ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ της ελληνικής οικονομίας είναι γνωστές.Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα μεταμορφώσουν την ελληνική οικονομία έχουν καταγραφεί επανειλημμένως. Εστιάζονται βασικά στη λειτουργία του κράτους,μια
και το κράτος στην Ελλάδα θεωρείται ότι είναι σε θέση να «επιχειρεί» το ίδιο ή να διαμορφώνει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο σε μια σειρά τομείς, όπως η παιδεία, η καινοτομία, η επιχειρηματικότητα, το φορολογικό/ασφαλιστικό σύστημα, οι ιδιωτικές επενδύσεις, ο ανταγωνισμός στις αγορές, η
ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές κ.ά.,που απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και οδηγεί σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.Οι πολιτικές δυνάμεις υπόσχονται ότι ένα καλύτερο κράτος θα φέρει μεγαλύτερη ευημερία.Βεβαίωςη πραγματικότητα είναι διαφορετική.

O,τι έγινε στη χώρα μας, έγινε επειδή υπήρχε εξωτερική πίεση, που πολλές φορές επιζητούμε διότι μόνο έτσι μπορούν να περάσουν επώδυνες προσαρμογές. Στο πλαίσιο αυτό η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 1981 και η είσοδος στην ευρωζώνη το 2001 είναι ημερομηνίες-κλειδιά για να καταλάβει κανείς τον ρυθμό, την ποιότητα και την έκταση των μεταρρυθμίσεων που έγιναν σε αυτή τη χώρα τα τελευταία 30 χρόνια. Αλλά και η συμμετοχή σε αυτές τις διακρατικές κοινότητες δεν μπορεί από μόνη της να παράγει πλούτο διαχρονικά και σε μόνιμη βάση, μια και στην ουσία συνιστούν μηχανισμούς προστασίας, με δεδομένες τις παραγωγικές δυνατότητες μιας χώρας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Κάτω από την προστασία της ομπρέλας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης, το ελληνικό αναπτυξιακό πρότυπο είναι δύσκολο να αλλάξει. Οταν μια επιχείρηση παράγει κυρίως για την προστατευμένη εσωτερική αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή μόνον την ντόπια ελληνική αγορά και όχι για την παγκόσμια αγορά, είναι δύσκολο να αποκτήσει το μέγεθος, την ανταγωνιστικότητα, τις δεξιότητες, την τεχνολογία που μακροχρόνια οδηγούν σε αύξηση της ευημερίας.

Απούσες οι ξένες επενδύσεις
Στην Ελλάδα σήμερα οι ξένες επενδύσεις είναι απούσες διότι συγκριτικά με άλλες χώρες έχουμε δημιουργήσει ένα θεσμικό πλαίσιο στρεβλώσεων, αγκυλώσεων, υψηλής φορολογίας, υψηλού μη μισθολογικού κόστους εργασίας, που όχι μόνον απωθούν τους ξένους επενδυτές και τα ικανά στελέχη αλλά καθιστούν και απρόσφορη την επενδυτική δραστηριότητα εγχωρίων επενδυτών που προτιμούν πλέον όλο και περισσότερο να επενδύουν στις οικονομίες των βορείων γειτόνων μας και όχι μόνον. Το ευρώ, επίσης, μας προστατεύει από τις επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής που ασκείται. Δεν αντιμετωπίζουμε θέματα χρηματοοικονομικής αστάθειας που πιθανόν να αντιμετωπίζαμε με μεγαλύτερη πιεστικότητα εάν υπήρχε ακόμη η δραχμή, δεδομένων των ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και του συνεχιζόμενου δανεισμού από το εξωτερικό.

Ας σημειωθεί ότι το χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αντανακλά με τον καλύτερο τρόπο το αναπτυξιακό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας που στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία είναι εσωστρεφής. Οι εξαγωγές προϊόντων αυξάνουν με ικανοποιητικό ρυθμό, ενώ η σύνθεσή τους αλλάζει σταδιακά προς προϊόντα υψηλότερης τεχνολογίας (π.χ. τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, πλαστικά, ιατρικά και φαρμακευτικά προϊόντα) και ο προορισμός τους μετακινείται προς τις δυναμικές αναδυόμενες αγορές της Ευρώπης, της Ρωσίας κ.λπ. Πιο σημαντικές όμως από τις εξαγωγές προϊόντων είναι οι εξαγωγές υπηρεσιών, με τις εισροές από τη ναυτιλία και τον τουρισμό να είναι, μαζί, διπλάσιες από τις εξαγωγές ελληνικών προϊόντων.

Στην πρώτη θέση η ναυτιλία
Η ελληνική ναυτιλία έχει κατακτήσει την πρώτη θέση στην παγκόσμια αγορά, ενώ οι προοπτικές της ενισχύονται από την ανάπτυξη των αναδυομένων οικονομικών δυνάμεων, κυρίως της Κίνας, που για πολλά χρόνια ακόμη θα δημιουργεί συνθήκες υψηλής κερδοφορίας στον τομέα των μεταφορών λόγω της αύξησης του διεθνούς εμπορίου. Ο τουρισμός, επίσης, αξιοποιώντας την καλή γεωγραφική μας θέση, αναπτύσσεται ικανοποιητικά. Η Ελλάδα, περιλαμβανομένων των 6.000

περίπου νησιών και νησίδων της, διαθέτει μια ακτογραμμή 13.780 χιλιομέτρων, με τα νησιά και τις νησίδες να αποτελούν το ήμισυ της ακτογραμμής της χώρας. Η ακτογραμμή αυτή, που είναι μεγαλύτερη από εκείνη της υπόλοιπης μεσογειακής Ευρώπης, είναι υψηλού φυσικού κάλλους και, κυρίως, δεν είναι οικονομικά αξιοποιημένη. Τα περιθώρια ανάπτυξης συνεπώς είναι μεγάλα.

