Το έτος 2007 η Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη, με έδρα τη Γενεύη, προγραμματίζει δεκάδες εκδηλώσεις σε 73 χώρες της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής, της Ωκεανίας αλλά και της Αφρικής που τόσο αγάπησε ο μεγάλος αυτός έλληνας πεζογράφος και ποιητής ώστε να φθάσει να πιστεύει ότι μπορούσε ακόμη και να έχει αραβοαφρικανική καταγωγή. Ταξιδεύοντας προς την Απω Ανατολή έγραφε «Χαίρουμαι μέσα μου το αφρικανικό αίμα… Περνούμε την Ερυθρά, περάσαμε τη Μέκκα ζερβά, την Αβησσυνία δεξά. Νιώθω πως εδώ γεννήθηκαν οι πρόγονοί μου…». Αφορμή των εκδηλώσεων, η συμπλήρωση 50 ετών από τον θάνατό του (1957-2007). Σήμερα, το άρθρο αυτό επιχειρεί να φωτίσει μια λιγότερο γνωστή πτυχή του μεγάλου έλληνα δημιουργού και στοχαστή από τη σύντομη παραμονή του στον Καύκασο, με την ιδιότητα του ειδικού απεσταλμένου, με υπόδειξη Βενιζέλου, του υπουργείου Περιθάλψεως που συγκροτήθηκε για την υποδοχή και εγκατάσταση του μεγάλου ρεύματος προσφύγων μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.


Η γνωριμία του με τον Βενιζέλο από την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, όταν κατετάγη εθελοντικά στον ελληνικό στρατό και υπηρέτησε στο γραφείο του, έδωσε την ευκαιρία στον έλληνα πρωθυπουργό να εκτιμήσει τις δυνατότητες του νέου, σχετικά, συγγραφέα και να τον τοποθετήσει σε θέση διευθυντή στο νεοσύστατο υπουργείο Περιθάλψεως με υπουργό τον Σπυρίδωνα Σίμο. Στο υπουργείο ο Καζαντζάκης θα παραμείνει μόλις έναν χρόνο (1919-20) και θα αποχωρήσει μετά την ήττα των Φιλελευθέρων τον Νοέμβριο του 1920.


Μέσα στον έναν χρόνο παραμονής του για πρώτη και μοναδική φορά σε δημόσια υπηρεσία θα ζήσει το δράμα του Ελληνισμού στις εσχατιές του Καυκάσου και του Αντικαυκάσου που, σύμφωνα με επίσημες πηγές, τις προξενικές εκθέσεις του Διπλωματικού Αρχείου ΥΠΕΞ, άγγιζαν, αν δεν ξεπερνούσαν, τις 500.000 ψυχές. Επρόκειτο για διαπρεπείς επιστήμονες, γιατρούς, δικηγόρους, επιχειρηματίες αλλά και εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους και απλούς πολίτες που διαβιούσαν σε συμπαγείς κοινότητες σε δεκάδες πόλεις και περιφέρειες των κυβερνείων Τιφλίδας, Καρς, Μαύρης Θάλασσας, Κουμπάν, Κουταΐδος, αλλά και του Μπακού, Ερεβάν κ.ά. Στις πόλεις αυτές λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και προξενεία, υπήρχαν ελληνικοί ορθόδοξοι ναοί με έλληνες ιερείς. Ακόμη, οργανωμένα σωματεία και Τύπος (εφημερίδες). Ολοι αυτοί οι ελληνικοί πληθυσμοί βρέθηκαν μεμιάς σε δεινή θέση όταν βρέθηκαν στο επίκεντρο των τεράστιων πολιτικών αλλαγών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και εξαιτίας πολιτικών επιλογών στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση Βενιζέλου στέλνοντας από υποχρέωση προς τους συμμάχους της στην Αντάντ ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία για την καταστολή της επανάστασης των μπολσεβίκων.


