Καθώς η εκστρατεία των κομμάτων έφθασε αισίως στο τέλος της, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στην κάλπη και κυρίως στο αποτέλεσμα που σήμερα το βράδυ θα αναδειχθεί από αυτήν. Επειτα από μια σύντομη προεκλογική περίοδο τα ζητήματα που αναδείχθηκαν από τα πολιτικά κόμματα ως κυρίαρχα ήταν εκείνα που εκ των πραγμάτων έπρεπε να αναδειχθούν, όπως η καταστροφή των δασών από τις φωτιές, το σκάνδαλο των ομολόγων, η κατάσταση του κράτους, η οικονομία και κυρίως η τσέπη του πολίτη και οι παροχές που υπόσχονται οι πολιτικοί αρχηγοί σε συνταξιούχους, νοικοκυρές και άλλες κατηγορίες πολιτών. Ελειψαν όμως από το προσκήνιο βασικά θέματα η αντιμετώπιση των οποίων χρονίζει, που τα κόμματα υπόσχονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ότι θα αντιμετωπίσουν αλλά μετά την επικράτησή τους συνήθως τα ξεχνούν, καθώς για αυτά απαιτούνται μακροχρόνιες λύσεις και πολιτικές. Ή ακόμη θέματα στα οποία τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν στις βασικές γραμμές τους αλλά αποφεύγουν να τα παρουσιάσουν από τον φόβο του πολιτικού κόστους. Εξωτερική πολιτική, Παιδεία, Πολιτισμός και Ασφαλιστικό είναι «οι καυτές πατάτες» που κανένα κόμμα και κανείς αρχηγός δεν θέλησε να κρατήσει…


Ζητήσαμε από διακεκριμένους παράγοντες της κοινωνικής και της πολιτικής μας ζωής να μας εξηγήσουν γιατί τα θέματα αυτά παρέμειναν – και συνήθως παραμένουν – εκτός της προεκλογικής αντιπαράθεσης των κομμάτων.


Πολιτισμός


Οι πολιτικοί γνωρίζουν την πραγματικότητα. Είτε από έγκυρες πληροφορίες είτε από δική τους αναζήτηση. Είναι σφάλμα να τους υποτιμάμε. Γνωρίζουν ότι τα κουκιά που θα μαζευτούν από τις ψήφους των ανθρώπων που διακονούν τον πολιτισμό δεν βγάζουν ούτε μισό βουλευτή. Επομένως δεν τους χρειάζεται ούτε η μοιραία λέξη πολιτισμός.


Υπενθυμίζω τη δεκαετία 1957-67. Χιλιάδες οικοδόμοι, με τα ρούχα της δουλειάς πιτσιλισμένα απ’ τον ασβέστη, έβγαιναν σε διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Ηταν επικίνδυνοι αντίπαλοι. Οργανωμένοι. Και η λέξη οικοδόμος τότε σήμαινε εχθρός και κομμουνιστής! Επρεπε να τους πάρουν με το μέρος τους. Τώρα που δεν υπάρχουν έλληνες οικοδόμοι σταμάτησαν και τα αιτήματα και οι υποσχέσεις.


Στους ανθρώπους του λεγόμενου πολιτισμού τι να υποσχεθούν; Εξαιρώ τους σοβαρούς, τους σπουδαίους, τους ταμένους. Οι υπόλοιποι είναι χύμα στο… λύμα και σε όλα τα απόβλητα. Εύκαμπτοι και άφιλοι. Μόνο ο εαυτός τους υπάρχει στον κόσμο. Οπαδοί κάθε καταστάσεως που θα τους υποσχεθεί ένα κλαδάκι δάφνης. Ευαίσθητοι οπωσδήποτε αλλά ακίνδυνοι και ανοργάνωτοι.


Και τα πρόσωπα του πολιτισμού που διαλέχθηκαν για υποψήφιοι βουλευτές ή της Επικρατείας, χωρίς να τους αφαιρούμε τιμιότητα και αξία, δεν είναι δα και τέτοιας ακτινοβολίας που να τρομάξει ακόμη και ο Κάτω Κόσμος. Η Κάλλας, η Παξινού, η Κοτοπούλη, ο Χορν, ο Ελύτης και ο Μητρόπουλος μας τελείωσαν δυστυχώς. Αραγε σκέφτηκε ποτέ κανείς εκείνα τα χρόνια να προτείνει για βουλευτική έδρα τον Παλαμά και τον Σικελιανό; Λαπάδες γαρ.


Οπως και να ‘χει το πράγμα, εμάς όλους, τους περισσότερο βαρεμένους, πάντα θα μας τυραννά και θα μας καίει ο πολιτισμός. Το ότι δεν τον αναφέρουν οι πολιτικοί είναι άλλη ιστορία.


Ο κ. Μάνος Ελευθερίου είναι συγγραφέας.


