Η χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ



Ο Χάινριχ Μπελ, αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος πεζογράφος της μεταπολεμικής Γερμανίας, αγαπήθηκε από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό και τα περισσότερα μυθιστορήματά του έχουν μεταφρασθεί στη γλώσσα μας με μικρή ή μεγάλη επιτυχία. Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τον θάνατό του, ο συγγραφέας του Ομαδικού πορτρέτου με μια κυρία, του Κλόουν και της Χαμένης τιμής της Κατερίνας Μπλουμ εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρος όχι μόνο γιατί με το έργο του προσφέρει την πληρέστερη και ακριβέστερη εικόνα της σύγχρονης Γερμανίας, αλλά και γιατί πρώτος αυτός κατάφερε να διεισδύσει στον πυρήνα των μεγάλων προβλημάτων της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως είναι τα ζητήματα της βίας, της ψυχολογικής και της κοινωνικής καταστολής, της ατομικής τύψης και της καθεστωτικής ωμότητας και μάλιστα πολύ προτού αυτά αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής έρευνας στις πολιτισμικές σπουδές.


Οσοι διάβασαν τη Χαμένη τιμή της Κατερίνας Μπλουμ δεν θα ξεχάσουν τη με χειρουργική ακρίβεια – και με τη μέθοδο του ρεπορτάζ – περιγραφή και ανάλυση των μεθόδων με τις οποίες τα ΜΜΕ μπορούν να καταστρέψουν ένα άτομο και να το οδηγήσουν σε ακραίες πράξεις. Εκείνοι που θα ξαναδιαβάσουν τον Κλόουν θα ανακαλύψουν για μία ακόμη φορά σε ποια κοινωνικά αδιέξοδα οδηγεί η επέμβαση της οργανωμένης θρησκείας στο κοινωνικό σώμα και πώς η ταύτιση κοινωνίας και πίστης περιθωριοποιεί την ατομική συνείδηση. Και αν θέλαμε να συναγάγουμε ένα μείζον συμπέρασμα από το σύνολο του έργου του Μπελ, θα καταλήγαμε στο ότι η μεταβιομηχανική Ευρώπη του λεγόμενου «οικονομικού θαύματος» – και κατ’ εξοχήν του γερμανικού – είναι μια κοινωνία τύψεων ή καλύτερα μια προβολή αυτών των τύψεων πάνω στα ερείπια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.


Σε μια εποχή όπου ποικίλοι ρατσισμοί, μιλιταρισμοί και εθνικισμοί αναπτύσσονται στις παρυφές της ανεπτυγμένης Δύσης, το έργο του Μπελ εκφράζει τον ασταμάτητο αγώνα εναντίον της λήθης. Ολα του τα μυθιστορήματα θα τα χαρακτήριζε κανείς βιβλία εποχής που συνθέτουν ένα χρονικό όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και της περιπέτειας των αξιών οι οποίες διακυβεύονται από το μεταπολεμικό καθεστώς, όπως εκφράζεται από την προτροπή να αφήσουμε στην άκρη το παρελθόν, αν θέλουμε να υπερβούμε το σοκ του καταστροφικού πολέμου.


Σήμερα που στη Γερμανία πολλοί απαιτούν να αφεθεί το παρελθόν στο παρελθόν και να «ξαναγίνουν οι Γερμανοί ένα πολιτισμένο έθνος», καθώς ζητεί ο συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ ή ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε, το παράδειγμα του Μπελ έχει βαρύνουσα σημασία αφού βρίσκεται στην αντίθετη ακριβώς πλευρά. Και ένας συγγραφέας εποχής ξαναδιαβάζεται όχι τόσο γιατί το έργο του έχει τη δύναμη να υπερβαίνει την εποχή του αλλά ακριβώς επειδή ο ίδιος την παρουσιάζει ανάγλυφα και σε βάθος, στήνοντάς τη μέσα από τα ερείπιά της. Με καθαρότητα, με ακρίβεια και δίχως φόβο.


Ο Μπελ ανήκει στους κορυφαίους του μεταπολεμικού ρεαλισμού που ωστόσο είναι φορτισμένος με όλα τα γνωρίσματα του κεντροευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού, μιας μεγάλης λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής σχολής που πήρε ποικίλες μορφές στον αιώνα μας: ατμόσφαιρα, εκπληκτική χρήση των φωτοδιαστάσεων, ακρότητα στην έκφραση μέσω των ελλείψεων και της υποβολής τους, ανίχνευση και προβολή του ψυχικού τοπίου στο περιβάλλον της καθημερινότητας, εστίαση στην αξία των μικρών πραγμάτων, ανάδειξη των αντικειμένων σε σύμβολα της εσωτερικής ζωής, ελλειπτικοί διάλογοι που αφήνουν μεγάλα περάσματα για τις σιωπές και τα αισθήματα, μια σχέση με τα πράγματα και τον περίγυρο σχεδόν σωματική και μια ζωή τη μια στιγμή περιπαθής και την άλλη σχεδόν ανυπόφορη, όπου η οργανωμένη κοινωνία φαντάζει βάρβαρη, αλλά και μικρή σε σύγκριση με το πάθος της ζωής που επιχειρεί να καταστείλει.


Ο Μπελ στην ιστορική του Διακήρυξη για τη λογοτεχνία των ερειπίων άλλωστε σημειώνει το 1952:


«Οι άνθρωποι για τους οποίους γράφαμε ζούσαν σε ερείπια, έρχονταν από τον πόλεμο, γυναίκες και άνδρες με τα ίδια τραύματα, ακόμη και παιδιά… Και εμείς ως συγγραφείς αισθανόμασταν τόσο κοντά τους που ταυτιζόμασταν μαζί τους· με μαυραγορίτες και τα θύματα των μαυραγοριτών, με φυγάδες και όλους αυτούς που είχαν μείνει με διάφορους τρόπους χωρίς πατρίδα…».