Ο αστικός χώρος στο λεκανοπέδιο της Αττικής έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία 60 χρόνια, όπως καταδεικνύει έρευνα του Εργαστηρίου Εγγειοβελτιωτικών Εργων και Διαχείρισης Υδατικών Πόρων της Σχολής Αγρονόμων και Τοπογράφων του ΕΜΠ. Η πολιτική ανεξέλεγκτης δόμησης και η απαξίωση του δασικού πλούτου και του περιαστικού πρασίνου οδήγησε το πυκνοδομημένο τμήμα να φθάνει σήμερα στο 68,5% της έκτασης του Λεκανοπέδιου, όταν το 1945 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 17,7% και το 1973 άγγιζε το 39,55%. Πρόκειται για αύξηση του αστικού χώρου της τάξεως του 287,80%. Η αύξηση του οικοδομημένου χώρου εξοβέλισε τους «ανοιχτούς» χώρους (καλλιέργειες και χέρσες εκτάσεις). Οι δασικές εκτάσεις έχουν μειωθεί συνολικά κατά 30,85% από το 1945 ως σήμερα. Τα στοιχεία αφορούν το λεκανοπέδιο της Αττικής που ορίζεται βόρεια και βορειοδυτικά από τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας, βόρεια και βορειοανατολικά από την Πεντέλη, ανατολικά από τον Υμηττό, νότια από το Σαρωνικό κόλπο και δυτικά από το όρος Αιγάλεω.


Σύμφωνα με την έρευνα η γεωργική γη, οι δασικές εκτάσεις και οι εκτάσεις χαμηλής βλάστησης κάλυπταν το λεκανοπέδιο σε ποσοστό 42,51% το 1973 (81,28% το 1945) και περιορίστηκαν σε ποσοστό 31% στις μέρες μας. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την οικολογική καταστροφή στην Πάρνηθα με τις πυρκαϊές στον Εθνικό Δρυμό έρχεται να προστεθεί στις διαμορφωμένες συνθήκες καταστρατήγησης κάθε έννοιας του ελεύθερου χώρου, ο οποίος αντιμετωπίζεται εδώ και χρόνια ως εμπόρευμα. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που καίγεται μια πράσινη ανάσα από τις στάχτες της ξεπηδά τσιμέντο, καθιστώντας αναξιόπιστες τις μεγαλόστομες διαβεβαιώσεις για την αποκατάσταση των καμένων δασικών εκτάσεων. Οι πλημμύρες και οι καταπατήσεις του δασικού χώρου μετά τις φωτιές έχει γίνει «στάτους» στη χώρα. Η Πεντέλη μετά τις πυρκαϊές του 1995 και του 1998 γέμισε βίλες, ενώ περιοχές εντάχθηκαν στα σχέδια πόλης αβρόχοις ποσί, την ώρα που οι περιοχές στα πόδια του βουνού πνίγονταν εξαιτίας της έλλειψης δένδρων και της διάβρωσης των εδαφών. Εξαιτίας των πυρκαϊών δημιουργήθηκαν δυσμενείς συνθήκες για την απορροή των υδάτων. Είναι ενδεικτικό ότι η λεκάνη της Ραπεντώσας, που εκτεινόταν σε 33 τετραγωνικά χιλιόμετρα και είχε δασική κάλυψη στο 83%-85% ως πριν από λίγα χρόνια, το 1994 με την πυρκαϊά έχασε το 18% του δάσους και το 1998 έχασε το 80% του δάσους.


Η αδιαφορία των κυβερνήσεων διαχρονικά βάζει την υπογραφή της και στην πολιτική για την πρόληψη κατά των δασικών πυρκαϊών, ενώ ποτέ δεν αντιμετωπίστηκαν με σοβαρότητα από τις κυβερνήσεις τα αναδασωτικά έργα. Ως το 1995 αναδασώνονταν εκτάσεις περίπου 50.000 στρεμμάτων ετησίως σε όλη την Ελλάδα, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία σημειώθηκε δραματική μείωση των αναδασώσεων, οι οποίες δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο τα 12.000-15.000 στρέμματα κάθε χρόνο. Στην Αττική τα τελευταία 15 χρόνια μόνο ένα στα 11 στρέμματα δασικών εκτάσεων που καίγονται αναδασώνεται. Αν και επιβάλλεται – με βάση επιστημονικά κριτήρια – να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες είναι αναγκαία η τεχνητή παρέμβαση για την αναγέννηση, εξετάζεται συστηματικά η δυνατότητα αναδάσωσης για το 20%-25% των δασών που καίγονται. Η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή στο ομόφωνο πόρισμά της, πριν από εννέα χρόνια, είχε προτείνει τη δημιουργία 10 εκατ. στρεμμάτων παραγωγικών δασών κατά την προσεχή 20ετία, με ετήσιο ρυθμό 250.000 στρεμμάτων νέων (αναδασώσεις) και 250.000 στρεμ. ανορθούμενων (αναγωγή πρεμνοφυών δασών σε υψηλά). Ταυτόχρονα είχε προταθεί για την 20ετία η δημιουργία 1 εκατ. στρεμμάτων περιαστικών δασών (ετήσιος ρυθμός 50.000 στρέμματα). Ολα αυτά ουδέποτε δρομολογήθηκαν.


