Το 2004 στη συγγενή προς εμάς μεσογειακή Ισπανία είχαν προγραμματισθεί εθνικές εκλογές για την Κυριακή 14 Μαρτίου. Παραμονές των εκλογών οι δημοσκοπήσεις έδιναν ισχυρό προβάδισμα 4-4,5 ποσοστιαίων μονάδων στο φιλελεύθερο συντηρητικό κόμμα του Χοσέ Μαρία Αθνάρ. Ηταν τέτοια η βεβαιότητα επικράτησης του κόμματος του κ. Αθνάρ ώστε το μετριοπαθές BBC χαρακτήριζε το προβάδισμα των 4-4,5 ποσοστιαίων μονάδων συντηρητική πρόβλεψη. Τρεις ημέρες πριν από τις εκλογές, στις 11 Μαρτίου 2004, ένα τρομακτικό γεγονός συγκλόνισε την Ισπανία. Νωρίς το πρωί εκρήξεις βομβών συντάραξαν τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Ατόσα της Μαδρίτης και τρένα ανατινάχθηκαν εν κινήσει. Οι νεκροί ξεπέρασαν τους 200 και το σοκ ήταν μέγα για την κοινωνία. Επειδή ως τότε το Σοσιαλιστικό Κόμμα του άσημου και αμφισβητούμενου από πολλούς Θαπατέρο υποστήριζε την αποχώρηση των ισπανικών στρατευμάτων από το Ιράκ, η συντηρητική κυβέρνηση Αθνάρ προσπάθησε να αποδώσει την ευθύνη των βομβιστικών επιθέσεων στους βάσκους αυτονομιστές και απέκρυψε στοιχεία που φανέρωναν ότι η επίθεση έφερε τη σφραγίδα παραρτημάτων της Αλ Κάιντα.



Στις τρεις ημέρες που μεσολάβησαν από τις εκρήξεις ως τις εκλογές η κυβέρνηση Αθνάρ συνελήφθη ψευδόμενη, απεδείχθη ότι τις επιθέσεις είχαν οργανώσει άραβες οπαδοί του Μπιν Λάντεν και όχι η χώρα των Βάσκων. Η ίδια γνώριζε στοιχεία, είχε ενδείξεις και τις απέκρυψε από την κοινή γνώμη, θέλοντας προφανώς να ξεπεράσει τη σύνδεση των φονικών βομβιστικών ενεργειών με τη συμμετοχή της Ισπανίας στον πόλεμο του Ιράκ. Τότε, λοιπόν, οι πολιτικοί αναλυτές βρέθηκαν σε αδιέξοδο πρωτοφανές. Προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων και δεν μπορούσαν. Ηταν τέτοια η ένταση του γεγονότος και αβάστακτο το βάρος που μετέφερε στην ισπανική κοινωνία, ώστε ήταν αδύνατη η πρόβλεψη της συμπεριφοράς των ψηφοφόρων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Τύπος μιλούσε για τη χειρότερη καταστροφή σε ισπανικό έδαφος από την εποχή του εμφυλίου πολέμου μεταξύ των ετών 1936-1939.


Αρκετοί υπέθεταν ότι οι Ισπανοί θα ψήφιζαν συναισθηματικά και θα συσπειρώνονταν γύρω από την κυβέρνησή τους αποδεχόμενοι ότι η χώρα δέχεται επίθεση. Αλλοι εκτιμούσαν ότι θα κέρδιζε όποιος θα αντιμετώπιζε σκληρά και αδιάλλακτα την τρομοκρατική απειλή, υποθέτοντας ότι το συντηρητικό κόμμα τελικώς θα ωφεληθεί. Στον αντίποδα, πολλοί υποστήριζαν ότι οι νέοι, οι οποίοι είχαν ταχθεί κατά του πολέμου, θα κατευθύνονταν μαζικά προς τους σοσιαλιστές, αλλά ταυτόχρονα σημείωναν ότι ως τότε το κόμμα του άσημου Θαπατέρο δεν κάλυπτε τις προσδοκίες τους. Ουσιαστικά προγνώσεις δεν υπήρχαν, καθώς η κοινωνία δεν είχε ξαναζήσει τέτοια κρίση, τα αισθήματα ανασφάλειας κυριαρχούσαν, η έως τότε πανίσχυρη κυβέρνησή τους έμοιαζε με ομάδα χωρίς συνοχή, με ένα τρεμάμενο σχήμα που φοβόταν την αλήθεια και πάσχιζε να κρύψει τις πραγματικές πλευρές της καταστροφής.