* Η θέση των Ελλήνων


Μέσα στην αναταραχή που προκαλείται από τη διάλυση της αχανούς τσαρικής αυτοκρατορίας και την εκδήλωση τάσεων αυτοδιαθέσεως και ανεξαρτησίας (για την επιθυμία των Ποντίων να ιδρύσουν ανεξάρτητο ποντιακό κράτος ο Βενιζέλος θα ενημερωθεί ήδη από το 1917, αλλά θα σταθεί εξαρχής αντίθετος προς την ιδέα αυτή) από διάφορες καταπιεσμένες εθνότητες που πάντως ως τότε συνυπήρχαν ειρηνικά, οι Ελληνες θα βρεθούν στη δυσχερέστερη θέση. Στο στόχαστρο της μπολσεβίκικης προπαγάνδας αλλά και των επιδρομών φανατικών ισλαμικών φύλων με πρώτους και αγριότερους τους Κούρδους (πρόξενος Σταυριδάκης από Τιφλίδα, ΑΠ 8010, 13 Αυγ. 1919) ο Ελληνισμός του Καυκάσου δεν θα στερηθεί απλώς τα οικονομικά μέσα που του εξασφάλιζαν ευδαιμονία και άνθηση αλλά, το κυριότερο, την ασφάλειά του.


Ενώπιον της ευθύνης του και της σοβαρότητας της καταστάσεως ο Καζαντζάκης τον Αύγουστο του 1919 θα φύγει μέσω Κωνσταντινουπόλεως και Ιταλίας για Παρίσι προκειμένου να συναντήσει τον ίδιο τον Βενιζέλο και να του διεκτραγωδήσει όσα τρομερά είδαν τα μάτια του με την αποχώρηση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, μετά την ήττα των δυνάμεων της Αντάντ για το μικρασιατικό μέτωπο (Κανελλόπουλος από Υπατη Αρμοστεία Κωνσταντινουπόλεως προς ΥΠΕΞ Πολίτη, ΑΠ 6192, 28 Αυγ. 1919). Η εκστρατεία κόστισε βαρύτατα στις ελληνικές κοινότητες της Ν. Ρωσίας και η συμπεριφορά των μπολσεβίκων ήταν αναμενόμενη. Πολλοί για ν’ αποφύγουν τα αντίποινα έφυγαν μαζί με τους έλληνες στρατιώτες. Οι περισσότεροι όμως ζητούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα. «… Οσον αφορά εγκατάστασιν Μακεδονίας εκατόν χιλιάδων Καυκασίων γίνεται μελέτη και αναγκαία προπαρασκευή ΣΤΟΠ. Οφείλω όμως πληροφορήσω Υμετέραν Εξοχότητα» τηλεγραφούσε από την Αθήνα στον Βενιζέλο στο Παρίσι ο υπουργός Περιθάλψεως Σ. Σίμος «περί μεγάλων δυσχερειών και ικανού χρονικού διαστήματος τα οποία θα απαιτηθούν διά μίαν τοιαύτην μετακίνησιν της οποίας αντιλαμβανόμεθα την Εθνικήν σπουδαιότητα ΣΤΟΠ…». Παραπάνω ο υπουργός διαβεβαίωνε τον πρωθυπουργό ότι «λαβόντες τηλεγράφημα Κυρίου Καζαντζάκη παρήγγειλα όπως εκ πιστώσεως 20 εκατομμυρίων προωρισμένης Κωνσταντινούπολιν παρασχεθή άμεσος περίθαλψις Καυκασίων, Ποντίων και Νοτίου Ρωσίας Ελλήνων δι’ ειδικής υπηρεσίας Υπουργείου Περιθάλψεως η οποία προ διμήνου απεστάλη μετά Κυρίου Καζαντζάκη επί τόπου ΣΤΟΠ». Τελείωνε δε «Μετά σεβασμού κ.λπ. Προς κ. Καζαντζάκην έδωκα άδειαν έλθη προς συνάντησιν Υμών και προφορικήν συνεννόησιν» (ΑΠ 42919, 22 Αυγούστου 1919).


