Τι σκέφτονται, σε τι ελπίζουν και τι φοβούνται οι έλληνες πολίτες; Πόσο και πώς τους απασχολούν τα πραγματικά προβλήματα του τόπου: η ανεργία, η ακρίβεια, το Ασφαλιστικό, η Υγεία, η Παιδεία, το περιβάλλον, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, οι εξωτερικές σχέσεις της χώρας, οι ξένοι μετανάστες; Με τη βοήθεια της Κάπα Research και μιας σειράς εγκύρων συνεργατών, πρώτα το «Βήμα Ιδεών» της περασμένης Παρασκευής, τώρα το κυριακάτικο «Βήμα» και από την Τρίτη η ημερήσια έκδοση καταγράφουν, συγκρίνουν, αναλύουν και αποτιμούν τα συμπεράσματα μιας μεγάλης πανελλαδικής έρευνας σε δείγμα 10.000(!) πολιτών, διαφόρων ηλικιών, μορφωτικών επιπέδων και επαγγελματικών ιδιοτήτων. Οι απαντήσεις τους άλλοτε επιβεβαιώνουν όσα ήδη γνωρίζαμε ή βασίμως υποψιαζόμασταν και άλλοτε ρίχνουν νέο φως στα κρίσιμα για το μέλλον του τόπου ζητήματα.


Ο μεσαίος χώρος σε σύγχυση Υπάρχει εθνική συναίνεση – αλλά είναι συναίνεση στην «ακινησία»


1. Οι προτεραιότητες των πολιτών


Περιβάλλον, Παιδεία, Υγεία, ανεργία, Ασφαλιστικό, αμυντικές δαπάνες και διαφθορά είναι οι επτά προτεραιότητες του πολιτικού προγραμματισμού για τη χώρα μας. Οι απόψεις των ερωτωμένων στα ζητήματα αυτά συγκλίνουν σε ποσοστά άνω του 60%, χωρίς διαχωρισμούς ανά κατηγορία πληθυσμού (ηλικία, φύλο, εισόδημα, πολιτική τοποθέτηση).


Αναλυτικότερα, οι προτεραιότητες των πολιτών συνίστανται στην προστασία του περιβάλλοντος (72%) και στις περικοπές των αμυντικών δαπανών προς όφελος της Παιδείας και της Υγείας (72%). Το 60% των ερωτωμένων θεωρεί ότι θα πρέπει να διασφαλισθεί ο δημόσιος χαρακτήρας της ανώτερης παιδείας με αύξηση των δαπανών στο 5% του ΑΕΠ (61%). Το ίδιο ποσοστό (61%) πιστεύει στην αντιμετώπιση των ελλείψεων του ΕΣΥ για να συνεχίσει η Υγεία να αποτελεί δημόσιο αγαθό.


Σχεδόν 6 στους 10 ερωτωμένους (57%) θεωρούν την ανεργία το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα, ενώ το 93% των πολιτών πιστεύει ότι η διαφθορά έχει λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις και αποτελεί δυσεπίλυτο πρόβλημα (56%). Το 66% των ερωτωμένων θεωρεί ότι είναι δυνατή η επίλυση του Ασφαλιστικού χωρίς να θιγούν τα ηλικιακά όρια ή οι συντάξεις.


Τέλος, χωρίς ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις εμφανίζονται οι ερωτώμενοι απέναντι στη διαμαρτυρία. Αν και αποτελούν ένα δημοκρατικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, οι διαδηλώσεις δεν πρέπει να παραλύουν τη λειτουργία της πόλης (62%).


2. Το φοβικό ρεύμα σε ανάπτυξη


Αν τα παραπάνω ευρήματα σκιαγραφούν την Ελλάδα που θέλουν οι πολίτες της, η «εθνική επιτυχία» εξαρτάται άμεσα από τη διαχείριση ενός σκληρότερου πολιτικού πυρήνα που περιλαμβάνει τα εξής ζητήματα: την οικονομία, τη θέση της Ελλάδας στο γειτονικό της περιβάλλον, τη μετανάστευση, την εσωτερική ασφάλεια και τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας. Τα θέματα αυτά διασπούν την καταγεγραμμένη συναίνεση και διαμορφώνουν δύο τάσεις στην ελληνική κοινωνία με σαφή ιδεολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά: τη φοβική τάση και το αντίθετό της, δηλαδή τη φιλελεύθερη τάση.


