Η ανάγνωση έξι φακέλων με πολυάριθμα έγγραφα και τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας από όλα τα σημεία του πλανήτη για τον «πρώτο παρτιζάνο της Ευρώπης», όπως είχε αποκαλέσει τον Μανώλη Γλέζο ο στρατηγός Ντε Γκωλ, γεμίζει θλίψη τον σύγχρονο έλληνα αναγνώστη για τα δεινά της πατρίδας μας αλλά και περηφάνια γιατί, καίτοι μικρή σε έκταση, γέννησε μεγάλους ήρωες που στάθηκαν ανδρειωμένοι απέναντι στη μηχανή του Χίτλερ. Οταν εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ της 30ής Μαΐου του 1941 ο νεαρός φοιτητής της ΑΣΟΕΕ κατέβαζε μαζί με τον φίλο και συναγωνιστή του Απόστολο Σάντα τη χιτλερική σημαία από τον βράχο της Ακροπόλεως και στη θέση της ύψωνε την ελληνική, αψηφώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του, δεν γνώριζε ότι καθιστούσε αυτομάτως τον εαυτό του πανευρωπαϊκό σύμβολο της αντίστασης των λαών ενάντια στη χιτλερική κατοχή. Η είδηση προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού απ’ άκρη σ’ άκρη της Ευρώπης αναπτερώνοντας το ηθικό των υποταγμένων λαών και των ηγεσιών τους. Για το εγχείρημά του εκείνο ο Γλέζος, όπως και ο Σάντας, καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Εκτοτε θα μπαινοβγαίνει στις φυλακές για την αντιφασιστική του δράση εισπράττοντας σωρεία ποινών και μία φορά ποινή θανάτου (τον Οκτώβριο του 1948) για «αδικήματα Τύπου», ποινή όμως που δεν πραγματοποιήθηκε ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες στο εξωτερικό. Τελευταία φορά, πριν από τη σύλληψή του στη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου, συνελήφθη τον Ιανουάριο του 1959 με την κατηγορία ότι «τυγχάνων οργανωτικός γραμματέας της ΕΔΑ και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής με ηγετικήν εν αυτή θέσιν έσχε τελευταίως κατ’ επανάληψιν επαφάς μετά του Κολιγιάννη Κωνσταντίνου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και αρχηγού του ενταύθα δρώντος κλιμακίου αυτού (…)».


Στην ενημερωτική πεντασέλιδη εγκύκλιο «προς απάσας τας Β. Πρεσβείας» που εξέδωσε το υπουργείο Εσωτερικών (ΑΠ 1135, 17 Ιανουαρίου 1959) επιχειρείται ανασκόπηση της δράσης του Γλέζου και των φυλακίσεών του από το 1944 χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην αντιστασιακή του κατά της γερμανικής κατοχής δράση ει μη στο τέλος, αποτιμώντας κατά τον εξής καταχρηστικό τρόπο τη γενναία εκείνη του πράξη: «Κατά το χρονικόν διάστημα καθ’ ο παρέμεινεν εις τας φυλακάς από 1949 έως 26/7/1954 που απεφυλακίσθη, ο διεθνής κομμουνισμός και αι υπ’ αυτού επηρεαζόμεναι διεθνείς οργανώσεις ενδιεφέρθησαν διά την αποφυλάκισίν του προβάλλουσαι πάντοτε την συνδρομήν ην προσέφερεν ούτος εις τον Απόστολον Σάνταν κατά την αφαίρεσιν το έτος 1941 της Γερμανικής Σημαίας εκ της Ακροπόλεως, διότι έμελλεν να χρησιμοποιηθή εις κατασκοπευτικούς σκοπούς, δι’ ους πράγματι εχρησιμοποιήθη δι’ ο και συνελήφθη». Ο Γλέζος θα παραμείνει κρατούμενος στις φυλακές Καλαμίου Κρήτης και τον Μάρτιο θα μεταφερθεί στις φυλακές της Κέρκυρας «μέχρι πέρατος της ανακρίσεως και συμπληρώσεως των στοιχείων της δικογραφίας διά να παραπεμφθή εις δίκην κατά το εκδοθησόμενον εν καιρώ και κοινοποιηθησόμενον εις τον ενδιαφερόμενον παραπεμπτικόν βούλευμα» (ΑΠ 8173, 7 Μαρτίου 1959). Μαζί με τον Γλέζο θα συλληφθούν επί παραβάσει του Νόμου 375/1936 «περί τιμωρίας των εγκλημάτων κατασκοπείας και των εγκληματικών ενεργειών των απειλουσών την εξωτερικήν ασφάλειαν της χώρας» άλλοι είκοσι, μεταξύ των οποίων η αδελφή του, Δολιανίτη Βασιλική, και ο σύζυγός της, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, κ.ά.