Ωστόσο μία ημέρα πριν, στις 21 Αυγούστου, ο Σίμος ειδοποιεί μέσω Υπάτης Αρμοστείας Κωνσταντινουπόλεως τον Κανελλόπουλο αλλά και τον Καζαντζάκη ότι «… αντίξοοι πολιτικαί περιστάσεις… μεταφορά προσφύγων εις ελευθέραν Ελλάδα θ’ απέβαινεν ολεθρία και ανθρωπίνως και Εθνικώς δι’ αυτούς…» (ΑΠ 42656). Τη λύση θα δώσει τελικά ο Βενιζέλος από το Παρίσι, όπου εξακολουθεί να παραμένει επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης: «… Λαμβανομένων υπ’ όψιν απωλειών Ελληνικού πληθυσμού Μακεδονίας και Θράκης ανερχομένην εις 150 χιλιάδας περίπου ανδρών, εννοεί τις ότι οι 100 χιλιάδες Ελλήνων Καυκάσου είναι κεφάλαιον εθνικόν και οικονομικόν μεγίστης σημασίας…». Οσο για τη δαπάνη εγκαταστάσεώς τους που θ’ απαιτηθεί, «η δαπάνη είναι ου μόνον εθνική αλλά κατ’ εξοχήν παραγωγός (sic) και δεν πρέπει να διστάσωμεν να την αντιμετωπίσωμεν» (ΑΠ 8/21 Βενιζέλος προς αντιπρόεδρο κυβερνήσεως, υπουργούς Οικονομικών, Γεωργίας και Περιθάλψεως). Στο μεταξύ, προτεραιότητα αποφασίζεται να δοθεί στα 3.500 ορφανά και πάσχοντες με δάνειο «δι’ ο κ. Καζαντζάκης μοι λέγει ότι υπολογίζει 7 και ήμισυ εκατομμύρια παρασχόμενα ως δάνειον…» (ΑΠ 8490, Κανελλόπουλος, 29 Αυγούστου 1919).


* Οι κακουχίες των προσφύγων


Εχει όμως μεσολαβήσει δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν έτερο δραματικό τηλεγράφημα του Καζαντζάκη προς τον προϊστάμενό του υπουργό Σ. Σίμο. «Ινα μη αποθανώσιν εκ πείνης και κακουχιών Ελληνες πρόσφυγες (δέον όπως) όταν επιστή ο καιρός επιτευχθή ωργανωμένη και ταχεία η παλιννόστησις και εγκατάστασις αυτών εν Πόντω. Η δευτέρα κατηγορία των Ελλήνων ανερχομένη εις υπέρ 100 χιλιάδας των επιθυμούντων εγκατάστασιν μόνον εν ελευθέρα Ελλάδι παρουσιάζει οξυτάτην την ανάγκην αρωγής. Ευρισκόμενοι μεταξύ αλληλοσυγκρουομένων φυλών κινδυνεύουσιν την στιγμήν ταύτην να εξολοθρευθώσι από τους προχωρούντας εκ της Αρμενίας και Αζερμπατζίας Κούρδους Ταρτάρους. Επιτροπαί εξ αυτών επανειλημμένως σπεύδουσι να εκλιπαρήσωσι δι’ εμού την Ελληνικήν Κυβέρνησιν να μη τους αφήσει να χαθώσι. Οι πλείστοι εγκατέλιπον ήδη την γλώσσα των καταστάντες τουρκόφωνοι ή ρωσόφωνοι και μετά τινα χρόνον δεν θα υφίστανται πλέον ως Ελληνες… Νομίζω επιβεβλημένον να μεταφερθώσι αμέσως εις Α. Μακεδονίαν εγκαθιστάμενοι εις εκκενούμενα κτήματα από Μικρασιάτες και Θράκες πρόσφυγες… Παρακαλώ μοι τηλεγραφήσητε οδηγίας. Καζαντζάκης» (ΑΠ 80089, 16 Αυγούστου 1919).


Τα γεγονότα θ’ ακολουθήσουν όμοια με χιονοστιβάδα. Ο Βενιζέλος θα ηττηθεί εκλογικά, ο Καζαντζάκης θα επιστρέψει και η Γεωργία, παρά την de jure αναγνώρισή της από το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 1921, θα χαρεί για πολύ λίγο την ανεξαρτησία της, αφού μέσα στην ίδια χρονιά θα της επιβληθεί σοβιετικό καθεστώς και θ’ αποτελέσει μία από τις 15 Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ εγκλωβίζοντας αρκετές χιλιάδες Ελλήνων για πολλές δεκαετίες ακόμη στα όριά της…


Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου ΥΠΕΞ.