Η άποψη που θέλει την Τουρκία να είναι διαρκής απειλή έναντι της Ελλάδας υιοθετεί μια θεωρία «ψυχρού πολέμου». Οπως και οι αντίστοιχες θεωρίες περί Σοβιετικής Ενωσης, έτσι και αυτή ξεκινά από μια λανθασμένη προσωποποίηση της άλλης πλευράς, την παρουσίαση δηλαδή της Τουρκίας ως μονολιθικού πολιτικού μορφώματος. Μια πιο ρεαλιστική ανάλυση δείχνει ότι η διακυβέρνηση της Τουρκίας είναι, όπως σε κάθε χώρα, ένα σύνθετο πλέγμα άλλοτε συγκρουόμενων και άλλοτε αλληλοϋποστηριζόμενων συμφερόντων, ομάδων και συμμαχιών.


Η ψυχροπολεμική ανάλυση είναι κατά βάση στρατιωτική. Η βασική διάκριση είναι μεταξύ φίλων και εχθρών, των οποίων η μοίρα είναι αντίστροφα συνδεδεμένη. Η επιτυχία της μιας είναι η αποτυχία της άλλης. Το καλό της Ελλάδας είναι το κακό για την Τουρκία. Η ανάλυση αυτή είναι όμως πολιτικά αφελής.


Από το 1989 και μετά η ενδυνάμωση των πολυμερών διεθνών θεσμών, από τη μια πλευρά, και η ανάπτυξη των οικονομικών, τεχνικών και πολιτικών διεθνών δικτύων που αποκαλούμε συνοπτικά «παγκοσμιοποίηση» έχουν αλλάξει τη φύση των διεθνών σχέσεων. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σήμερα δεν είναι κάτι που εξαρτάται μόνον από τις δύο κυβερνήσεις. Εξαρτάται από διεθνείς οικονομικούς παράγοντες, την ισχύ των μεγάλων επιχειρηματικών μπλοκ στην Ελλάδα και στην Τουρκία, τη γενική πορεία της Τουρκίας προς την ΕΕ και την κατάσταση φυσικά στο Ιράκ (που επηρεάζει τη σχέση Τουρκίας – ΗΠΑ).


Μια τέτοια ρεαλιστική ανάλυση της σύνθετης σχέσης Ελλάδας – Τουρκίας δεν θα πρέπει να ομιλεί για την απειλή της Τουρκίας, αλλά για κινδύνους και ευκαιρίες. Οι κίνδυνοι είναι η ανάφλεξη στο Αιγαίο, η διχοτόμηση της Κύπρου, η γενικότερη αστάθεια των σχέσεών μας. Ο κίνδυνος πηγάζει κυρίως από ανώριμες πολιτικές ηγεσίες και τον πανικό που τους προκαλεί και μόνο η επίκληση του πατριωτισμού στην τηλεόραση.


Μια ρεαλιστική ανάλυση δείχνει όμως και τις ευκαιρίες. Αυτό έδειξε η πολιτική Σημίτη, που προσαρμόστηκε στις αλλαγές του 1989 και εφάρμοσε εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη στις πολυμερείς μας σχέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η εξομάλυνση των σχέσεών μας με την Τουρκία, η ανάδειξή μας ως παράγοντα σταθερότητας στη Νότια Ευρώπη και η είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ.


Η μεγαλύτερη ευκαιρία σήμερα είναι η προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Με βάση το Κοινοτικό Δίκαιο, η ένταξη της Τουρκίας ανατρέπει λίγο ως πολύ το 1922. Κάθε Ελληνας θα μπορεί να εγκατασταθεί ελεύθερα στην Πόλη. Κάθε επιχειρηματίας θα μπορεί να κάνει δουλειές από τη Σύμη και τη Χίο στην άλλη πλευρά του Αιγαίου ή και να ζήσει εκεί. Αντίστροφα, τούρκοι εργαζόμενοι και επιχειρηματίες θα μπορούν να έλθουν σε μας για να εργαστούν ή να στήσουν επιχειρήσεις. Και όλα αυτά με την αυστηρή προστασία της Επιτροπής και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οπως η Επιτροπή ταπείνωσε την ελληνική κυβέρνηση στο θέμα του παράνομου «βασικού μετόχου», έτσι και θα επιβληθεί στο μέλλον στην κυβέρνηση της Τουρκίας.


Αλλά ακόμη και αν δεν μπει τελικά η Τουρκία στην ΕΕ, οι ευκαιρίες παραμένουν, τουλάχιστον όσο η υποψηφιότητά της εκκρεμεί. Η σημαντικότερη είναι η συμφωνία για παραπομπή της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ενδεχομένως η αποδοχή από την Τουρκία του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Είναι δε καιρός να παραδεχτούμε, πρώτον, ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που έχουμε διαφορετικό εναέριο χώρο από αιγιαλίτιδα ζώνη και, δεύτερον, ότι έχουμε υπογράψει διεθνείς συμβάσεις που μας υποχρεώνουν να μη διατηρούμε στρατό σε ορισμένα νησιά.


Ολα αυτά πρέπει να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για μια συνολική λύση. Η καλή γειτονία στη βάση του δικαίου και των διεθνών θεσμών οδηγεί πάντα σε αμοιβαία επωφελή ειρήνη. Εάν το μπορούν Αγγλοι, Γάλλοι και Γερμανοί, των οποίων οι πόλεμοι είναι πιο πρόσφατοι και πιο αιματηροί από τους δικούς μας, γιατί όχι Ελληνες και Τούρκοι;


Ο κ. Παύλος Ελευθεριάδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.