι Γερμανοί θα καταβάλουν 2,4 δισ. ευρώ. Συνολικά οι Γερμανοί για την εξαγορά του 25% του ΟΤΕ θα διαθέσουν κάτι λιγότερο από 3 δισ. ευρώ και θα αποκτήσουν τον έλεγχο στις τηλεπικοινωνίες όλης της Βαλκανικής. Στην ουσία εκχωρείται τμήμα του ομίλου ΟΤΕ, ο τζίρος του οποίου για το 2007 ανέρχεται στα 6.319,8 εκατ. ευρώ, απασχολεί περίπου 30.000 άτομα σε έξι χώρες (Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, πΓΔΜ και Αλβανία), έχει 25 εκατομμύρια πελάτες και θυγατρικές εταιρείες – «φιλέτα», ορισμένες εκ των οποίων κρύβουν τεράστιες υπεραξίες (π.χ., η ΟΤΕ Estate διαθέτει περίπου 2.500 ακίνητα σε κεντρικά σημεία δήμων του Λεκανοπεδίου, αξίας άνω των 1,3 δισ. ευρώ). Μεγάλη απόσταση διανύθηκε από τις 10 Νοεμβρίου 1949, οπότε με τον νόμο 1049 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, μια ανώνυμη εταιρεία υπό τον έλεγχο του κράτους με μια μοναδική, μη μεταβιβάσιμη, μετοχή και περιουσία 23 εκατ. δολαρίων από τις εγκαταστάσεις του και 9 εκατ. δολαρίων από το Σχέδιο Μάρσαλ.


* Τα πρώτα προβλήματα


Οι περιπέτειες του ΟΤΕ ξεκίνησαν το 1984. Τότε είχε σχεδιαστεί να χρησιμοποιηθεί η Ελληνική Βιομηχανία Ηλεκτρονικού Υλικού (ΕΛΒΥΛ) για να αγοράζει τεχνολογία από το εξωτερικό και να φτιάχνει τα ψηφιακά κέντρα στην Ελλάδα, αλλά το ΚΥΣΕΑ δεν έδωσε τελικώς το «πράσινο φως». Το 1987 εκδηλώθηκαν οι πρώτοι πολιτικοί τριγμοί με αφορμή τον ΟΤΕ, όταν εισήχθη η ψηφιακή τηλεφωνία και το ΚΥΣΕΑ εκλήθη να αποφασίσει ποίες εταιρείες θα αναλάμβαναν το έργο. Υπήρξε έντονο ενδιαφέρον από μεγάλες εταιρείες του εξωτερικού (γαλλικές, αμερικανικές κ.ά.) αλλά το έργο το ανέλαβαν οι Ericsson – Ιντρακόμ και Siemens. Το 1990, επί οικουμενικής κυβέρνησης, με τη συμφωνία των τριών αρχηγών, ανατέθηκαν σημαντικές δουλειές στις εταιρείες αυτές από τον ΟΤΕ, παρά τις αντιρρήσεις του τότε υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών κ. Ι. Κεφαλογιάννη, ο οποίος παραιτήθηκε. Για την απόφαση αυτή, όπως και για τις άδειες της τηλεόρασης, έχουν ειπωθεί πολλά.


Η πρώτη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ ξεκίνησε επί υπουργίας Στ. Μάνου – το προηγούμενο έτος είχαν πουληθεί δύο άδειες κινητής τηλεφωνίας σε διεθνείς τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις και αποκλείστηκε ο ΟΤΕ, μια απόφαση που αποδείχτηκε βραδυφλεγής βόμβα για την κυβέρνηση. Σε μια δύσκολη πολιτική και δημοσιονομική στιγμή αναζητήθηκε το 1993 μεγάλος τηλεπικοινωνιακός οργανισμός ο οποίος θα αναλάμβανε σε πρώτη φάση το 35% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ και τη διοίκησή του. Αν πετύχαινε το σχέδιο θα εισέρρεαν σημαντικά ποσά στα κρατικά ταμεία ώστε να χρηματοδοτηθούν γενναίες προεκλογικές παροχές. Το ενδεχόμενο της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ ξεσήκωσε τους εργαζομένους, έγιναν καταλήψεις στο Μέγαρο του ΟΤΕ και μεγάλες διαδηλώσεις με σύνθημα «Τον ΟΤΕ ποτέ».