Από τη στιγμή της σύλληψής του ως την εκδίκαση της υπόθεσης, τον Ιούλιο του 1959, ύστερα από εξάμηνη και πλέον κράτηση, οι διαμαρτυρίες στο εξωτερικό θα ογκώνονται διαρκώς, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τις ελληνικές διπλωματικές αντιπροσωπείες που – πέραν των διαδηλώσεων γύρω από τα κτίρια των πρεσβειών και της παραλαβής ψηφισμάτων και τηλεγραφημάτων διαμαρτυρίας από διανοουμένους, προσωπικότητες των γραμμάτων και αρχηγούς Εκκλησιών, όπως του Πατριάρχη Μόσχας και του Πατριάρχη Αλεξανδρείας προς τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο – έχουν να αντιμετωπίσουν και τα δυσμενή για τη χώρα δημοσιεύματα του Τύπου, ζητώντας για αυτό διαρκείς οδηγίες από το Κέντρο.


Οσο δε πλησίαζε ο καιρός εκδίκασης της υπόθεσης ενώπιον της μικρής αίθουσας του παλαιού Στρατοδικείου Αθηνών επί της οδού Ακαδημίας, οι έλληνες πρέσβεις είχαν να αντιμετωπίσουν έναν ακόμη εφιάλτη: τους ξένους παρατηρητές και δημοσιογράφους που ζητούσαν να παρακολουθήσουν τη δίκη και τους νομικούς που ζητούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, όπως εκείνη των Γάλλων που συμμετείχαν στη «Διεθνή Επιτροπή διά την υπεράσπισιν του Μανόλη Γλέζου», της οποίας γενική γραμματέας ήταν η Κωλέττ Καν, η οδηγία απαγορεύσεως εισόδου με «άρνησιν εις αυτούς χορηγήσεως προξενικών θεωρήσεων» (ΑΠ 3/61/190) έφερε σε δυσχερή θέση τον έλληνα πρέσβη στο Παρίσι Φ. Φίλωνα, ο οποίος ανέφερε σε τηλεγράφημά του (ΑΠ 149): «Είναι αυτονόητον ότι ζήτημα θεωρήσεως διαβατηρίων δεν τίθεται προκειμένου περί κομιστών γαλλικών διαβατηρίων»· και κατέληγε: «Παρακαλώ όπως ευαρεστούμενοι μοι γνωρίσητε εάν υπάρχη τυχόν σκέψις απαγορεύσεως της αποβιβάσεως αυτών και ενδεχομένως, εάν κρίνητε σκόπιμον, να τους διαμηνυθή καταλλήλως τούτο από τούδε», προμηνύοντας ωστόσο τον αντίκτυπο που θα είχε κάθε σχετική απόφαση στον γαλλικό Τύπο, που, όπως και εκείνοι της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας, αναφερόταν σχεδόν επί καθημερινής βάσεως στο θέμα. Ωστόσο, πλην του αναμενομένου αντικτύπου στον σοβιετικό Τύπο και των άλλων ανατολικών χωρών, μεγάλη απήχηση της δίωξης του Γλέζου υπήρξε και στον Τύπο του Μαρόκου, της Αυστραλίας, της Αιγύπτου, της Χιλής (26 βουλευτές της οποίας έστειλαν έγγραφη διαμαρτυρία), της Ν. Αφρικής, της Ινδίας, του Μεξικού, ακόμη και του Χαρτούμ, προκαλώντας «οδυνηράν και δυσάρεστον έκπληξιν» στην εκεί πρεσβεία κυρίως διότι εκυβερνάτο υπό δικτατορικού καθεστώτος (πρέσβης Γ. Καλούτσης, ΑΠ 1401, 20.8.1959).


