Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) έχει ξεκινήσει μια θεαματική συζήτηση για την Τουρκία, η οποία συμπεριλαμβάνει μια σειρά ζητήματα δημοκρατικής συμπεριφοράς, μειονοτικά, οικονομικές και κοινωνικές διαφορές και θρησκευτικές διαμάχες. Η Τουρκία έγινε ευρωπαϊκό θέμα, όπως άλλωστε όλοι επιζητούσαμε στην Ελλάδα. Αντί όμως η ΕΕ να προσπαθεί να αμβλύνει τις διαφορές και να προσδιορίσει στην Τουρκία πώς να προσαρμοστεί, προσπαθεί να κλείσει το κουτί της Πανδώρας, το οποίο η ίδια άνοιξε κυρίως από το 1999 και μετά.


Η παρούσα κατάσταση στην Ευρώπη γύρω από την τουρκική ένταξη κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη και αισιόδοξη είναι για τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η ΕΕ δεν αξιοποίησε δεόντως την πρόσφατη νίκη της κυβέρνησης του Ερντογάν στις εκλογές, η οποία ήταν και μια νίκη εναντίον της παρεμβατικότητας του τουρκικού στρατού. Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι έχουν αφήσει τον γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος έχει δηλώσει εκ προοιμίου ότι η Τουρκία δεν είναι χώρα για ένταξη αλλά για ειδική σχέση, να καθορίζει τα πλαίσια της συζήτησης.


Ολο αυτό μας παραπέμπει στο παρελθόν, στην άρνηση του Ντε Γκώλ να δεχθεί την Βρετανία ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα μια προβληματική ένταξη της Βρετανίας και την a la carte προσέγγισή της στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Γαλλία αντιδρά είτε με τις προτάσεις για ειδική σχέση, είτε με το πάγωμα κεφαλαίων ένταξης, είτε με την αμφιλεγόμενη ιδέα της μεσογειακής ένωσης. Ενίοτε δε χρησιμοποιείται και το Κυπριακό ως ένα επιπλέον επιχείρημα εναντίον της τουρκικής ένταξης.


Είναι φανερό ότι η Ευρώπη δεν δίνει ξεκάθαρα μηνύματα στην Τουρκία και, ύστερα από σύντομη περίοδο αισιοδοξίας μεταξύ 1999-2004, έχουμε εισέλθει σε φάση αβεβαιότητας και αμφισβητήσεων με κυρίαρχη τη γαλλική (και κατά δεύτερο λόγο τη γερμανική) δυσπιστία. Από τη μεριά της η Τουρκία αντιδρά σπασμωδικά στα ευρωπαϊκά μηνύματα, οχυρώνεται πίσω από τις πιο εθνικιστικές και ευρωσκεπτικιστικές φωνές της και κατακρίνει την Ευρώπη συνολικά για διπλοπροσωπία και αντιτουρκική συμπεριφορά αποκλεισμού. Παρεκκλίνει έτσι από τον στόχο της για συμμόρφωση προς τις ευρωπαϊκές προϋποθέσεις και έχει σταματήσει τον εκδημοκρατισμό της.


Το σημερινό αρνητικό κλίμα ανάμεσα στην ΕΕ και στην Τουρκία δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η προοπτική για τη σύναψη ειδικής σχέσης απομακρύνει το ενδεχόμενο πλήρους εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας, η οποία στην περίπτωση μιας χαλαρής ενσωμάτωσής της θα θελήσει η ίδια να επιλέξει τους κανόνες και τους όρους που θα τηρήσει. Η άρνηση της Ευρώπης να αποδεχθεί την Τουρκία δημιουργεί μια δεύτερη Βρετανία, η οποία αν ποτέ ενταχθεί θα έχει πιθανότατα επιφυλάξεις για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι μια αντίστοιχη περίπτωση αποξένωσης επιτελείται από την ΕΕ προς τη Σερβία, η οποία και αυτή στρέφεται επί του παρόντος προς εθνικιστικές επιλογές και προσπαθεί να βρεί εναλλακτικές στη ρωσική υποστήριξη.


Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να απομακρυνθεί από τις προτάσεις για ειδική σχέση και να υποστηρίξει ουσιαστικά την πλήρη ένταξη. Η διαδικασία οικονομικής συνεργασίας και κάποιων κοινωνικών και πολιτιστικών ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο χώρες έχει αρχίσει να δημιουργεί ένα πλαίσιο σύσφιγξης των σχέσεων και διευκολύνει την προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής.


Στο μυαλό όμως όλων ανεξαιρέτως των Ελλήνων ελληνοτουρκικά σημαίνει Αιγαίο και Κυπριακό, θέματα στα οποία η πρόοδος είναι ανύπαρκτη και οι νοοτροπίες πιο δυσκίνητες. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές, ενώ δεν επηρεάζονται άμεσα από την Ευρώπη, σίγουρα ευνοούνται από ένα θετικό κλίμα.


Η ενταξιακή πορεία δεν αναμένεται να οδηγήσει σε αυτόματη επίλυση των διαφορών, καθορίζει όμως ένα ενιαίο πλαίσιο συμπεριφοράς και κάποιους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους επιλύονται οι διμερείς διαφορές. Πρόσφατα η Σλοβενία και η Κροατία υπέγραψαν συμφωνία ώστε οι συνοριακές τους διαφορές να επιλύονται στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η επιρροή της ΕΕ σε αυτή την έκβαση ήταν καθοριστική και η διμερής σχέση αφορούσε ένα κράτος μέλος και ένα υποψήφιο κράτος με σίγουρη προοπτική ένταξης.


Στην περίπτωση της Τουρκίας, όσο δεν είναι αξιόπιστη η προοπτική της ένταξης άλλο τόσο δεν κατοχυρώνεται και η αποδοχή κάποιων αποδεκτών κανόνων συμπεριφοράς. Γι’ αυτό το αρνητικό κλίμα στην Ευρώπη βλάπτει τα ελληνικά συμφέροντα και τις διμερείς σχέσεις με την Τουρκία. Η Ελλάδα σωστά προτάσσει κάποιες προϋποθέσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη σε σχέση με τη δημοκρατία, τον ρόλο του στρατού ή την αναγνώριση της Κύπρου. Ωστόσο χωρίς μια ξεκάθαρη πρόταση από την Ευρώπη οι προϋποθέσεις αυτές καθίστανται κενές περιεχομένου και η Τουρκία αντιδρά ακόμη περισσότερο.


Ο κ. Οθων Αναστασάκης είναι διευθυντής Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.