Παιδεία «Πώς να μιλήσεις για ό,τι δεν σε εμπνέει;»


Χωρίς να μπορώ να επιμερίσω τις ευθύνες για έναν ουσιαστικά ανύπαρκτο και πρακτικά υποβαθμισμένο προεκλογικό πολιτικό λόγο των κομμάτων στα θέματα τής Παιδείας, θα μπορούσα να κάνω ορισμένες υποθέσεις ως προς τα αίτια τού φαινομένου. Θεωρώ, λοιπόν, ότι:


1) Κανένα κόμμα δεν πιστεύει πραγματικά και αποδεδειγμένα ότι η Παιδεία αποτελεί πρώτη επιλογή. Το απέδειξε η πολιτική πράξη όσων κομμάτων είχαν την ευθύνη διακυβέρνησης τής χώρας, αλλά και ο πολιτικός λόγος τής εκάστοτε αντιπολίτευσης. Η Παιδεία χρησιμοποιείται σαν ένα γενικό και αόριστο πολιτικό σύνθημα με σκοπό να χαϊδεύει τα αφτιά των ψηφοφόρων περισσότερο παρά ως συνειδητοποιημένη πολιτική ευθύνη.


2) Η ηγεσία των κομμάτων στερείται πολιτικών συμβούλων που να έχονται παιδείας οι ίδιοι, ώστε να στρέψουν την προσοχή των πολιτικών ηγετών στο πρώτο σε σημασία θέμα της Παιδείας. Απαίδευτοι τεχνοκράτες αποπροσανατολίζουν την πολιτική ηγεσία από τις αυτονόητες εθνικές προτεραιότητες.


3) Για να αισθάνεσαι ασφαλής να μιλήσεις για ένα τόσο μεγάλο, λεπτό και σύνθετο θέμα που είναι η Παιδεία, πρέπει να γνωρίζεις εις βάθος την Παιδεία από την Προσχολική και το Δημοτικό μέχρι το Γυμνάσιο-Λύκειο και, βέβαια, την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Δεν έχουμε πεισθεί ότι υπάρχει αυτή η προϋπόθεση. Υπάρχουν ανασφάλειες που αποτρέπουν στο να εμβαθύνει κανείς σε τέτοια θέματα.


4) Οι πολιτικές ηγεσίες δεν δείχνουν να εμπνέονται από ένα μεγάλο τολμηρό φιλόδοξο αναγεννητικό όραμα Παιδείας που να μπορεί κατ’ επέκτασιν να εμπνεύσει και να ανεβάσει το φρόνημα των πολιτών. Αναλίσκονται στην τύρβη της καθημερινότητας και στην απλή διαχείριση διαμορφωμένων σχημάτων. Πώς να μιλήσεις για ό,τι δεν σε εμπνέει και δεν σε συγκλονίζει πραγματικά;


5) Εξίσου μεγάλη είναι, βέβαια, και η ευθύνη μας ως πολιτών που δεν απαιτούμε ευθαρσώς η Παιδεία να είναι το πρώτο θέμα στον προγραμματικό λόγο των πολιτικών ηγετών μας.


Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.


Ασφαλιστικό «Δεν τολμούν μη δημοφιλείς αποφάσεις»


Γιατί και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση στον προεκλογικό διάλογο δεν αναφέρονται σε βάθος στο Ασφαλιστικό; Η απάντηση είναι προφανής. Οποια λύση και αν προταθεί θα είναι πολύ επώδυνη για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Και επειδή η δημοκρατία μας δεν είναι απλώς κομματική αλλά κομματικοκρατική – επειδή, δηλαδή, το κομματικό συμφέρον τείνει να επικρατεί του γενικού συμφέροντος -, κανένα κόμμα δεν τολμά να λάβει μη δημοφιλείς αποφάσεις.


Πιο συγκεκριμένα. Οπως είναι γνωστό, η γήρανση του πληθυσμού είναι ο βασικός λόγος που κάνει το ασφαλιστικό πρόβλημα τόσο δυσεπίλυτο. Από τη στιγμή που τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί θεαματικά ο μέσος όρος ζωής, οι πόροι που χρειάζονται για να καλυφθούν τα επιπρόσθετα χρόνια ασφάλισης είναι τεράστιοι. Κυρίως αν λάβει κανείς υπόψη ότι στις πολύ μεγάλες ηλικίες οι ανάγκες για ιατρική περίθαλψη πολλαπλασιάζονται. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη μεταπολεμική περίοδο διάφορες κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τα αποθέματα των ασφαλιστικών ταμείων (μέσω του δανεισμού με πολύ χαμηλό επιτόκιο) για λόγους που ήταν άσχετοι με την ασφάλιση των εργαζομένων. Και βέβαια αυτή η πρακτική συχνά συνοδευόταν και με το είδος της λεηλάτησης των Ταμείων που είδαμε πρόσφατα με το σκάνδαλο των ομολόγων. Με τα παραπάνω δεδομένα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ανεπαρκείς είναι οι διαθέσιμοι πόροι για την αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος. Ποιες είναι οι δυνατές λύσεις; Θα αναφερθώ σε τέσσερις – όλες εξαιρετικά δύσκολες.


Πρώτη λύση: η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών. Κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει βίαιες αντιδράσεις. Και αυτό γιατί στη χώρα μας, σε σχέση με τις τιμές, η αμοιβή εργασίας είναι πολύ χαμηλή.