Το ΠαΣοΚ κατέθεσε πρόταση νόμου, η οποία προέβλεπε ότι το μετοχικό κεφάλαιο του ΟΤΕ θα αποτελείτο από μία μετοχή η οποία θα ανήκε εξ ολοκλήρου στο ελληνικό Δημόσιο. Την πρόταση στήριξε ο ενιαίος τότε Συνασπισμός και ο ανεξάρτητος βουλευτής κ. Α. Σαμαράς, ανοίγοντας τον δρόμο για την πτώση της κυβέρνησης. Ο κ. Κ. Μητσοτάκης κατήγγειλε τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και παραμονές των εκλογών ο Ανδρέας Παπανδρέου δημοσιοποίησε ανοιχτή επιστολή προς τους τότε υποψηφίους επενδυτές του ΟΤΕ, υποστηρίζοντας ότι, με τον ερχομό του ΠαΣοΚ στην κυβέρνηση θα καταργούσε τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ.


Τη «χρυσή μετοχή» του Ανδρέα Παπανδρέου θυμήθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή ο πρωθυπουργός κ. Κ. Καραμανλής προκειμένου να καταδείξει τις ανακολουθίες του αντιπάλου κόμματος στο θέμα του ΟΤΕ. «Οι πολίτες σας θυμούνται να λέτε στον ελληνικό λαό ότι υπάρχει μόνο μια χρυσή μετοχή, η οποία δεν διαιρείται και δεν πωλείται. Και όμως, είναι οι δικές σας κυβερνήσεις που όχι μόνο μετοχοποίησαν τον ΟΤΕ, αλλά διέθεσαν στην αγορά και το μεγαλύτερο ποσοστό των μετοχών του συνολικά 66%» επεσήμανε.


* Πώς έσπασε το «σύνορο» του 51%


Πράγματι, όταν ανέλαβε το ΠαΣοΚ την εξουσία εφάρμοσε πολιτική μετοχοποιήσεων (πέντε συνολικά) ξεκινώντας από ποσοστό 8% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΤΕ και φθάνοντας στο 66%. Το 2000 έσπασε το «εθνικό σύνορο» του 51%, όπως το χαρακτήριζε στο προεκλογικό του πρόγραμμα το ΠαΣοΚ. Οι εισπράξεις από τις μετοχοποιήσεις μαζί με τα κέρδη από την επενδυτική πολιτική του Οργανισμού, τα οποία ξεπέρασαν τα 3,5 δισ. δολάρια, έκλεισαν τις «τρύπες» στα ταμεία και έτσι επιτεύχθηκε η είσοδος της χώρας μας στην ΟΝΕ. Το ΠαΣοΚ είχε βάλει ως απαραβίαστο όριο διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου το 33%. Οι κκ. Ν. Χριστοδουλάκης και Χρ. Βερελής, υπουργοί Οικονομίας και Μεταφορών αντιστοίχως, προσπάθησαν να βρουν «στρατηγικό σύμμαχο», ξεκίνησαν συζητήσεις με Ισπανούς και Γερμανούς (την Deutsche Telekom), αλλά τελικά οι αντιδράσεις ματαίωσαν το εγχείρημα.


Οταν ανέλαβε η ΝΔ τη διακυβέρνηση της χώρας ιδιωτικοποίησε ένα 10% του ΟΤΕ και το 2006 πέρασε με τροπολογία στο φορολογικό νομοσχέδιο διάταξη η οποία ήρε τον περιορισμό για το 33% του Δημοσίου. Το επόμενο έτος ανέθεσε σε κονσόρτσιουμ τραπεζών την αναζήτηση στρατηγικού επενδυτή, αλλά η προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Από εκεί και μετά, ακολούθησε μια πορεία με πολλές σκοτεινές περιοχές, τις οποίες προς το παρόν τουλάχιστον αρνείται να φωτίσει, δίνοντας λαβές στο ΠαΣοΚ να μιλά για «συναλλαγές κάτω από το τραπέζι» και στον ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώνει αιχμηρά ερωτήματα («Γιατί η Marfin απέκτησε το πρώτο 5% την ημέρα που προκηρύχθηκαν οι εκλογές και επιπλέον 5,4% την επόμενη μέρα των εκλογών;» απορεί ο κ. Αλαβάνος) και να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «κατάντησε την Ελλάδα Καζαμπλάνκα».


Τον Αύγουστο του 2007, περίπου έναν μήνα πριν από τις εκλογές, η κυβέρνηση τροποποίησε τον νόμο 2190, ο οποίος κατοχύρωνε τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Τότε μπήκε στο παιχνίδι ο επιχειρηματίας κ. Α. Βγενόπουλος, ο οποίος στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου αγόρασε αρχικώς το 5% του ΟΤΕ και σταδιακά έφθασε στο 19,8%. Η κυβέρνηση, έπειτα από τον σάλο που προκλήθηκε και τις κατηγορίες που της απευθύνθηκαν ότι της πήραν τον ΟΤΕ μέσα από τα χέρια της, έθεσε με νόμο πλαφόν 20% για τη συμμετοχή ιδιωτών στις ΔΕΚΟ, προκειμένου να κερδίσει χρόνο, καθώς η ρύθμιση βρίσκεται σε αντίθεση με τα ισχύοντα στην ΕΕ. Το επόμενο στάδιο ήταν η συμφωνία της MIG με την Deutsche Telekom (DT) και η κρυφή, σύμφωνα με την αντιπολίτευση, συμφωνία της κυβέρνησης με την DT.