Το φοβικό ρεύμα της ελληνικής κοινωνίας αποδίδει την ακρίβεια στο ευρώ (48%), δηλαδή σε μια πολιτική που επιβάλλεται εκ των άνω, από την ΕΕ, και λειτουργεί με κανόνες που η εθνική οικονομία αδυνατεί να ελέγξει.


Σε ό,τι αφορά τους μετανάστες, παρ’ όλο που επτά στους δέκα ερωτωμένους (70%) θεωρούν ότι είναι πάρα πολλοί για το μέγεθος μιας χώρας όπως η Ελλάδα, εν τούτοις το ρεύμα που εξετάζουμε θεωρεί τους μετανάστες «ξένους». Είναι οι υπεύθυνοι για την ανεργία και τη συμπίεση των μισθών (60%) και πρέπει να απελαθούν (48%).


Το αίσθημα ανασφάλειας είναι ιδιαίτερα έντονο, αφού η τρομοκρατία παραμένει στην Ελλάδα ζωντανή απειλή (42,5%), ενώ η θέση της χώρας στο γειτονικό της περιβάλλον γίνεται αντιληπτή με όρους «εθνοκεντρικούς». Στο επίκαιρο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων, δεν είναι αποδεκτή μια ονομασία που θα περιελάμβανε αναφορά στη λέξη «Μακεδονία» (50%). Τέλος, δεν πρέπει να υπάρξει διαχωρισμός Πολιτείας – Εκκλησίας.


3. Το φιλελεύθερο ρεύμα σε άμυνα


Η τάση αυτή βρίσκεται στον αντίποδα της προηγούμενης. Αποδίδει την ακρίβεια στην κυβερνητική πολιτική, δηλαδή θεωρεί ότι η οικονομία ορίζεται και σχηματοποιείται από την κυβέρνηση της χώρας και όχι από «τις Βρυξέλλες» (40%). Οι μετανάστες έχουν όντως συμπιέσει τους μισθούς, αλλά και έχουν βελτιώσει την ελληνική οικονομία και την ποιότητα ζωής των Ελλήνων. Σε κάθε περίπτωση, μια μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να έχει στόχο την ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία (48%).


Το φιλελεύθερο ρεύμα θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι μια ασφαλής χώρα, αφού έχει εξαλείψει την τρομοκρατία με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» (50%). Τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης της λαϊκότητας του κράτους, είναι, με άλλα λόγια, υπέρ του διαχωρισμού Πολιτείας – Εκκλησίας (50%). Τέλος, αντιλαμβάνεται τη θέση της Ελλάδας στο άμεσο περιβάλλον της με όρους «ανοίγματος στον γείτονα» και θα δεχόταν ονομασία των Σκοπίων με αναφορά στη λέξη «Μακεδονία» (46%).


Ι. Η διόγκωση του «μεσαίου χώρου»


Παρά τη σαφήνεια των παραπάνω τάσεων που διαπερνούν όλον τον πληθυσμό, η έρευνα της Κάπα Research καταγράφει ένα παράδοξο: η αντινομία μεταξύ φοβικού και φιλελεύθερου ρεύματος όχι μόνο δεν επηρεάζει τις προτεραιότητες του πολιτικού προγραμματισμού, αλλά φαίνεται να κινείται ανεξάρτητα από τον κλασικό ιδεολογικό διαχωρισμό μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Στην κλίμακα από το 1 ως το 9, όπου το 1 σημαίνει «Αριστερά» και το 9 «Δεξιά», η πλειονότητα των ερωτωμένων τοποθετεί εαυτήν στο 5, δηλαδή στη μέση του ιδεολογικού φάσματος.


Μια ερμηνεία της διόγκωσης του λεγόμενου «μεσαίου χώρου» είναι η αλλαγή «πολιτικής φρουράς» στη διακυβέρνηση της χώρας. Οπως και στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, η άνοδος της Κεντροδεξιάς και η κεντροαριστερή αναζήτηση ταυτότητας προκαλούν εναλλαγή ιδεών και αξιών από τη μία πολιτική πτέρυγα στην άλλη. Ετσι ο κ. Καραμανλής κάνει τη μεταρρύθμιση (άλλοτε κεντρική αξία του προοδευτικού χώρου) βασικό άξονα της νέας του διακυβέρνησης, ενώ ο κ. Παπανδρέου μίλησε για νέο πατριωτισμό, έννοια που αντλεί τη σημασία της από ένα συντηρητικό πλαίσιο.