Δεύτερη λύση: η μείωση των συντάξεων. Παρ’ όλο που σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες το ποσοστό σύνταξης σε σχέση με τον τελευταίο μισθό είναι υψηλό, οι περισσότερες συντάξεις είναι τόσο πενιχρές που μια τέτοια λύση μόνο με δικτατορικά μέσα θα μπορούσε επιβληθεί.


Τρίτη λύση: η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Σε αυτό το θέμα και η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση δεσμεύτηκαν να μην αυξήσουν αυτό το όριο.


Τέταρτη λύση: η αύξηση των απαιτούμενων πόρων μέσω του δανεισμού ή της φορολογίας. Επειδή τα ποσά που θα χρειαστούν είναι υπέρογκα, αυτή η στρατηγική θα έχει μια σειρά αρνητικές επιπτώσεις στον ρυθμό ανάπτυξης, στο ύψος του πληθωρισμού, στην ανεργία κτλ.


Οταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, όποιο κόμμα κυβερνά θα αναγκαστεί να επιβάλει μία από τις παραπάνω λύσεις ή έναν συνδυασμό αυτών των λύσεων. Ωσπου να έρθει αυτή η στιγμή η κάθε κυβέρνηση απλώς θα πετάει το μπαλάκι στην επόμενη.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.


Εξωτερική πολιτική «Σιωπηρή απόφαση να αποφύγουν την αντιπαράθεση»


Είναι σαφές ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων όσον αφορά τον γενικότερο προσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (ενώ οι όποιες διαφοροποιήσεις τέμνουν οριζόντια και όχι κάθετα το πολιτικό σκηνικό). Βεβαίως υπάρχουν διαφωνίες σε ζητήματα τακτικής αλλά όχι στις κεντρικές στρατηγικές επιλογές. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι και σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση η εξωτερική πολιτική δεν αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης. Και αποτελεί ασφαλώς δείγμα πολιτικού πολιτισμού η σιωπηρή απόφαση των δύο κομμάτων εξουσίας να αποφύγουν την πολιτική αντιπαράθεση και την ψηφοθηρία σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Ευτυχώς, θα προσέθετε κανείς, διότι με την πλειοδοσία υποσχέσεων που παρατηρείται εσχάτως, αν ο πλειστηριασμός επεκτεινόταν και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, η μια πλευρά ενδεχομένως θα υποσχόταν την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η άλλη θα απαντούσε με το Βασίλειο του Αλεξάνδρου.


Τα μικρότερα κόμματα της Αριστεράς είτε διαφωνούν πλήρως με τη γενικότερη κατεύθυνση είτε διαφωνούν σε επί μέρους σημεία, αδυνατώντας πάντως να καταθέσουν μια πειστική και ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση. Στον αντίποδα του πολιτικού φάσματος επιχειρείται κατά κόρον η ψηφοθηρική εκμετάλλευση του Μακεδονικού ζητήματος, που προκαλεί πιέσεις για την υιοθέτηση σκληρών θέσεων από τα κόμματα εξουσίας και οδηγώντας έτσι σε μετεκλογικό εγκλωβισμό σε αδιέξοδα μονοπάτια. Υπάρχει όμως και μια ιδιαίτερα αρνητική πλευρά σε αυτή την απουσία συζήτησης και νηφάλιας αντιπαράθεσης, όπου απαιτείται, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν μεν στα περισσότερα κεντρικά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (ΕΕ, σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ, Κυπριακό, ελληνοτουρκικές σχέσεις κτλ.) αλλά διστάζουν να παρουσιάσουν ανοιχτά τις θέσεις τους φοβούμενα το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας δημόσιας και ευθαρσούς τοποθέτησης. Κατά κανόνα οι περισσότεροι πολιτικοί ουσιαστικά φυγομαχούν (με εξαίρεση ορισμένες τολμηρές φωνές), ενώ είναι χαρακτηριστική η απουσία ουσιαστικής συζήτησης και στο Κοινοβούλιο.


Με δεδομένο ότι στις διακρατικές σχέσεις τα προβλήματα επιλύονται με πόλεμο ή με διαπραγμάτευση, είναι απαραίτητο να εξηγηθεί με νηφαλιότητα και σαφήνεια ποιες είναι οι πραγματικές διαστάσεις των διαφόρων θεμάτων εξωτερικής πολιτικής, τα πραγματικά δεδομένα του προβλήματος, πόσο στέρεες είναι οι ελληνικές θέσεις και, εν τέλει, ποια είναι πραγματικά εθνικά συμφέροντα και τι είδους στρατηγική εξυπηρετεί πιο αποτελεσματικά την προώθησή τους. Η απουσία ουσιαστικής συζήτησης εκτρέφει τη συνωμοσιολογία και τη διατύπωση ακραίων απόψεων, τη διαιώνιση αρνητικών και λανθασμένων στερεοτύπων και αντιλήψεων.


Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο Ελληνικό Ιδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).