Η Κρύπτη των Καπουτσίνων



Ο Γιόζεφ Ροτ είναι η επιτομή του γερμανόφωνου εβραίου όλων των εποχών. Γεννήθηκε το 1894 από γερμανοεβραίους γονείς στο Μπρόντι, μια μικρή πόλη κοντά στο Λβοφ της Γαλικίας (σημερινής Δυτικής Ουκρανίας), στην Αυστροουγγαρία. Ο πεθερός του ήταν πωλητής ηλεκτρικών ειδών στη Βιέννη, ο θείος του ράφτης και ο παππούς του ραβίνος. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια προτού ο Γιόζεφ γεννηθεί και πέθανε, σύμφωνα με τον Ροτ, σε ένα άσυλο ψυχοπαθών στο Αμστερνταμ – στην πραγματικότητα πέθανε στη Ρωσία. Ο Ροτ έζησε εναλλάξ με συγγενείς του πατέρα και της μητέρας του. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Λβοφ και της Βιέννης και το 1916 εγκατέλειψε τις σπουδές για να καταταγεί εθελοντικά στον αυστριακό αυτοκρατορικό στρατό και να συμμετάσχει στον Μεγάλο Πόλεμο. Είχε μάλλον θέση γραφείου, παρ’ ότι ο ίδιος αργότερα ισχυρίστηκε ότι κρατήθηκε επί μήνες στη Ρωσία ως αιχμάλωτος πολέμου. Στο μεταξύ η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία με τις 15 επίσημες γλώσσες της κατέρρευσε, αλλά ο Ροτ δεν απώλεσε τον θαυμασμό για το χαμένο μεγαλείο.


Το 1920 μετακόμισε στo Βερολίνο και ξεκίνησε εκεί μια εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα ως δημοσιογράφος για τις εφημερίδες «Neue Berliner Zeitung» και «Berliner Borsen-Courier», ακολούθως έγινε ανταποκριτής για τη δημοφιλή φιλελεύθερη εφημερίδα Frankfurter Zeitung και άρχισε τα ταξίδια σε όλη την Ευρώπη. Το 1925 διήνυσε ένα μακρύ διάστημα στη Γαλλία και ποτέ έκτοτε δεν θα γυρνούσε στο Βερολίνο. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 η γυναίκα του Φρειδερίκη έπαθε σχιζοφρένεια και αυτό βύθισε τον Ροτ σε συναισθηματική και οικονομική κρίση. Τον ίδιο καιρό θα εμφανιζόταν και ως συγγραφέας με γλαφυρή απεικόνιση στα έργα του της ζωής στη μεταπολεμική Ευρώπη. Στη δεκαετία του ’30 η αφήγησή του θα γινόταν λιγότερο πιστή στην πραγματικότητα, αφού και ο ίδιος είχε απογοητευθεί από τις εξελίξεις και εξέφραζε συχνά μια μελαγχολία για την αυτοκρατορική Κεντρική Ευρώπη της εποχής πριν από το 1914. Στο κορυφαίο έργο του Ραντέτσκι Μαρτς (Radetzkymarsch, 1932) ο συγγραφέας περιγράφει τις τελευταίες μέρες της μοναρχίας των Αψβούργων, την πολυεθνική ισορροπία της, τη γραφειοκρατική ακεραιότητά της, τον ηδονιστικό αισθησιασμό της.


Αργότερα, στο έργο του The Wandering Jews θα φανέρωνε την αμφιθυμία του απέναντι στον δυτικό πολιτισμό: «Οι εβραίοι της Ανατολικής Ευρώπης ατενίζουν τη Δύση με μια προσδοκία που δεν της αξίζει. Για τους εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης η Δύση συμβολίζει την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τον πολιτισμό και τη δυνατότητα εργασίας και αξιοποίησης του ταλέντου σου. Η Δύση εξάγει μηχανές, αυτοκίνητα, βιβλία και ποιήματα στην Ανατολή. Στέλνει την προπαγάνδα της με σαπούνια και είδη προσωπικής υγιεινής, χρήσιμα και ευφραντικά πράγματα, όλα σαγηνευτικά και πεταγμένα τήδε κακείσε στην Ανατολή. Για τους εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης η Γερμανία, για παράδειγμα, παραμένει η χώρα του Γκαίτε και του Σίλερ, η γη των γερμανών ποιητών, με τους οποίους ο κάθε νεαρός εβραίος αισθάνεται πολύ περισσότερο εξοικειωμένος απ’ ό,τι με τη σβάστικα που φέρουν τώρα οι μαθητές του γυμνασίου…».


Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 ο Ροτ, ως εξέχων φιλελεύθερος εβραίος δημοσιογράφος, αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στο Παρίσι, την αγαπημένη του πόλη. Χωρίς να έχει την πρόθεση να απαρνηθεί τις ρίζες του, ο Ροτ έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη σχέση του με τον καθολικισμό και ίσως, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, να προσηλυτίστηκε. Οπως ανέφερε ο μεταφραστής του Michael Hoffman στην έκδοση των δοκιμίων του Report from a Parisian Paradise, λέγεται ότι ο Ροτ είχε δύο κηδείες, μία εβραϊκή και μία καθολική. Πέθανε στο Παρίσι την 27η Μαΐου 1939.