Ωστόσο, σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων και εφαρμογών τα ίδια τα πολιτικά κόμματα «εξουσίας» φαίνεται να κινούνται λιγότερο στον άξονα Αριστερά – Δεξιά και περισσότερο στους άξονες της οικονομίας και της κοινωνίας. Σχηματικά:


Ο «μεσαίος χώρος» συντίθεται από ψηφοφόρους όλων των κομμάτων και τοποθετείται στο σημείο που τέμνονται οι άξονες του παραπάνω σχήματος. Οι πολιτικές και τα κόμματα επίσης κινούνται σε αυτόν τον χώρο: επιλέγουν περισσότερο ή λιγότερο κράτος και περισσότερο ή λιγότερο κοινωνικό – πολιτικό φιλελευθερισμό, σε ομοιόχρωμα μείγματα…


Τα άλλοτε ξεκάθαρα νοήματα της Αριστεράς και της Δεξιάς φαίνεται να υποχωρούν και η άγνοια γύρω από τις προτεινόμενες πολιτικές στα μεγάλα ζητήματα της χώρας φαίνεται να καλύπτει αυτό το κενό. Ο μεσαίος χώρος εμφανίζεται «σε σύγχυση». Οι εκτιμήσεις των πολιτών συχνά είναι επιφανειακές ή υποκρύπτουν άλλο από αυτό που λένε. Για παράδειγμα, το Ασφαλιστικό θεωρείται πολύ σημαντικό πρόβλημα, αλλά εκτιμάται ότι μπορεί να λυθεί χωρίς να αλλάξει τίποτε! Ομοίως, η ανησυχία για το περιβάλλον και η πρόθεση να υποστούμε σοβαρά κόστη για την προστασία του φαίνεται να περιορίζονται μόλις συγκεκριμενοποιηθεί κάποιο μέτρο (π.χ. φορολογία καυσίμων, αύξηση τιμής ρεύματος).


Η επιφανειακή επίκληση θεμάτων χωρίς ουσία είναι πιθανώς αντικατοπτρισμός μιας πολιτικής που προσπαθεί να παρακάμψει τις ουσιαστικές επιλογές (στην προσπάθεια να αποσείσει το πολιτικό κόστος). «Χαϊδεύει» με αυτόν τον τρόπο τον μεσαίο ψηφοφόρο, ο οποίος τελικά έχει πειστεί ότι όχι μόνο θα γίνει «ομελέτα χωρίς να σπάσουν αβγά», αλλά θα «τη φάει κιόλας χωρίς να πληρώσει τον λογαριασμό». (Το φαινόμενο αυτό φαίνεται πιο καθαρά στις απαντήσεις για το Σκοπιανό, τη μετανάστευση, τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και τέλος στο νόημα της παγκοσμιοποίησης.)


Ο «μέσος» Ελληνας φαίνεται να αντιμετωπίζει τον κόσμο σαν ένα τηλεπαράθυρο, όπου η πολιτική αντιπαράθεση γίνεται για δική του τέρψη και δεν συνεπάγεται κανενός είδους προσαρμογή μετά την απενεργοποίηση του δέκτη του. Η «σύγχυση» του μεσαίου χώρου που καταγράφει η έρευνα είναι το τίμημα της έλλειψης διαλόγου και του πολιτικού λόγου με μισόλογα…


Ι. Το συμπέρασμα και το μήνυμα


Ο πολιτικός κόσμος στη χώρα μας διαχειρίζεται τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές που συντελούνται σήμερα σε όλη την Ευρώπη μάλλον με όρους εκλογικούς. Ωστόσο η χώρα πρέπει επιπλέον να επιτύχει τη μετάβαση από τη Μεταπολίτευση (ιδίως ως προς την πολιτική και κοινωνική της κληρονομιά) στη νέα εποχή που διανύουμε, η οποία δεν έχει ακόμη σαφή χαρακτηριστικά. Σε αυτή τη νέα εποχή το ζητούμενο για τις δύο παρατάξεις που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση δεν είναι τόσο τα «εκλογικά κατορθώματά τους». Το μεγάλο ζητούμενο είναι ποια πολιτική παράταξη θα καταφέρει να επανακινήσει πολιτικά και ιδεολογικά τον «μεσαίο χώρο» που σήμερα είναι σε σύγχυση και ακινησία. Ποια πολιτική παράταξη θα προσανατολίσει την ελληνική κοινωνία και θα διαμορφώσει τη δυναμική και το μέλλον της.


Ο κ. Αλέξης Κ. Ρουτζούνης είναι διευθυντής του Τμήματος Πολιτικών Ερευνών της Κάπα Research.