Οι κατασκευές κατοικιών, η διαχρονική αυτή αναπτυξιακή μηχανή της ελληνικής οικονομίας, είναι έτοιμες να απογειωθούν αν επιλέξουμε να γίνουμε τόπος προορισμού παραθεριστικής ή/ και δεύτερης κατοικίας για τους Ευρωπαίους που επιζητούν διαμονή σε ένα πιο «εύκρατο και υγιεινό» κλίμα. Το γεγονός δε ότι άλλες χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου φαίνεται να έχουν προσεγγίσει τα όρια του αναπτυξιακού αυτού προτύπου (π.χ. Ισπανία) μάς δίνει πλεονεκτήματα. Η ζήτηση, λογικά, θα απογειωθεί τα επόμενα χρόνια καθώς όχι μόνο οι γενιές των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βγαίνουν σταδιακά στη σύνταξη αλλά και εκατομμύρια άλλοι στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης θα δουν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται λόγω της ταχείας ανάπτυξης των οικονομιών τους, τροφοδοτώντας τη ζήτηση για κατοικίες στην Ελλάδα. Το δίδυμο τουρισμός- κατοικίες, σε συνδυασμό με τις υποδομές που πρέπει να αναπτυχθούν, μπορεί να δώσει την αναπτυξιακή εκείνη ώθηση στην οικονομία μας που χρόνια τώρα αναζητούμε σε άλλους χώρους, στους οποίους όμως η Ελλάδα δεν διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Προσπαθήσαμε, για παράδειγμα, τα τελευταία 50 χρόνια να φτιάξουμε βιομηχανία μέσω των αναπτυξιακών νόμων, με μέτρια αποτελέσματα. Η γεωργία μας, τέλος, είναι προσανατολισμένη στην απορρόφηση επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ η γεωργική παραγωγή είναι στάσιμη και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις.

Υψηλές προσδοκίες
Μπορεί η ανάπτυξη μέσω έμφασης στον χώρο του τουρισμού- κατοικίας να μην ταιριάζει με τις υψηλές προσδοκίες όσων ονειρεύονται μια Ελλάδα που επενδύει στη γνώση, στην παιδεία, στις νέες τεχνολογίες, που γίνεται κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και χρηματοοικονομικό κέντρο των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, που πρωτοστατεί στην προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ. Οσο θεμιτές και αν είναι οι επιδιώξεις αυτές, το κράτος δεν διαθέτει την τεχνογνωσία ή τους πόρους για να τις φέρει εις πέρας, εξ ου και οι ιδιωτικοποιήσεις όπου υπάρχει πρόσφορο έδαφος. Ολες αυτές οι επιδιώξεις μπορούν να επιτευχθούν από ένα υψηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, με το οποίο και ταυτίζονται. Η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να μεγαλουργήσει στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης αν όντως αναπτυχθεί στον άξονα τουρισμός- κατοικίες- υποδομές. Ο πληθυσμός της θα αυξηθεί, τα εισοδήματα θα αυξηθούν πολλαπλασιαστικά και θα δημιουργηθούν από μόνες τους οι κατάλληλες συνθήκες για τη μετάβαση της χώρας μας σε ένα ανώτερο επίπεδο ευημερίας. Πολλοί ασκούν κριτική σε μια τέτοια προσέγγιση στην ανάπτυξη, βλέποντας καταστροφή του περιβάλλοντος. Αν και αυτός είναι ένας κίνδυνος που δεν μπορεί να αγνοηθεί, η διαχείριση του κινδύνου αυτού δεν είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο σε μια συντεταγμένη κοινωνία. Επιπρόσθετα, η προστασία του περιβάλλοντος πολλές φορές υποκρύπτει αλλότριες προθέσεις που δεν είναι άλλες από τη διατήρηση της υφισταμένης οικονομικής κατάστασης.

Η ανάπτυξη στην επαρχία
Οι τοπικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν, ως επί το πλείστον, εχθρικά την ανάπτυξη καθώς διαταράσσει το status quo της προσοδοφορίας ήδη ανεπτυγμένων περιοχών. Για να ενστερνιστούν το αναπτυξιακό αυτό πρότυπο θα πρέπει να συμμετέχουν στη διαμόρφωσή του. Ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά στις κατασκευές υποδομών που θα στηρίζουν τη μεταμόρφωση της χώρας στον άξονα τουρισμού- κατοικιών έτσι ώστε οι κρατικοί πόροι να μη χαραμίζονται ουσιαστικά σε εισοδηματικές ενισχύσεις.

Πρέπει να αποκτήσουν δρόμους, λιμάνια, αεροδρόμια και άλλες σύγχρονες υποδομές όλες οι περιοχές που μπορούν να αναπτυχθούν κατά το νέο πρότυπο, στο πλαίσιο όμως ενός νέου, πιο ευέλικτου και κυρίως αποκεντρωμένου χωροταξικού και αναπτυξιακού σχεδιασμού που θα δημιουργήσει ανταγωνισμό στην προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων στις τοπικές κοινωνίες.

Με ρυθμό ανάπτυξης 3% -4% η ανάγκη για αλλαγές στο αναπτυξιακό πρότυπο είναι ενδεχομένως μικρή και η αντίσταση στις αλλαγές μεγάλη. Αν όμως δεν γίνουν αλλαγές, οι μακροχρόνιες προοπτικές για διατήρηση ακόμη και του ρυθμού αυτού ανάπτυξης, ιδίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, είναι μάλλον περιορισμένες.

Ο κ. Μιχάλης Μασουράκης είναι Group Chief Εconomist της Αlpha Βank.