Καμία πρόβλεψη δεν έγινε για την ενίσχυση των Δασαρχείων, για τον εφοδιασμό τους με μέσα, επιστημονικό προσωπικό και δασοφύλακες, σε σημείο που να τους λείπει ακόμη και εξοπλισμός για να γεμίσουν τις υδατοδεξαμενές, όπως ανέφερε και σε έγγραφό του ο δασάρχης Κασσάνδρας, σημειώνοντας τις θέσεις με τις συντηρημένες μεν, άδειες δε δεξαμενές: Καγγέλι – Κανίστρου, Μολύβι – Αγ. Παρασκευής, διασταύρωση Κορυφογραμμής – Ν. Σκιώνης, Πυθάρι – Αργύραινα, Κοπάνες – Κασσανδρινού. Και πάνω από όλα αυτά καπάκι το αλαλούμ για τις αρμοδιότητες των αρμοδίων, σε σημείο να εμφανισθεί ως σωτήρας των μετα-δασών ο υπουργός ΥΠΕΧΩΔΕ κ. Γ. Σουφλιάς. Κατά τα άλλα, τα δάση ανήκουν στην αρμοδιότητα του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης – ο κ. Ευ. Μπασιάκος αγναντεύει τις κώμες των δέντρων -, της Πυροσβεστικής που έχει το έργο της κατάσβεσης προΐσταται ο κ. Β. Πολύδωρας, ο οποίος πρόσφατα ανέλυσε τον ρόλο της… θεομηνίας στην καταστροφή της Πάρνηθας, και ο υπουργός Εσωτερικών κ. Πρ. Παυλόπουλος είναι υπεύθυνος της Πολιτικής Προστασίας.


Τίποτε δεν κατεδαφίζεται…


Ολοι καθησυχάζουν για την επόμενη ημέρα ότι δεν θα επιτρέψουν να ξημερώσει με αυθαίρετα και με ερημοποιημένα εδάφη στη θέση των πάλαι ποτέ δασικών εδαφών. Μικρό καλάθι κρατούν όσοι παρατηρούν τα βήματα των αρμοδίων. Για παράδειγμα το ΥΠΕΧΩΔΕ προχωρεί το έργο της οριοθέτησης δασών που προκηρύχθηκε από την Κτηματολόγιο ΑΕ, παρ’ όλο που μέσα στην προκήρυξη του έργου – το οποίο θα αναλάβουν ιδιωτικά γραφεία – δεν καταγράφονται τα καμένα δάση και οι αναδασωτέες εκτάσεις! Το δάσος βάλλεται και με νόμους που επιβραβεύουν τους διεκδικητές δημόσιων εκτάσεων: από τον πρόσφατο νόμο 3208/2003, οι διατάξεις του οποίου οδηγούν δάση και δασικές εκτάσεις που μέχρι πρότινος προστατεύονταν από τη δασική νομοθεσία να μένουν εκτός δασοπροστασίας, ως τις προσπάθειες αναθεώρησης του άρθρου 24 από τη σημερινή κυβέρνηση. Η προσπάθεια του κ. Μπασιάκου – η οποία απέτυχε εξαιτίας των αντιδράσεων – να περάσει η τροπολογία στη Βουλή για την αναστολή των κατεδαφίσεων αυθαιρέτων σε ολόκληρη τη χώρα ώσπου να συνταχθούν δασικοί χάρτες, είχε έλθει να συμπληρώσει τον προ τριετίας νόμο που ανέστειλε την πληρωμή προστίμων για αυθαίρετα εντός των δασών. Εν τω μεταξύ, όπως σημείωνε σε ομιλία του (15.6.2007) ο βουλευτής του ΠαΣοΚ κ. Π. Κολιοπάνος, περίπου 90.000 δημόσια κτήματα με έκταση άνω των 3,2 εκατομμυρίων στρεμμάτων είναι καταπατημένα. Και τίποτε δεν κατεδαφίζεται είτε εντός είτε εκτός δασών.