Βαριά οπλισμένη, μια διμοιρία των σωμάτων ασφαλείας της γερμανικής αστυνομίας εισβάλλει σε ένα διαμέρισμα. Τα πρόσωπα των αστυνομικών είναι κρυμμένα κάτω από εφιαλτικές κουκούλες, μέσω των οποίων οι άνδρες θυμίζουν φιγούρες της Κου Κλουξ Κλαν, ντυμένες στα πράσινα. Διακρίνουμε μόνο το πρόσωπο του αποφασιστικού αρχηγού της διμοιρίας (Μάριο Αντορφ).


Σήμερα μια σκηνή όπως η προαναφερθείσα ίσως να μη λέει κάτι ιδιαίτερο στο ασκημένο από παρόμοιες σκηνές σωματικής και ψυχολογικής βίας μάτι του θεατή. Στην εποχή της ταινίας «Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» όμως, δηλαδή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τέτοιες σκηνές ήταν κυριολεκτικά πρωτόγνωρες, πόσο μάλλον στον κινηματογράφο της Δυτικής Γερμανίας, χώρας η οποία είχε ήδη πληγεί τα μέγιστα από τρομοκρατικά χτυπήματα, με χαρακτηριστικότερο εκείνο των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου το 1972.


Η κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος του Χάινριχ Μπελ από τον Φόλκερ Σλέντορφ και τη Μαργκαρέτε φον Τρότα (ήταν ήδη παντρεμένοι από το 1971 και χώρισαν το 1991) σηματοδοτεί το πρώτο σοβαρό βήμα που έκανε ο γερμανικός κινηματογράφος της δεκαετίας του ’70 στη ρεαλιστική πολιτική ταινία. Για πρώτη φορά το γερμανικό σινεμά καταπιανόταν με θέματα που έβραζαν από την εποχή των μεγάλων κινημάτων της δεκαετίας του ’60.


Ακριβώς όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημα του Μπελ, το φιλμ των Σλέντορφ – Φον Τρότα στοχεύει σε μια εις βάθος ανάλυση του φαινομένου της «εισαγγελίας του κίτρινου Τύπου». Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι ο συγγραφέας εμπνεύστηκε τη «Χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ» από μια προσωπική εμπειρία του: το 1971 έγραψε άρθρο στο «Der Spiegel» κατηγορώντας την εφημερίδα «Der Bild» που είχε καταδικάσει σε πρωτοσέλιδό της την τρομοκρατική οργάνωση Μπάαντερ – Μάινχοφ για μια ληστεία μετά φόνου την επομένη του περιστατικού. Η εφημερίδα της ταινίας λέγεται «Der Zeitung» (η λέξη μεταφράζεται ως «Η εφημερίδα»), αλλά είναι σαφές ότι πρόκειται για την «Bild», το όνομα της οποίας δεν θα μπορούσε βεβαίως να χρησιμοποιηθεί στην ταινία. Ο λογότυπος της εφημερίδας στην ταινία καθώς και η γραμματοσειρά που χρησιμοποιήθηκε παρέπεμπαν αμέσως στην «Bild». Μάλιστα στα ζενερίκ της ταινίας αναφέρεται το εξής: «Ομοιότητες με τις δημοσιογραφικές μεθόδους της εφημερίδας «Bild» δεν ήταν ούτε σκόπιμες ούτε συμπτωματικές, αλλά αναπόφευκτες».


Ο Μπελ και οι σκηνοθέτες «μετέφεραν» το αυθεντικό περιστατικό του 1971 πάνω στην περίπτωση μιας νεαρής υπηρέτριας (Αντζελα Βίνκλερ) η οποία καταδικάζεται από την εφημερίδα ως τρομοκράτισσα και βλέπει τη ζωή της να καταστρέφεται ολοσχερώς. Η εικόνα της κηλιδώνεται καθημερινά από την εφημερίδα που την εκθέτει σε όλα, από τα πολιτικά «πιστεύω» ως τη σεξουαλική ζωή της. Επιπλέον, η ταινία με αρκετά κατηγορηματικό τρόπο παίρνει ξεκάθαρη θέση εναντίον των κρατικών μηχανισμών που πολλάκις καταπατούσαν τα δημοκρατικά δικαιώματα του πολίτη με το να κατασκοπεύουν ή να ασκούν άλλες παράνομες μεθόδους προκειμένου να πετύχουν τον σκοπό τους.


Η καριέρα του Σλέντορφ ανέβηκε στα ύψη ύστερα από την καλλιτεχνική επιτυχία της «Χαμένης τιμής της Κατερίνας Μπλουμ» και τέσσερα χρόνια αργότερα ο γερμανός σκηνοθέτης μετέφερε στον κινηματογράφο ένα εξίσου σπουδαίο μυθιστόρημα, το «Ταμπούρλο» του Γκύντερ Γκρας, το οποίο μοιράστηκε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την «Αποκάλυψη τώρα!» του Φράνσις Κόπολα και απέσπασε το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (το «Ταμπούρλο» έχει ήδη δοθεί στην ίδια σειρά προσφοράς του «Βήματος»).