Προτού καταλήξουν τα πράγματα στο σημείο που βρίσκονται σήμερα, είχαν προηγηθεί κινήσεις οι οποίες καθιστούσαν ελκυστικότερη την επένδυση «όμιλος ΟΤΕ». Εξαγοράστηκε η εταιρεία Γερμανός από την CosmOTE. Οπως είπε ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλ. Αλαβάνος στη Βουλή, ο ΟΤΕ πλήρωσε 1,6 δισ. ευρώ «για να αγοράσει με μια σκανδαλώδη συμφωνία τετρακόσια μαγαζιά του Γερμανού». Η Deutsche Telekom με 2.860.000.000 θα αγοράσει όλον τον όμιλο ΟΤΕ. Από αυτά, τα 2,5 δισ. ευρώ θα τα πάρει η Marfin και τα 360 εκατ. το κράτος.


Επίσης, η CosmOTE και η OTEnet, οι δύο πιο κερδοφόρες θυγατρικές, ενσωματώθηκαν στον κυρίως Οργανισμό. Με το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου συνταξιοδοτήθηκαν 7.000 εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων έμπειρα συνδικαλιστικά στελέχη, και άλλαξαν οι εργασιακές σχέσεις. Με τους συνδικαλιστές «ξεδοντιασμένους» και τους 5.000 νέους υπαλλήλους, χωρίς μόνιμες θέσεις και χαμηλότερα αμειβόμενους, είναι αναμενόμενο να μην εκδηλώνονται δυναμικές αντιδράσεις στον ΟΤΕ.


Η αντιπολίτευση «Μην πουλήσετε» προειδοποιεί το ΠαΣοΚ


Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ έχει απευθύνει προειδοποίηση να μην προχωρήσει το ελληνικό Δημόσιο σε συμφωνία εκχώρησης προς την Deutsche Telekom. Την περασμένη Πέμπτη στη Βουλή, ο κ. Παπανδρέου αποσαφήνισε τη θέση του κόμματός του λέγοντας ότι το ΠαΣοΚ είναι υπέρ των μετοχοποιήσεων και των συνεργασιών με τον ιδιωτικό τομέα, αλλά όχι και της παράδοσης της διοίκησης μιας επιχείρησης εθνικής στρατηγικής σημασίας. «Αυτή είναι η κόκκινη γραμμή που μας διαφοροποιεί. Εμείς λέμε πολύ ξεκάθαρα το μάνατζμεντ του ΟΤΕ να είναι στο Δημόσιο για να υπηρετείται το δημόσιο συμφέρον» είπε απευθυνόμενος προς τον κ. Κ. Καραμανλή.


Ο κ. Παπανδρέου μιλά για «εμφανή περίπτωση απιστίας σε βάρος του Δημοσίου», καθώς όπως λέει η κυβέρνηση δέχτηκε διαμεσολάβηση της Marfin Investment Group (MIG) για την παραχώρηση της διοίκησης ενός δημόσιου οργανισμού με αποτέλεσμα να έχει διαφυγόντα έσοδα πάνω από 805 εκατ. ευρώ. Το ΠαΣοΚ λέει «όχι» στην πώληση του ΟΤΕ, για τρεις λόγους: θεωρεί ότι η Ελλάδα χάνει ένα κυριαρχικό δικαίωμα, ότι η υποδομή στα Βαλκάνια δεν πρέπει να εκχωρηθεί για λόγους διπλωματίας αλλά και επειδή οι επενδύσεις αυτές τώρα αρχίζουν να αποδίδουν («η αγελάδα είναι πολύ μικρή για να τη σφάξεις» λένε) και ότι χαρίζεται ουσιαστική τεχνογνωσία. Το ΚΚΕ, όπως είπε η γενική γραμματέας του κόμματος κυρία Αλέκα Παπαρήγα, τάσσεται υπέρ της «αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης» και της επαναφοράς του ΟΤΕ και των δημοσίων επιχειρήσεων στο κράτος. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι δεν πρέπει να χαθεί ο δημόσιος χαρακτήρας του ΟΤΕ, και ζητεί να σταματήσει η διαδικασία πώλησης και σταδιακά να ανακτηθεί τουλάχιστον το 51% των μετοχών. Εναντίον των πωλήσεων είναι και ο ΛΑΟΣ, αλλά αν προχωρήσουν «θα μπορούσε το προϊόν των πωλήσεων να πάει σε ειδικό λογαριασμό για την εξόφληση του δημοσίου χρέους» προτείνει ο κ. Γ. Καρατζαφέρης.