Στο τριήμερο εκείνο το εκλογικό σώμα αντέδρασε υπό το βάρος απίστευτων συναισθημάτων, αξιοποίησε πρωτοφανείς μορφές επικοινωνίας, ξεπέρασε τα συνήθη εργαλεία, τα SMS έκαναν θραύση, αυτοοργανώθηκε και κατήλθε στις εκλογές θυμωμένο και ανήσυχο, με τη βεβαιότητα ότι η κυβέρνησή του δεν μπορεί να το προστατεύσει ούτε να εγγυηθεί ασφαλές μέλλον.


Στις εκλογές της 14ης Μαρτίου 2004 τα προγνωστικά ανετράπησαν κατά τρόπο πρωτοφανή. Οι Ισπανοί κατήλθαν μαζικά στις κάλπες, η συμμετοχή στις εκλογές αυξήθηκε κατά 7% και το προβάδισμα των 4-4,5 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ των συντηρητικών όχι μόνο εξανεμίστηκε, αλλά μεταφέρθηκε στους σοσιαλιστές. Ο άσημος και αμφισβητούμενος Θαπατέρο κέρδισε το 42,5% των ψήφων έναντι 37,5% των συντηρητικών του Αθνάρ και εκ των υστέρων απεδείχθη ένας εμπνευσμένος, δυναμικός και νεωτεριστής πρωθυπουργός, πέρα από κάθε προσδοκία.


Η ισπανική περίπτωση, αν και διαφορετική, ταιριάζει με την ελληνική. Η εθνική κρίση των αυγουστιάτικων πυρκαϊών, η κρίση της Πελοποννήσου όπως έχει περιγραφεί, παρ’ ότι δεν μοιάζει με εκείνη της Ατόσα, έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά της. Η κυβέρνηση Καραμανλή, όπως και εκείνη του Αθνάρ, είχε μέχρι πρότινος το πάνω χέρι, βάδιζε αγέρωχη, ήταν βέβαιη για τη νίκη και θέλησε να ορίσει κατά τα συμφέροντά της τους όρους της εκλογικής μάχης. Προχώρησε σε εκλογές-εξπρές, περιόρισε στο ελάχιστο τον προεκλογικό χρόνο, αγνόησε τα μπάνια του λαού και τις αγωνίες της τουριστικής Ελλάδας, και ακόμη υποτίμησε τον κίνδυνο των μελτεμιών του Αυγούστου, που πάντα δίνουν πυρκαϊές, μεταφέροντας σήμα χαλάρωσης στον κρατικό μηχανισμό, στους πάντες. Ηλπιζε ότι οι Ελληνες για δεκαπέντε ακόμη ημέρες θα κάνουν τα μπάνια τους και σαν έλθουν μαυρισμένοι και ευτυχείς από τις παραλίες θα δεχθούν με καλή διάθεση το μπαράζ μηνυμάτων της «νέας διακυβέρνησης» και θα ψηφίσουν χωρίς πολλή σκέψη με θετική διάθεση.


Εμφανώς όμως ατύχησε. Ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του ο κ. Καραμανλής δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι θα χρειασθεί να τρέχει αυγουστιάτικα με… «Μπου(σ)φάν» στο Πεντάγωνο, παριστάνοντας τον αρχιστράτηγο, μήπως και πείσει κανέναν αφελή ότι η χώρα δέχεται ασύμμετρη τρομοκρατική απειλή και δεν είναι θύμα του επανιδρυθέντος, αλλά ασύντακτου, νεοδημοκρατικού κράτους, που δεν μπόρεσε ούτε τα ελάχιστα να προσφέρει στο πλήθος των ανήμπορων πολιτών, οι οποίοι μόνοι και αβοήθητοι έδωσαν και δίνουν ακόμη μάχη άνιση με τις αδηφάγες φλόγες.


Με 64 νεκρούς, άταφους ακόμη, στοιβαγμένους σε φορτηγά-ψυγεία στην Πάτρα, με εκατομμύρια λιόδεντρα καμένα και 80.000 στρέμματα αμπελιών καρβουνιασμένα, την Ολυμπία – το γνωστότερο παγκοσμίως σύμβολο του πολιτισμού μας – καμένη, την Πελοπόννησο αγνώριστη, τη μισή Εύβοια νεκρή, να ανακαλούν στη μνήμη το προηγούμενο ολοκαύτωμα της Πάρνηθας και του ανατολικού Πηλίου, η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Καραμανλής βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της πολιτικής τους ήττας.