Η υπόθεση Γλέζου καταχωρίστηκε αρκετές φορές το καλοκαίρι του 1959 στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις δε του έλληνα Μόνιμου Αντιπροσώπου Χ. Ξανθόπουλου-Παλαμά ότι «αι ενέργειαι αύται, ως και αι προηγούμεναι σχετικαί τοιαύται, ουδεμίαν άλλην συνέχειαν πρόκειται να έχουν πλην της καταχωρήσεως αυτών κατά τα ειωθότα» (ΑΠ 1654/1710, 28.9.1959), η χώρα έναν μήνα πριν είχε αντιμετωπίσει έναν ακόμη κίνδυνο και αυτός προερχόταν από ένα «λίαν ενδεχόμενον σοβιετικόν VETO διά εισδοχήν Κύπρου εις Ηνωμένα Εθνη» (Παλαμάς, ΑΠ 1240, από Ν. Υόρκη, 21.7.1959) αφού ο σοβιετικός αναπληρωτής Μόνιμος Αντιπρόσωπος Γ. Αρκάντιεφ είχε συναντήσει το απόγευμα της προηγουμένης τον αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπούντσε και του είχε επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι είχαν μέχρι στιγμής συγκεντρωθεί 709 διαμαρτυρίες από όλον τον κόσμο για τον Γλέζο και υπήρχε ανάγκη «λήψεως επιβαλλομένων μέτρων». Τελικά ο Μπούντσε απέρριψε το αίτημα Αρκάντιεφ, ενώ ο έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «εις Ηνωμένα Εθνη δεν συζητούνται εσωτερικά θέματα Ελλάδος ουδέ ξένων προπαγανδιστικών πληροφοριών» (ΑΠ 1957, 22.7.1959, Ν. Υόρκη). Προηγουμένως, σε κρυπτοτηλετυπική επιστολή του ο υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ έδινε οδηγίες για την αντιμετώπιση Αρκάντιεφ.


Υπό το βάρος της διεθνούς κοινής γνώμης ο Γλέζος θα καταδικασθεί τελικά σε πενταετή φυλάκιση για αδικήματα Τύπου και όχι εκείνο της κατασκοπείας. Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 θα εκλεγεί, παρά το γεγονός ότι ήταν φυλακή, βουλευτής Αθηνών με το κόμμα της ΕΔΑ. Σήμερα, όταν τον συναντήσεις στους δρόμους της Αθήνας με το καλοσυνάτο χαμόγελο και τα πάλλευκα μαλλιά του, καταλαβαίνεις γιατί γράφτηκε εκείνος ο στίχος του ποιητή «άνθρωποι ταπεινοί που αν δε μας φόβιζαν δε θάχαμε καν υπάρξει» (Τ. Λειβαδίτης, «Το δεύτερο χτύπημα»).


«Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον ηρωικό άθλο»…


Από όλες τις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας υπέρ του Μανώλη Γλέζου πιο συγκινητική και ίσως άνευ παντός είδους ελατηρίων ξεχωρίζει η επιστολή ελλήνων και ισραηλιτών της Χάιφας και των περιχώρων της. «Εμείς οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, κάτοικοι του Ισραήλ καταγόμενοι εξ Ελλάδος, πληροφορηθήκαμε με αγανάκτηση τη σύλληψη του γνωστού σ’ όλο τον κόσμο, ήρωα της αντίστασης Μανώλη Γλέζου. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον ηρωικό άθλο του Γλέζου ο οποίος στις πρώτες ακόμα ημέρες της μαύρης κατοχής, κατέβασε τη χιτλερική σημαία και στη θέση της έστησε την Ελληνική σημαία. Αποκρούομε την απαράδεκτη κατηγορία της κατασκοπείας. Ζητούμε την απόλυση του Μανώλη Γλέζου και την παραπομπή της υπόθεσης στα τακτικά δικαστήρια» (ακολουθούν 29 υπογραφές).


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη του Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.