Το νεοδημοκρατικό οικοδόμημα, όλη αυτή η υπερπροβεβλημένη «φούσκα» της «νέας διακυβέρνησης», έσκασε παταγωδώς τούτες τις ημέρες της κρίσης του ασυντόνιστου και ανήμπορου κράτους και τα όποια εναπομείναντα ψήγματα αξιοπιστίας ξοδεύονται σε πράξεις προκλητικής ψηφοθηρίας και σε σενάρια κατασκευής εμπρηστών, που άλλοτε είναι συγγενείς της γυναίκας του Λαλιώτη, άλλοτε συμπαθούντες του Αλαβάνου και καμιά φορά Αλβανοί Ουτσεκάδες, που ήλθαν να κάψουν την Ελλάδα για να διεκδικήσουν καλύτερα την Τσαμουριά!


Διολισθαίνει σταθερά η κυβέρνηση Καραμανλή σε ψεύδη σαν εκείνα της κυβέρνησης Αθνάρ, προσπαθεί να καλύψει την ανικανότητά της με σενάρια συνωμοσίας, κάνει το ένα λάθος πίσω από το άλλο, θυσιάζει με τις ασύμμετρες απειλές ακόμη και το αγαθό της ειρηνικής και φιλόξενης χώρας, που με κόπο ξανακερδήθηκε πριν από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, κάνει παιχνίδι προπαγάνδας με τους εξαρτημένους δημοσκόπους που ρισκάρουν αντιεπιστημονικές έρευνες, γενικώς κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να εξευμενίσει τον θυμό και την αποστροφή των Ελλήνων, τα δίνει όλα για την εξουσία, που δεν μπορεί να υπερασπίσει με το έργο της. Αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή εθνική καταστροφή, τη μεγαλύτερη, όπως και το αδελφό προς αυτήν ισπανικό κόμμα, μεταπολεμική κρίση εν καιρώ ειρήνης, και συμπεριφέρεται ως μωρή, πλην πονηρή, παρθένα που δεν ξέρει τίποτε για τον φόνο.


Ολα όσα εφευρίσκει όμως προσκρούουν σε τοίχο. Οι άτυχοι πυρόπληκτοι παίρνουν τα λεφτά και βρίζουν, οι αστοί νιώθουν ανασφαλείς, ο κόσμος βεβαιώθηκε ότι το σύστημα Καραμανλή δεν μπορεί να τον προστατεύσει, έχει τον νου σε άλλα ευτελή και πεζά, δεν εμπνέει πλέον εμπιστοσύνη, ούτε προσφέρει προσδοκίες προόδου και προκοπής.


Ολα τα στοιχεία και η αδυναμία των δημοσκόπων να προσεγγίσουν την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων βεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση Καραμανλή καταδιώκεται από το σύνδρομο Αθνάρ. Αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να καταποντισθεί, να υποστεί μαζί με την πολιτική ήττα και εκλογική βύθιση, να καεί στην κυριολεξία στα αποκαΐδια της Πελοποννήσου, να χάσει από τον μέχρι πρότινος βέβαιο χαμένο, σύμφωνα με τους περισσότερους, Γιώργο Παπανδρέου, να επιβεβαιώσει τη θεωρία της δεξιάς παρένθεσης, η οποία την καταδιώκει από την περίοδο του 1990-93.


Οι επόμενες δεκαπέντε ημέρες θα είναι σκληρές για την κυβερνώσα παράταξη. Οσο θα συνειδητοποιείται το μέγεθος της καταστροφής, όσο η οργή θα μετουσιώνεται σε καταδίκη και θα επιβεβαιώνεται η αδυναμία της «νέας διακυβέρνησης» να εγγυηθεί τα στοιχειώδη, τόσο θα χάνει και θα χάνεται. Αν μάλιστα τις επόμενες ημέρες ξανανάψει, όπως αναμένεται, και η προηγούμενη, προσωρινά ξεχασμένη, «φωτιά» του πρώην εισαγγελέα Ζορμπά για να υπενθυμίσει και την ηθική κατάρρευση της νεοδημοκρατικής εξουσίας, τότε όντως οι «βουβές κάλπες» της 16ης Σεπτεμβρίου θα βγάλουν «δράκους» για τον αποτυχόντα κ. Καραμανλή, σαν εκείνους που κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει στην Ισπανία του Αθνάρ.